Ο κ. Σάντας μιλά στην εφημερίδα για την παράτολμη εκείνη νύχτα της 31ης Μαΐου που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο σκαρφάλωσαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης κάτω από τη μύτη των Γερμανών, αποφασισμένοι να κατεβάσουν τον αγκυλωτό σταυρό ή να σκοτωθούν.
Σε ηλικία 88 ετών, γράφει αυτό το βιβλίο όπως λέει για να αφήσει παρακαταθήκη στις νέες γενιές, για τα εγγόνια του και όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν σε έναν διαφορετικό κόσμο. “Εξήγησα τη σημασία που είχε το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε οι μόνοι που προσβάλλαμε τότε τους κατακτητές που είχαν καθυποτάξει την Ευρώπη” λεει.
Νεαροί φοιτητές τότε Σάντας και Γλέζος βρέθηκαν στο Ζάππειο και είδαν τη σημαία των Ναζί στην Ακρόπολη. Η απόφαση πάρθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Πήγαν αμέσως στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και άρχισαν να μελετούν σχέδια ενώ έκαναν και επιτόπια έρευνα για να βρουν το σημείο από όπου θα ανέβαιναν στο Βράχο.
“Η σημαία ήταν τεράστια και ο ιστός της ήταν δεμένος με τριά μεγάλα σύρματα που είχαν στρόφιγγες κάτω από το βράχο για για να τη συγκρατούν από τον άνεμο. Η σημαία κατέβαινε μέχρι τον κόμβο των συρμάτων και δεν πήγαινε πιο κάτω. Σκαρφαλώσαμε την τραβάγαμε, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Όμως η θέληση και η επιμονή μας έδωσε αποτέλσμα. Αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ως το δύσκολο σημείο -γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλιστρούσε – κατορθώσαμε με τα χέρια να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Η τεράστια σημαία έπεσε πάνω μας και μας κουκούλωσε” αφηγείται.
Όπως λέει στη συνέχεια μαζί με τον Γλέζο αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν πατώντας το ναζιστικό σύμβολο. Έκοψαν ένα κομμάτι της σημαίας και το πέταξαν μέσα στο σπήλαιο του Εριχθονίου, όπου σύμφωνα με τις παραδόσεις της αρχαίας Αθήνας έμενε το ιερό φίδι της θεάς.
Πριν φύγουν είχαν φροντίσει να αφήσουν στον ιστό τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ώστε να μην την πληρώσουν άλλοι. Στη συνέχεια χάθηκαν μέσα τα στενά της Πλάκας, όπου ένας αστυφύλακας τους σταμάτησε καθώς ίσχυε απαγόρευση κυκλοφορίας, χωρίς όμως να τους προδώσει.