Οι βουλευτές αναφέρουν ότι στις 3 Νοεμβρίου έληξε τυπικά η προθεσμία για την νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συστάθηκε με απόφαση του υπουργού Οικονομικών με κύριο έργο την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ σχετικά με «τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» Μια κρίσιμη πρωτοβουλία που πρέπει να αναληφθεί από την Κυβέρνηση στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της ως άνω Οδηγίας θα πρέπει να αφορά τους περίπου 65.000 δανειολήπτες που έλαβαν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό νόμισμα κυρίως τη διετία 2006-2007 αλλά και έως το 2009. Σημειώνεται ότι η τιμή του ευρώ σε σχέση το ελβετικό φράγκο έχει κατακρημνιστεί από το υψηλό δεκαετίας 1.6803 €/ CHF στις 12 Οκτωβρίου 2007 σε 1.0830 €/ CHF στις 27 Νοεμβρίου 2015 βάσει των διαθέσιμων στοιχείων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όπως αποτυπώνεται στο σχετικό διάγραμμα:
Υπενθυμίζουν ότι η πίεση στην τιμή του ευρώ σε σχέση το ελβετικό φράγκο κλιμακώθηκε ύστερα από την μονομερή απόφαση εγκατάλειψης από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, στις 15.1.2015, της πολιτικής υπεράσπισης του ανώτατου ορίου ισοτιμίας που είχε θέσει για το εθνικό νόμισμα το 2011 εν όψει της συνεχιζόμενης μεγάλης εισροής κεφαλαίων και της υψηλής ζήτησης του ελβετικού φράγκου ως ασφαλούς καταφυγίου.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν οι χιλιάδες δανειολήπτες να βρεθούν σε δεινή οικονομική θέση καθώς διογκώθηκε υπέρμετρα το ύψος του τοκοχρεολύσιου που καλούνται να καταβάλουν ενώ σε πολλές περιπτώσεις το άληκτο κεφάλαιο του δανείου αντί να μειώνεται οδηγήθηκε σε επίπεδα υψηλότερα του αρχικού ποσού χορήγησης.
Ήδη για το θέμα αυτό έχει υπάρξει αντίστοιχη σχετική νομολογία προστατευτική προς τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο απέναντι στις τραπεζικές πρακτικές των προηγούμενων ετών, με προεξέχουσα της αρ.23/2014 απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου Ξάνθης που αντλεί, όπως γνωρίζετε, την νομική βάση από την ρύθμιση ότι «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι» του άρθρου 2, παρ.6 και από τον ορισμό ως καταχρηστικών των όρων που «χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή» του άρθρου 2, παρ.7, περ. ια του ν.2251/1994 (191 Α΄).
Υπογραμμίσουν επίσης ότι «το υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού σε προηγούμενες απαντήσεις σε ερωτήσεις κοινοβουλευτικού ελέγχου του έχει επανειλημμένως αναφέρει ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του παρακολουθούν τη σχετική νομολογία και εξετάζουν την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις προτάσεις αυτές» Ωστόσο, παρατηρούν ότι «η κυβέρνηση μέχρι σήμερα αντί να προβεί σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την προστασία των δανειοληπτών στεγαστικών δανείων και ειδικά αυτών που έχουν δανειστεί σε ελβετικό φράγκο, προχώρησε στην ανάλγητη άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς με τον εκτρωματικό ν.4346/2015 (Α΄ 152).
Στο πλαίσιο αυτό ερωτούντα αρμόδια υπουργεία εάν:
1. Θεωρούν ότι πρέπει να αναμένουν να τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις των προσφευγόντων δανειοληπτών ή θα πρέπει να επέμβουν ώστε να μην υποχρεώνονται δανειολήπτες να καταβάλουν τοκοχρεολύσια για ένα δάνειο του οποίο το άληκτο κεφάλαιο, χωρίς υπαιτιότητα του δανειολήπτη, είναι μεγαλύτερο από το αρχικό χορηγηθέν κεφάλαιο;
2. Εάν Θα αξιοποιήσουν την νομοθετική πρωτοβουλία για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία;
3. Ακόμη και αν δεν προβλέπεται αναδρομική ισχύς των προστατευτικών για τους δανειολήπτες διατάξεων της άνω Οδηγίας, προτίθενται να προβούν σε ειδικότερες προβλέψεις του δικαίου για την προστασία των καταναλωτών για όσους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων έχουν οδηγηθεί σήμερα σε τραγική οικονομική κατάσταση ή ακόμη και αντιμέτωποι;
4. Έχει διερευνηθεί αν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, χάρη στα συστήματα διαχείρισης του συναλλαγματικού ρίσκου που συνδέονται με τις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, έχουν ωφεληθεί από την εξέλιξη της ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου και αν αυτή η δυνητική ωφέλεια θα μπορούσε να κατανεμηθεί και προς όφελος των δανειοληπτών;