To Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού γιόρτασε τη Δευτέρα 22 Μαρτίου τη συμπλήρωση δώδεκα χρόνων λειτουργίας του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, στην οδό Πειραιώς 254.
Στον Ελληνικό Κόσμο όλα αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκαν ποικίλες δραστηριότητες που περιλαμβάνουν από εκπαιδευτικά προγράμματα και εκθέσεις ως συνέδρια και θεατρικές παραστάσεις. Εκείνο όμως για το οποίο ο χώρος έγινε ιδιαίτερα γνωστός είναι τα θεάματα εικονικής πραγματικότητας, αρχικά σε μικρότερα συστήματα παρουσίασης και από το 2006 στη Θόλο, το θέατρο εικονικής πραγματικότητας. Στην εκδήλωση για τα δωδεκάχρονα παρουσιάστηκαν, μεταξύ άλλων, και δυο νέες παραγωγές του ΙΜΕ (μια εντελώς νέα και μια αναβαθμισμένη): οι εικονικές αναπαραστάσεις των αρχαίων μικρασιατικών πόλεων της Πριήνης και της Μιλήτου.
Τα συστήματα εικονικής πραγματικότητας χρησιμοποιούνται για αρχαιολογικές αναπαραστάσεις περίπου εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αντλώντας από την τεχνογνωσία που αρχικά αναπτύχθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι μεθοδολογίες ανάπτυξής τους βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη καθώς οι διεπιστημονικοί συντελεστές τους (αρχαιολόγοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, εκπαιδευτικοί, μουσειολόγοι, μηχανικοί λογισμικού, γραφίστες και εσχάτως σεναριογράφοι και σκηνοθέτες) έχουν συχνά διαφορετικούς στόχους και προτεραιότητες.
Μερικοί από τους προβληματισμούς που προκύπτουν σχετίζονται με το κοινό στο οποίο απευθύνεται το εκάστοτε πρόγραμμα, με την ανάλυση των αναγκών του και με τα όρια που θέτει η ίδια η τεχνολογία. Άλλοι πάλι προκύπτουν από τις χρονολογικές και τοπολογικές συμβάσεις, τις ιδιαιτερότητες της υποδομής που χρησιμοποιείται, τις τεχνικές της αναπαράστασης, συμπεριλαμβανομένων του φωτορεαλισμού, της απόκρισης σε πραγματικό χρόνο, και της διάδρασης. Τέλος υπεισέρχονται η ποικιλότητα των ερμηνειών, η ακρίβεια και η αληθοφάνεια του ιστορικού γίγνεσθαι, προβλήματα εγγενή σε οποιασδήποτε μορφής οπτικοποίηση.
Εδώ αξίζει να κάνουμε μια βασική διάκριση μεταξύ της εικονικής και της ηλεκτρονικής πραγματικότητας (V-reality, και E-reality). Σύμφωνα με τη Θεωρία παροχής (Affordance theory) που ανέπτυξε ο ψυχολόγος James Jerome Gibson, μπορούμε να πούμε πως ηλεκτρονικές πραγματικότητες αποκαλούνται τα ψηφιακά περιβάλλοντα χωρίς παροχές, στα οποία οποιαδήποτε κίνηση και δράση είναι προκαθορισμένες, ενώ εικονικές πραγματικότητες αποκαλούνται τα εικονικά περιβάλλοντα με απόκριση, τα οποία χαρακτηρίζονται από συμπεριφορές και δεν είναι προκαθορισμένα.. Μια άλλη σαφέστατη διάκριση που δεν έχει επαρκώς εξεταστεί ως σήμερα και προκύπτει μόνο εν μέρει από την προαναφερθείσα είναι η διάκριση μεταξύ τεκμηριωτικών και ερμηνευτικών VR.
Οι τεκμηριωτικές εικονικές πραγματικότητες, ακόμα κι αν προσφέρουν ελεύθερη πλοήγηση, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαριστούν μια υπάρχουσα πραγματικότητα χωρίς καθόλου επεμβάσεις ή το πολύ-πολύ με τις ελάχιστες δυνατές επεμβάσεις, (π.χ. η αναπαράσταση των νεολιθικών ευρημάτων μέσα στο σπήλαιο της Αλεπότρυπας όπως ήταν τη στιγμή που βρέθηκαν). Όπως γίνεται αντιληπτό ο σκοπός αυτών των αναπαραστάσεων δεν είναι άλλος από την λεπτομερή καταγραφή και πληρέστερη κατανόηση ενός αρχαιολογικού συνόλου, όταν οι συνθήκες πρόσβασης στο φυσικό χώρο είναι αντίξοες.
Αντίθετα, οι ερμηνευτικές εικονικές πραγματικότητες στοχεύουν στην ανάπλαση μιας χαμένης σύνθετης πραγματικότητας, με συμπλήρωση των ελλειπόντων τμημάτων και των κενών στην άμεση πληροφορία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά και μεθοδολογικά εργαλεία της αρχαιολογικής και ιστορικής ερμηνείας. Από αυτή την άποψη οι ερμηνευτικές εικονικές πραγματικότητες αποδίδουν και επικοινωνούν έναν ιδιαίτερο και συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης (δηλαδή ανάγνωσης και ερμηνείας) των αρχαιολογικών και ιστορικών δεδομένων.
Στην πράξη οποιοδήποτε VR που δείχνει ένα μνημείο στην αρχική του μορφή μαζί με τα αρχαιολογικά του συγκείμενα, ή περιλαμβάνει ζωντανούς χαρακτήρες και δράσεις, μπορεί να είναι μόνο ερμηνευτικό, όχι τεκμηριωτικό (π.χ. τα VR του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού).
Και στο σημείο αυτό η επιστημονική αυστηρότητα και η δεοντολογία των ιστορικών επιστημών έρχεται αντιμέτωπη με την αφηγηματική ασυνέχεια, την εικονοπλαστική ελευθερία και τη νοηματική ασυνέπεια που προσιδιάζουν στις τέχνες και στη μυθοπλασία. Ο λόγος και η εικόνα για παρελθόντα μη απολύτως διακριβωμένα εισάγουν την έννοια της «παραμυθίας», όχι απαραίτητα σε αντιδιαστολή με το ιστορικό αφήγημα, αλλά οπωσδήποτε με τις επιφυλάξεις που έχουμε μάθει να διατηρούμε όταν διαβάζουμε, ας πούμε για παράδειγμα, τις ιστορίες του Ηροδότου ή τις περιηγήσεις του Παυσανία.
Θάνος Σιδέρης