Πολιτισμός

«Η Ορχήστρα του Αδερφού μου», «Ένας Απλός Άνθρωπος», «Η Ταξιδιώτισσα» και άλλες 8 ταινίες από σήμερα στα σινεμά

Για μια ακόμη εβδομάδα, τα γραφεία διανομής ρίχνουν στην «αρένα» της αίθουσας, που παραμένουν μισοάδειες εδώ και καιρό, έντεκα νέες ταινίες και μάλιστα κυρίως φεστιβαλικές

Συνολικά 11 ταινίες κάνουν σήμερα πρεμιέρα στα σινεμά της χώρας, αλλά καμία δε φαίνεται να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των θεατών, καθώς πρόκειται για ταινίες που μονοπωλούν τα κινηματογραφικά φεστιβάλ.

Για μια ακόμη εβδομάδα, τα γραφεία διανομής ρίχνουν στην «αρένα» της αίθουσας, που παραμένουν μισοάδειες εδώ και καιρό, έντεκα νέες ταινίες και μάλιστα κυρίως φεστιβαλικές, που απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο περιορισμένο κοινό. Έτσι, παρότι οι περισσότερες πρεμιέρες στα σινεμά έχουν το ενδιαφέρον τους, το πιθανότερο η δυναμική – κλισέ – περιπέτεια «Ένας Απλός Άνθρωπος», με τον Τζέισον Στέιθαμ, αναμένεται να φέρει και τα περισσότερα εισιτήρια…

Η Ορχήστρα του Αδερφού μου

(“En Fanfare”) Δραματική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Εμανουέλ Κουρκόλ, με τους Μπενζαμέν Λαβέρν, Πιέρ Λοτέν, Σάρα Σουκό, Ζακ Μποναφέ κα.

Η μουσική και η οικουμενική της γλώσσα είναι η κινητήριος δύναμη σε αυτή την εγκάρδια, γλυκόπικρη κομεντί, του Εμανουέλ Κουρκόλ, που έκανε την πρεμιέρα της εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Καννών, ήταν υποψήφια για πολλά βραβεία Cesar και κέρδισε το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Ο Κουρκόλ, που πριν από πέντε χρόνια, είχε παρουσιάσει την ίδια περίπου κοπής δραμεντί «Ένας Θρίαμβος», για μια ακόμη φορά πατά στη γαλλική φόρμα των ταινιών που συνδυάζουν πετυχημένα το συναίσθημα με το χιούμορ, το ανθρώπινο δράμα με τις παράλογες καταστάσεις, έχοντας τη μουσική να τα ενώνει μελωδικά.

Ο Τιμπό είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη λευχαιμία και αναζητά έναν συμβατό δότη, ανακαλύπτει ότι είναι υιοθετημένος και έχει έναν μικρότερο αδερφό στην επαρχία, τον Τζίμι, ο οποίος εργάζεται στο εστιατόριο ενός σχολείου. Ο Τζίμι – συμβατός δότης – όμως παίζει και τρομπόνι στην τοπική φιλαρμονική ορχήστρα που αποτελεί το καμάρι και την ελπίδα μιας εργατικής κοινότητας στη Βόρεια Γαλλία. Οι δυο τους δεν φαίνεται να έχουν πολλά κοινά εκτός από την αγάπη τους για τη μουσική, αλλά όταν ο Τιμπό αντιλαμβάνεται το εξαιρετικό ταλέντο του αδερφού του, αποφασίζει να διορθώσει τις αδικίες του πεπρωμένου και να τον βοηθήσει να αναπτύξει τα ταλέντα του.

Ο Κουρκόλ, ξέροντας να πατάει τα πλήκτρα της γλυκιάς και κωμικής πλευράς της ταινίας του με αυτά του δράματος, ισορροπεί με δεξιοτεχνία στη δοκιμασμένη συνταγή, καταφέρνοντας να αποσπάσει τη συγκίνηση από τον θεατή – ενδεχομένως και αρκετά δάκρυα.

Έχοντας δυο ικανότατους πρωταγωνιστές, που δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο στον χαρακτήρα τους ή στα βιώματά τους, πέρα από την κοινή τους αγάπη για τη μουσική, ο Κουρκόλ θα φτιάξει δύο καλοσχεδιασμένους και πειστικούς χαρακτήρες, πάνω στους οποίους θα σφυρηλατήσει έναν άρρηκτο δεσμό, μεταφέροντας ένα ισχυρό αλλά και αρκούντως βολικό μήνυμα αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, έχοντας ως βασικό και ελκυστικό συναισθηματικό ατού την ασθένεια του Τιμπό, που συνεχώς επιδεινώνεται και τσακίζει ευαίσθητες καρδιές.

Η συνταγή εκτελείται άψογα, από σκηνοθέτη και πρωταγωνιστές, τα πιθανά φάλτσα αποφεύγονται, αλλά είναι φανερό ότι από την ταινία λείπει η πραγματική έμπνευση, όλα αυτά τα στοιχεία που θα κάνουν την ορχήστρα ξεχωριστή.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Τιμπό είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα υγείας, ανακαλύπτει ότι είναι υιοθετημένος και έχει έναν μικρότερο αδερφό στην επαρχία, τον Τζίμι , ο οποίος παίζει τρομπόνι στην τοπική φιλαρμονική ορχήστρα που αποτελεί το καμάρι μιας φτωχής εργατικής κοινότητας.

Η Ταξιδιώτισσα

(“A Traveler’s Needs”) Κομεντί, νοτιοκορεάτικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Χονγκ Σανγκ-Σου, με τους Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λι Χιε-Γιέονγκ, Κουόν Χε-Χίο, Τζο Γιουν-Χι κα.

Καταφέρνοντας να ξεπερνά συνεχώς τα όρια της μινιμαλιστικής του κινηματογραφικής γραφής, ο διακριτικότερος σκηνοθέτης του ασιατικού σινεμά, Χονγκ Σανγκ – Σου, ξανασυναντά την 72χρονη Γαλλίδα σταρ Ιζαμπέλ Ιπέρ, με την οποία είχαν συνεργαστεί και στις ταινίες του «Στη Χώρα των Άλλων» και «Claire’s Camera», για να αφηγηθεί, για μια ακόμη φορά μικρές καθημερινές ανθρώπινες στιγμές, μέσα από την ποιητική οπτική του.

Αγαπημένος σκηνοθέτης του φεστιβάλ Βερολίνου, θα κερδίσει, με τούτη την ελαφρά δραματική κομεντί του, το Μέγα Βραβείο, ακολουθώντας και πάλι τα γνώριμα μοτίβα του, τους χαμηλόφωνους ρυθμούς, την απλότητα, τον νατουραλισμό στις ερμηνείες, τον ρομαντισμό και βεβαίως την ευαίσθητη ματιά του.

Κανείς δεν ξέρει από πού προέρχεται μια ηλικιωμένη γυναίκα, που υποστηρίζει ότι είναι Γαλλίδα. Χωρίς χρήματα στη Σεούλ, θα βρει δυο Κορεάτισσες, για να τις διδάξει γαλλικά, ενώ της αρέσει να περιπλανιέται στην πόλη, να περπατά ξυπόλητη, να ξαπλώνει σε βράχους. Συζητά για μουσική, φλερτάρει με παντρεμένους, τρώει μόνη της και πίνει μανιωδώς το ντόπιο κρασί, ακούει απαγγελίες ποίησης, διατηρώντας όμως και μια απόσταση ασφαλείας από τα πρόσωπα που συναναστρέφεται.

Η περιπλάνηση της ηρωίδας στην πόλη, στις ταβέρνες, τα σπίτια, στα πάρκα είναι και το σκηνικό της ταινίας, αλλά συνιστά και το αφηγηματικό πλαίσιο του 65χρονου σκηνοθέτη.

Οι ποιητικές ευαισθησίες, το ανθρωποκεντρικό σινεμά του Σανγκ-Σου παραμονεύει σε κάθε πλάνο, από τον σκύλο που πεινάει και τα κτίρια της πόλης, μέχρι το περπάτημα ή το σκεφτικό ύφος της Ιμπέρ. Της ηρωίδας που λατρεύει ο σκηνοθέτης και μέσα από τις συζητήσεις με τις δυο μαθήτριές της και ένα αγόρι, θα βιώσει τα κενά και τις απώλειές της, τη μοναξιά, το μυστήριο της ζωής.

Μια γυναίκα και δασκάλα που προτιμά να διδάσκει βιωματικά και συναισθηματικά και όχι με βιβλία και κανόνες, κάτι που βλέπουμε πάντα και στις ταινίες του Σανγκ-Σου, ο οποίος με την ηρωίδα του προσεγγίζει τις δυο εντελώς διαφορετικές κουλτούρες – Γαλλίας και Κορέας. Αυτό που αναδεικνύει όμως περισσότερο από όλα όσα πραγματεύεται ο σκηνοθέτης είναι η αναζήτηση, σχεδόν ανάγκη για γνήσια οικειότητα, συναισθηματική επαφή, κάτι που αποκαλύπτεται στο τελευταίο μέρος της ταινίας, όπου το ασιατικό τοπίο αποδεικνύεται το ίδιο ζεστό με την οικιακή θαλπωρή.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, κάτι μεταξύ ξωτικού και λογοτεχνικής ηρωίδας, με τη φυσικότητά της συνεπαίρνει και τονώνει την πνευματικότητα της ταινίας, που ομολογουμένως απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα, μια Γαλλίδα στη Νότια Κορέα βρίσκει εισόδημα διδάσκοντας γαλλικά σε δυο ντόπιες.

Ραγισμένες Καρδιές

(“L’Amour Ouf”) Δραματικό αισθηματικό θρίλερ, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ζιλ Λελούς, με τους Αντέλ Εξαρχόπουλος, Φρανσουά Σιβίλ, Μαλορί Ουανέκ, Μπενουά Πουλβόρντ κα.

Η προσπάθεια του γνωστού ηθοποιού Ζιλ Λελούς να μεταφέρει στην οθόνη το βίαιο ρομαντικό μυθιστόρημα του Νεβίλ Τόμπσον, σπαραξικάρδια και με επική διάθεση, δείχνει αρκούντως αδύναμη. Με κόστος 35 εκατομμύρια ευρώ, που αποτελεί την ακριβότερη γαλλική παραγωγή για το Studio Canal και με την αναπάντεχη επιλογή να βρεθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, έμοιαζε με το θηρίο που ήρθε για να κάνει πέρα τα ανάλογα αμερικάνικα φιλμ. Και όμως αυτό το ανίκητο θηρίο, στην πρώτη λακουβίτσα, βρίσκεται να γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος σε αργή κίνηση – ενδεχομένως για να μας ταλαιπωρήσει κοντά τρεις ώρες, όσο και η διάρκεια της ταινίας.

Ο Ζιλ Λελούς, με αρκετές ενδιαφέρουσες ερμηνείες, επιστρέφει έπειτα από έξι χρόνια στη σκηνοθεσία με επική διάθεση και κυρίως με την πεποίθηση ότι θα μας εντυπωσιάσει τόσο που θα ξεχάσουμε τα αθάνατα love story που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη. Το αποτέλεσμα, όμως, δεν ήταν το αναμενόμενο και οφείλεται κυρίως στην απρόσμενη – από που κι ως που; – μεγαλομανία του και την εγκατάλειψη του σεναρίου στην τύχη του, μπροστά στην ανασύσταση της εποχής, των υπερβολικών σε διάρκεια σεκάνς και τελικά τους μονοδιάστατους χαρακτήρες, το ξεκάρφωτο αμερικάνικο πνεύμα που γίνεται ακόμη πιο ενοχλητικό συνοδευόμενο από τη γνώριμη πολλές φορές χαρακτηριστική γαλλική αφηγηματική φλυαρία.

Το στόρι, που εκτείνεται σε τρεις δεκαετίες, θέλει τον Κλοτέρ, έναν επαναστατημένο νέο, που ζει σε υποβαθμισμένη γειτονιά μικρής πόλης στη βόρεια Γαλλία, να ερωτεύεται μία ορφανή συμμαθήτριά του, για τον ατρόμητο χαρακτήρα της. Ένας μεγάλος έρωτας που θα διακοπεί όταν η παράνομη δραστηριότητα του Κλοτέρ θα τον οδηγήσει στη φυλακή, για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ. Έπειτα από δέκα χρόνια, οι ζωές τους έχουν αλλάξει, νιώθουν προδομένοι από όλους και κυρίως από τους εαυτούς τους. Αυτός προσπαθώντας να βγει από το τούνελ της εμπειρίας των φυλακών και εκείνη παντρεμένη σε έναν συμβατικό γάμο. Πάρα ταύτα, η ζωή θα τους φέρει και πάλι κοντά, αλλά τίποτα δεν είναι ίδιο με το παρελθόν.

Με αέρα τεχνικόλορ και μισή δόση από μιούζικαλ, ο Λελούς θα αφηγηθεί μία ιστορία έρωτος και εγκλήματος δίχως μέτρο, χωρίζοντας ουσιαστικά το στόρι του σε δυο μέρη, αυτό της νεότητας και εκείνο της ενήλικης ζωής, με το πρώτο να έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον. Με το σάουντρακ να είναι στη διαπασών και αφιερωμένο στις επιτυχίες της δεκαετίας του ’80, η μικρή γαλλική πόλη να μετατρέπεται σε αμερικάνικο σποτ και το ερωτευμένο παράφορα ζευγάρι να παραπέμπει στα χολιγουντιανά αθάνατα επαναστατημένα ζευγάρια των προηγούμενων δεκαετιών, ο Λελούς θα δώσει μία πινελιά ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, που μοιάζει ξεκάρφωτη, αφού δεν μπορεί να την υποστηρίξει.

Στο κέντρο του φιλμ οι δύο πρωταγωνιστές σε δύο ηλικίες – συμπαθητικές επιλογές οι νεαροί Μαλορί Γουανέκ και Μαλίκ Φρικά και δυο σταρ που τους υποδύονται ως μεγάλοι, η Αντέλ Εξαρχόπουλος και ο Φρανσουα Σιβίλ.

Ο Λελούς, όσο προχωρά το φιλμ, παρά την ιλουστρασιόν παραγωγή, φορτώνει την ταινία με ανούσιο περιτύλιγμα και εμφανώς εκβιάζει το συναίσθημα, αγνοώντας τη σπουδαιότητα του σεναρίου και εγκλωβίζοντας τους ηθοποιούς σε ανούσιες παρουσίες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο επαναστάτης έφηβος Κλοτέρ ερωτεύεται τη συμμαθήτριά του, Ζακί, γοητευμένος από το ατρόμητο πνεύμα της. Καθώς ο έρωτας ανθίζει ανάμεσα στους δυο τους, η ανεξέλεγκτη βία των συμμοριών συμπαρασύρει τον Κλοτέρ σε σκοτεινά μονοπάτια και βρίσκεται φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Μετά από πολλά χρόνια χώρια, ζώντας διαμετρικά διαφορετικές ζωές, θα έρθουν και πάλι κοντά.

Επτά Πέπλα

(“Seven Veils”) Δραματική ταινία, καναδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ατόμ Εγκογιάν, με τους Αμάντα Σέιφριντ, Ντάγκλας Σμιθ, Βανέσα Αντουάν, Μαρκ Ο’Μπράιαν κα.

Ο Ατόμ Εγκογιάν επιστρέφει, έπειτα από τέσσερα χρόνια, με τα γνώριμα μοτίβα της φιλμογραφίας του, τις προσωπικές και οικογενειακές πληγές, τις ιστορίες από το παρελθόν και τις τραυματικές αναμνήσεις, τοποθετώντας ως μέσω την τέχνη και την όπερα «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους.

Ο Καναδός, αρμενικής καταγωγής, σκηνοθέτης, με μια άνιση πορεία μέχρι στιγμής, με εξαιρετικές δουλειές («Exotica», «Το Γλυκό Πεπρωμένο») και μετριότατα φιλμ («Γράμματα από το Παρελθόν», «Τα δεσμά του διαβόλου»), εμπνεύστηκε την ταινία, όταν του ανέθεσαν να ανεβάσει την εν λόγω όπερα του Στράους για λογαριασμό της Canadian Opera Company. Μάλιστα, θα χρησιμοποιήσει σκηνές από το θεατρικό βοηθητικά στην ταινία του, όπως και μέλη του καστ.

Η σκηνοθέτις θεάτρου Τζανίν έχει αναλάβει την αναβίωση του πιο διάσημου έργου του εκλιπόντος μέντορα και εραστή της, την όπερα «Σαλώμη». Ενώ εργάζεται στην παραγωγή του έργου, το οποίο αφορά στο τραύμα της πρωταγωνίστριας Σαλώμη, η Τζανίν πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί αρκετές σχέσεις στη ζωή της. Ταυτόχρονα, το ταξίδι της διασταυρώνεται με αυτό αρκετών μελών του συνεργείου με απροσδόκητους τρόπους. Καθώς η βραδιά έναρξης πλησιάζει, αυτές οι επιθυμίες και φιλοδοξίες της αρχίζουν να συγκρούονται και η ιστορία της Σαλώμης αποκτά νέο νόημα για την Τζανίν.

Η ταινία, που ακολουθεί δυο παράλληλες ιστορίες, τις προσπάθειες για το ανέβασμα της όπερας και τις δυσκολίες που συναντά η πρώην ηθοποιός και νυν σκηνοθέτρια Τζανίν, που είχε υποδυθεί τη Σαλώμη και απ’ την άλλη τον καθοριστικό επηρεασμό της από το έργο και τα όσα τη συνδέουν με αυτό.

Τα κοινά σημεία της ζωής της Τζανίν με τη «Σαλώμη», οδηγούν την ηρωίδα να ξαναζήσει τα ψυχικά της νεανικά τραύματα, τα οποία προσπαθεί να απωθήσει μέσω της καλλιτεχνικής επιτυχίας της. Η πολυσύνθετη ψυχοσύνθεσή της αναδεικνύονται από τον Εγκογιάν, αν και επικεντρώνεται περισσότερο στο ανέβασμα της όπερας παρά στην υπαρξιακή αγωνία της ηρωίδας του.

Το οπερατικό φυσικά κυριαρχεί και στην ταινία, ενώ αρκετές ιδέες του Εγκογιάν, όπως αυτές με τη χρήση των σόσιαλ μίντια και των ποντκάστ στην αποκάλυψη γεγονότων, βρίσκουν στόχο, αλλά από ένα σημείο και μετά φαίνεται μάλλον αδύνατο να διαχειριστεί το μέγεθος της ιστορίας που άνοιξε και αρκείται σε εύκολες λύσεις, που αφήνουν απορίες και υποβιβάζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Η Αμάντα Σέιφριντ, δεν είναι κακή, αλλά σίγουρα ο ρόλος θα απαιτούσε ένα άλλο μέγεθος, μία ηθοποιό που μπορεί να εξωτερικεύσει τις χαρακιές στην ψυχή της, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες μένουν χωρίς υπόβαθρο, σαν περαστικές φιγούρες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια σκηνοθέτρια αναλαμβάνει την αναβίωση του πιο διάσημου έργου του πρώην μέντορά και εραστή της, της όπερα «Salome». Καθώς εργάζεται στην παραγωγή, επαναδιαπραγματεύεται αρκετές σχέσεις στη ζωή της.

Έχω Κάτι να Πω

Κωμωδία, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Στράτου Τζίτζη, με τους Αντίνοο Αλμπάνη, Ζέτα Δούκα, Βίβιαν Κοντομάρη, Γιάννη Ζουγανέλη, Βίβιαν Κοντομάρη, Χρήστο Σαπουντζή κα.

Κωμωδία, σάτιρα, καυστικό σχόλιο για το ελληνικό σινεμά, είναι τούτη η ταινία του Στράτου Τζίτζη, έξι χρόνια έπειτα από το «Night Out». Ο Έλληνας σκηνοθέτης, που έγινε γνωστός από την κωμωδία «Η Αγάπη Είναι Ελέφαντας», επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, διασκευάζοντας το δικό του ομότιτλο βιβλίο, που έγραψε μέσα στην πανδημία και το οποίο αφορά τις φιλοσοφικές του σκέψεις πάνω στη συγγραφή σεναρίων και τη δημιουργία ταινιών.

Ο Σταύρος, ένας σκηνοθέτης που πιστεύει ότι τα σενάρια πρέπει να έχουν βαθύτερο νόημα, διδάσκει σε μια σχολή κινηματογράφου μπροστά σε ελάχιστους μαθητές. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά του. Αμέσως μετά, αποφασίζει να γράψει τις σκέψεις του για το βαθύτερο νόημα σε ένα βιβλίο, που όμως απ’ ό,τι φαίνεται αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Τότε βρίσκει μία απρόσμενη αναγνώστρια.

Αυτοαναφορική κωμωδία, μία παρακινδυνευμένη επιλογή, που μπορεί να οδηγήσει μια ταινία στην καταστροφή, αλλά ο Τζίτζης το αποφεύγει ως ένα βαθμό, καθώς διαθέτει, τουλάχιστον και αυτοσαρκασμό και ξεκόβει με τη σοβαροφάνεια. Ο σκηνοθέτης σατιρίζει την τρέχουσα κινηματογραφική κατάσταση, με οξύτητα, με τον ήρωά του – έναν αποτυχημένο σκηνοθέτη που δεν μπορεί να βρει τον δρόμο του, καθώς η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή έχει εγκλωβιστεί σε ένα κυνήγι φεστιβαλικών ξένων βραβείων, για να επιβεβαιωθεί.

Η φιλοσοφική διάθεσή του, μοιάζει περισσότερο με φλυαρία, αν και η διάθεση για διακωμώδηση των όσων συμβαίνουν στην υπόθεση σώζει πραγματικά την ταινία. Ο αυτοσαρκασμός του και η σατιρική του πρόθεση, για τον ελληνικό κινηματογράφο, τους εκδοτικούς οίκους και την τηλεόραση, είναι διασκεδαστικές και ελκυστικές για το σινεφίλ κοινό, παρότι τελικά το στόρι εμφανίζει προβλήματα, καθώς το προσχηματικό σενάριο, μεταφέρει απλώς τις απόψεις του Τζίτζη για τα παραπάνω θέματα, τα οποία πολλά απ’ αυτά είναι μάλλον χιλιοειπωμένα και κάποια δεν αφορούν το κοινό.

Ο Αντίνοος Αλμπάνης είναι το alter ego του σκηνοθέτη και το παλεύει όσο μπορεί, ο Γιάννης Ζουγανέλης λέει πειστικά τις καλύτερες ατάκες της ταινίας, ενώ παρελαύνει και μια σειρά από γκεστ, που ανατροφοδοτεί την επιφανειακή προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Σταύρος, ένας σκηνοθέτης διδάσκει σε μια σχολή κινηματογράφου και ελλείψει σπουδαστών χάνει τη δουλειά του. Τότε θα σκεφτεί να γράψει ένα βιβλίο για το βαθύτερο νόημα, αλλά και πάλι δεν ενδιαφέρεται κανένας γι’ αυτό.

Τhe Opera! Άριες για έναν Έρωτα

(“The Opera! Arias for an Eclipse”) Δραματικό μιούζικαλ, ιταλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Νταβίντε Λιβερμόρε και Πάολο Τζεπ Κούκο, με τους Βαλεντίνο Μπούτσα, Μάριαμ Μπατιστέλι, Βενσάν Κασέλ, Ρόσι ντε Πάλμα, Φανί Αρντάν κα.

Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μεταφέρεται διασκευασμένη στη μεγάλη οθόνη σε μια υβριδική ταινία, των πρωτοποριακών σκηνοθετών της όπερας, των Νταβίντε Λιβερμόρε και Πάολο Τζεπ Κούκο, ενώ τα κοστούμια έχει αναλάβει ο οίκος υψηλής ραπτικής Dolce & Gabbana.

Μια υπερφιλόδοξη παραγωγή, που επιχειρεί να ενώσει την όπερα με το σινεμά, με εντυπωσιακό τρόπο και τεχνικές στις οποίες πρωταγωνιστούν τα ψηφιακά εφέ, πέρα από τους καταξιωμένους πρωταγωνιστές του λυρικού θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως είναι οι Έργουιν Σροτ (τενόρος) Βαλεντίνο Μπούτσα (τενόρος), Μάριαμ Μπατιτσέλι (σοπράνο) και Βενσάν Κασέλ, Φανί Αρντάν και Ρόσι ντε Πάλμα.

Ουσιαστικά ο κινηματογράφος – και η υψηλή τεχνολογία που τον συνοδεύει πλέον -χρησιμεύει ως το όχημα που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την κλασική οπερατική ιστορία, για ένα μεταφυσικό ταξίδι στη μετά θάνατον ζωή, όπου η φαντασία καλπάζει και η εικαστική δύναμη των εικόνων συνεπαίρνει.

Το στόρι ξεκινά με τη ευτυχισμένη μέρα ενός γάμου, η οποία θα πάρει τραγική τροπή όταν η Ευρυδίκη σκοτώνεται και απάγεται από τον Μεφιστοφελή. Ο Ορφέας ξεκινά μια αναζήτηση για να διεκδικήσει ξανά την καρδιά της αγαπημένης του, με τη βοήθεια ενός ταξιτζή.

Η εναρκτήρια σεκάνς, που διαδραματίζεται σε μια πόλη εμπνευσμένη από τους μεταφυσικούς πίνακες του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ξετυλίγεται με δραματική ένταση, χρησιμοποιώντας τεχνικές που θυμίζουν την «Αμαρτωλή πόλη», με αποκορύφωμα μια καταδίωξη αυτοκινήτου που οδηγεί στο Ξενοδοχείο Άδης, του κάτω κόσμου.

Μεγάλο μέρος του κάτω κόσμου είναι αποτέλεσμα ψηφιακών ειδικών εφέ, καθώς σχεδόν όλη η ταινία γυρίστηκε σε εικονικό σετ. Η μπαρόκ οπτική του Λίβερμορ, μαζί με τη χλιδή της παραγωγής, είναι εμφανής σχεδόν σε κάθε πλάνο και κάθε σεκάνς να στέκεται ως ξεχωριστό επεισόδιο, με τον δικό της συμβολισμό. Ταυτόχρονα οι σκηνοθέτες, παίζουν με το κλασικό σινεμά, όπως στη σκηνή με τον Ορφέα να παίζει σκάκι με τον Μεφιστοφελή, παραπέμποντας στη δημιουργία του Μπέργκμαν και με το μοντέρνο σινεμά, όπως στη σκηνή που ο Ορφέας παγιδεύεται σε ένα τεράστιο βιομηχανικό πλυντήριο στο υπόγειο του ξενοδοχείου.

Όμως, οι δυο σκηνοθέτες δεν σταματούν εδώ, αλλά σε αυτή τη σύζευξη όπερας και μιούζικαλ, συνδυάζουν παραδοσιακές άριες με σύγχρονα ηλεκτρονικά ηχητικά μοτίβα, ξεπερνώντας τα όρια των θαυμαστών της όπερας και φέρνοντας πολύ κοντά το κλασικό με το μοντέρνο.

Έτσι, τελικά, έχουμε ένα επιβλητικό υπερθέαμα, όπου η μόδα, μαζί με το λυρικό θέατρο, έχουν ως οδηγό το σινεμά, αλλά τελικά θα αφήσει μάλλον ανικανοποίητους και τους λάτρεις της όπερας και τους σινεφίλ.

Όπως είναι ευνόητο, οι ηθοποιοί περνούν σε δεύτερο πλάνο, καθώς τα ψηφιακά εφέ, τα κοστούμια-σκηνικά και η υπεροψία έναντι του κινηματογράφου από τους σκηνοθέτες της όπερας, βουλιάζουν το πολυσύνθετο εγχείρημα στον κάτω κόσμο της φιλμογραφίας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας ξαφνικός πυροβολισμός καταστρέφει το όνειρο δύο ερωτευμένων τη μέρα του γάμου τους. Η μοίρα του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι σκληρή: τη μέρα που ήθελαν να επισφραγίσουν την αγάπη τους, η ψυχή της Ευρυδίκης παίρνει τον δρόμο για τον κάτω κόσμο.

Ένας Απλός Άνθρωπος

(“A Working Man”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Άγιερ, με τους Τζέισον Στέιθαμ, Μάικλ Πένια, Ντέιβιντ Χάρμπουρ κα.

Η σκηνή τα λέει όλα: Ο Τζέισον Στέιθαμ περικυκλώνεται από πέντε έξι αγριωπούς και θηριώδεις μπράβους, εκείνος τους λέει «εντάξει, ας παίξουμε» και τους πλακώνει σε άγριες φάπες. Θέλετε κι άλλη σκηνή; Ο Τζέισον Στέιθαμ περικυκλώνεται από δέκα θηριώδεις τύπους….

Το απόλυτο ντε ζαβού, με τη διαφορά ότι δεν έχουμε τον Λίαμ Νίσον αλλά τον Τζέισον Στέιθαμ να πλακώνει τους «κακούς» και όποιους άλλους βρεθούν στο δρόμο του, σε αυτή την τυποποιημένη δυναμική περιπέτεια, το σενάριο της οποίας υπογράφει η αδάμαστη πένα του Σιλβέστερ Σταλόνε και τη σκηνοθεσία ο καλός υπάλληλός τους Ντέιβιντ Άγιερ.

Ο μοναχικός Λέβον Κέιντ, που παραιτήθηκε από τις ειδικές δυνάμεις, διάγει μία απλή ζωή δουλεύοντας στην οικοδομή. Όταν η κόρη του αφεντικού και φίλου του, που τον θεωρεί οικογένειά του, θα απαχθεί, από κύκλωμα λευκής σαρκός και η αστυνομία αδυνατεί να κάνει κάτι, θα θυμηθεί την τέχνη του και θα κάνει τα πάντα για να τη φέρει πίσω. Όμως, δεν έχει να κάνει με απλούς εγκληματίες, αλλά με ένα οργανωμένο κύκλωμα πολύ μεγαλύτερο που φτάνει στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας.

Η ταινία, που μπροστά της τα «Transporter» ή τα «Μούτρο 1,2,& 3» μοιάζουν αριστουργήματα, επαναλαμβάνει σχεδόν το γνώριμο στόρι των ταινιών: βετεράνος κομάντο «ξυπνά» και κομματιάζει τους κακούς, που απειλούν έναν δικό τους άνθρωπο. Βεβαίως, η ταινία, που δεν αντέχει στην κριτική, έχει την πλάκα της αλλά και το ενδιαφέρον της, τουλάχιστον ως κουίζ για το ποιος μπορεί να βρει το επόμενο πλάνο, την επόμενη ατάκα ή άλλα στοιχεία της υπόθεσης.

Ο Άγιερ, δεν έχει και πολύ δουλειά να κάνει, καθώς απλώς πρέπει να βρει αυτούς που θα τις «φάνε» από το απόλυτο όπλο που λέγεται Στέιθαμ, ενώ ο Σταλόνε έχει βάλει και τη συγγραφική του πινελιά, παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες, καθώς τοποθετεί τη διαφθορά και το έγκλημα στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας στην Αμερική.

Εννοείται ότι θα υπάρξει και σίκουελ, με τον Στέιθαμ να καρπαζώνει ακόμη περισσότερους «κακούς», όχι όμως και τον Σταλόνε.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν μια συμμορία εμπορίας ανθρώπων αρπάζει την κόρη ενός φίλου του, ο βετεράνος των κομάντο και νυν οικοδόμος Λέβον Κέιντ θα αναλάβει να τη φέρει πίσω σώα, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο διαφθοράς πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι μπορούσε να φανταστεί.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Οντότητα

(“Oddity”) Ταινία τρόμου ή ψυχολογικό θρίλερ ή και τα δυο μαζί, στη δεύτερή του ταινία (ιρλανδικής παραγωγής 2024) ο Ντέμιαν ΜακΚάρθι θα καταφέρει να δημιουργήσει μια έντονη ατμόσφαιρα μυστηρίου και αρκετές ανατριχίλες. Το φιλμ, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πρώτη ταινία του «Caveat», καθώς γυρίστηκε στα ίδια σκηνικά, ενώ κοινό στοιχείο των δυο ταινιών είναι η κούκλα λαγός.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια απομονωμένη έπαυλη της επαρχίας, όπου δολοφονήθηκε μυστηριωδώς μία γυναίκα. Τη νύχτα που συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον ανεξιχνίαστο φόνο της, η δίδυμη αδελφή της, ένα τυφλό μέντιουμ, επισκέπτεται την έπαυλη, ισχυριζόμενη ότι γνωρίζει ποιος έκανε τον φόνο.

Ο ΜακΚάρθι, χρησιμοποιώντας τα βασικά συστατικά του horror και τους μηχανισμούς του, θα καταφέρει να χτίσει επαρκώς ένα αποπνιχτικό κλίμα αβεβαιότητας και φόβου, κρατώντας τον θεατή σε εγρήγορση και παραδίδει μία αξιοπρεπή ταινία, που σίγουρα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και θα ικανοποιήσει τους φαν του είδους.

Πρωταγωνιστούν οι Γουίλιαμ Λι, Κάρολιν Μπράκεν, Τάιγκ Μέρφι, Τζόναθαν Φρεντς κα.

Θρίαμβος

(“Triumph”) Κωμωδία, βουλγαρικής και ελληνικής παραγωγής του 2024, των Κριστίνα Γκρόσεβα και Πέταρ Βαλτσάνοβ, που ήταν η επίσημη συμμετοχή της Βουγλαρίας για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Το παράλογο έρχεται και δένει με τα προβλήματα μιας χώρας σε μετάβαση από τον κομμουνισμό στα δυτικά πρότυπα.

Στον χαοτικό απόηχο της πτώσης του κομμουνισμού, μια ομάδα κρούσης αποτελούμενη από υψηλόβαθμους αξιωματικούς του βουλγαρικού στρατού αναλαμβανει μια άκρως μυστική επιχείρηση σε ένα χωριό, με στόχο να βρουν ένα δυσεύρετο εξωγήινο αντικείμενο που μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας και να ξανακάνει «μεγάλη» τη Βουλγαρία.

Η ταινία, της οποίας έκανε το μοντάζ ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, έχει αρκετές ξεκαρδιστικές σκηνές, κάποιες τολμηρές ιδέες και ιδιαίτερη αισθητική, αλλά και αδυναμίες, απ’ αυτές που δεν μπορεί να ξεφύγει και το νέο ελληνικό σινεμά. Πρωταγωνιστούν οι Μαρία Μπακάλοβα, Μαργκίτα Γκόσεβα, Τζούλιαν Βέργκοφ, Ιβάν Σάβοφ, ενώ τη μουσική υπογράφει ο Θοδωρής Οικονόμου.

Some Rain Must Fall

(“Kong Fang Jian Li De Nv Ren”) Ακόμη μία φεστιβαλική ταινία, από την Κίνα και τον Κιου Γιανγκ, που κάνει το ντεμπούτο του. Μακρινά σκοτεινά πλάνα και μια θολή περίπλοκη ιστορία, για μια 40χρονη που ψάχνει να βρει τον εαυτό της, ενώ σε έναν αγώνα μπάσκετ της κόρης της τραυματίζει άθελά της μία ηλικιωμένη και ακολουθούν μία σειρά γεγονότων εκτός ελέγχου. Επιτηδευμένη σκηνοθεσία, σενάριο αναιμικό και αλαζονικό ύφος, σε μια ταινία που απευθύνεται μόνο σε αυτούς που ψάχνουν για ταλέντα στις πιο απίθανες γωνιές του παγκόσμιου σινεμά.

Λατρεία – Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (μου)

Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2024, το τρίτο του Μελέτη Μοίρα, που αυτή τη φορά προσπαθεί να δώσει απαντήσεις για το πως αντιλαμβανόμαστε το καλτ και ποιες ταινίες διαμόρφωσαν τον όρο για τα ελληνικά δεδομένα.

Το σινεφιλικό φιλμ εξερευνά το καλτ φαινόμενο κυρίως μέσα από τις ταινίες «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη και το επεισόδιο «Βιετνάμ» από το «Όλα είναι Δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες δημιουργών, συντελεστών, αλλά και δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και επαγγελματιών του χώρου.

Πολιτισμός
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Newsit Blogs
Πολιτισμός: Περισσότερα άρθρα
Οι ταινίες για την Επανάσταση του 1821, οι γραφικότητες του ελληνικού σινεμά, οι φανφάρες και τα… πλονζόν
Στην πλειονότητά τους οι ταινίες για την εθνική παλιγγενεσία, πολλές από τις οποίες γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της Χούντας είχαν αποκλειστικό στόχο την προπαγάνδα με εθνικιστικές κορώνες και ηρωικές φανφάρες
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Παπαφλέσσα στην ταινία «Η μεγάλη στιγμή» του 1971
«Πικρές Αλήθειες», «Γράμματα από τη Σικελία», «Σάουντρακ για ένα Πραξικόπημα» και άλλες τέσσερις ταινίες από σήμερα στα σινεμά
Το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ «Σάουντρακ για Ένα Πραξικόπημα», υποψήφιο για Όσκαρ, ξεχωρίζει εμφανώς από τις σημερινές πρεμιέρες στους κινηματογράφους
Στιγμιότυπο από την ταινία Soundtrack to a Coup d' État