–κι όχι μόνο κόκκινα–, ποιος δεν έσπασε κάποια; Και σίγουρα όλοι έχουν τσουγκρίσει από ένα! Γιατί, όπου κι αν πας το Πάσχα, όπου κι αν βρεθείς, τα κόκκινα αβγά «καραδοκούν».
Είναι, βλέπεις, το έθιμο και μάλιστα μια διαδικασία αγαπητή στα παιδιά. Ίσως για το βαθύ κόκκινο χρώμα, ίσως γιατί συμμετέχουν κι εκείνα, ίσως πάλι γιατί φαντάζει αστείο το ενδεχόμενο να σπάσεις και κανένα. Κόκκινα αβγά λοιπόν και μία Πέμπτη αλλιώτικη, Μεγάλη Πέμπτη, οπότε μάνα και παιδιά, μπορεί και η γιαγιά, μαζεύονται γύρω από το τραπέζι με τα απαραίτητα υλικά. Τα αβγά πρωταγωνιστούν, ενώ το κόκκινο κυριαρχεί. Κόκκινη βαφή ή πατζάρια –για τους πιο παραδοσιακούς– ξίδι και νερό στην κατσαρόλα και λάδι για το γυάλισμα στο τέλος. Η φωτιά να καίει και η «δημιουργία» ξεκινάει.
Μια δημιουργία που κρατάει αιώνες και αποδίδεται στη δυσπιστία μίας γυναίκας. Φορτωμένη με ένα καλάθι γεμάτο αβγά συνάντησε στο δρόμο περαστικούς. «Ο Χριστός αναστήθηκε», της είπαν, μα εκείνη δεν τους πίστεψε. «Αν είναι αλήθεια, να κοκκινίσουν τ’ αβγά μου», αποκρίθηκε και τότε μεμιάς τα αβγά της έγιναν κατακόκκινα. Έτσι λένε πως έγινε κι από τότε βαστάει το έθιμο αυτό, κι από τότε τα αβγά βάφονται κόκκινα, για να τιμηθεί η θυσία του Χριστού. Έτοιμα λοιπόν και καλογυαλισμένα, να περιμένουν να φαγωθούν την Κυριακή του Πάσχα!
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, δηλαδή από το Σάββατο πριν το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάζεται και Σάββατο του Λαζάρου και είναι αφιερωμένο στο τρίτο θαύμα ανάστασης που έκανε ο Χριστός. Ήταν ο Λάζαρος που αναστήθηκε και το όνομά του πέρασε στα νέα κορίτσια με τα πανέρια τους στολισμένα με λουλούδια. Οι γνωστές «Λαζαρίνες», έθιμο του λαού μας, τη μέρα εκείνη γυρνούν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας καλάθια ανθοστόλιστα με άνθη μαζεμένα από την προηγούμενη μέρα. Γυρνούν και τραγουδούν:
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν, Λάζαρε, πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, στους πεθαμένους.
Δεν μου φέρνετε λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι;
Δεν μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
που ‘ν’ το στόμα μου σαν περιβόλι;
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ,
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω, Λάζαρε, και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ‘φερε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε κι εσύ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αβγά
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια των Βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή
τρώνε το παχύ τ’ αρνί.»
Και σαν τελειώσουν το τραγούδι, τα καλάθια τους γεμίζουν φρούτα, φαγητά και λεφτά, όχι ως εκ θαύματος, αλλά από τα χέρια του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς που τις καλοδέχεται και τις προσμένει σαν μία ανάσταση και αναγέννηση της βλάστησης και της φύσης.
«Κάψτε τον, κάψτε τον», σαν να ακούω το πλήθος να φωνάζει με πάθος να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα που στέκει ψηλά, κρεμασμένο σε δέντρο, για να το βλέπουν όλοι. Να βλέπουν όλοι την τιμωρία ενός προδότη, για να μάθουν όλοι πως η προδοσία επιτάσσει τιμωρία. Έθιμο κι αυτό ξεχωριστό που απαντά σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλού τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλού μετά την Ανάσταση κι αλλού πάλι τη Δευτέρα του Πάσχα. Ένας Ιούδας φτιαγμένος από ξύλο που οι κάτοικοι παραγεμίζουν με άχυρα κι αντί για μάτια τοποθετούν εκρηκτικά, ώστε η τιμωρία να είναι «εκρηκτική» και παραδειγματική. Όχι μόνο έθιμο αλλά και εντυπωσιακό θέαμα που προσελκύει επισκέπτες ασχέτως εντοπιότητας. Παμπάλαιες οι ρίζες του και η αναβίωσή του ίσως και μία αφορμή να αναλογιστούμε και τις δικές μας συμπεριφορές!
Γεωργία Ανάγνου – Μουσειοπαιδαγωγός
Τμήμα Μουσειοπαιδαγωγών
Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος»
Αυτά και άλλα πολλά μπορεί να μάθουν οι μικροί μας φίλοι στα κυριακάτικα