Στις 11 Μαΐου330 μ.Χ. και μετά από έξι χρόνια εργασιών πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης. Είχε προηγηθεί. το 324, η απόφαση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα ανατολικά, ισότιμη με τη Ρώμη.
Για το σκοπό αυτό ο Κωνσταντίνος επέλεξε την αρχαία πόλη Βυζάντιο, λόγω της στρατηγικής της θέσης.
H μεγαρική αποικία που ιδρύθηκε το 660 π.Χ. και έφερε το όνομα Βυζάντιο έμελλε να δανείσει το όνομά της σε μια χρονική περίοδο 11 αιώνων, τη βυζαντινή, και να γίνει πρωτεύουσα με το όνομα του ιδρυτή της Κωνσταντίνου.
Η μετάθεση της πρωτεύουσας και η επιλογή της νέας θέσης δεν ήταν τυχαία. Υπαγορεύτηκε κυρίως από στρατιωτικούς λόγους. Η θέση της πόλης ανάμεσα σε δύο ηπείρους, τριγυρισμένη από θάλασσα, την καθιστούσε όχι μόνο καίριο στρατιωτικό σημείο αλλά και σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Aζοφική.
Κίνητρο στην απόφαση του Κωνσταντίνου να εγκατασταθεί στη νέα πρωτεύουσα αποτέλεσε η εξάπλωση της νέας θρησκείας. Η στροφή του προς το Χριστιανισμό συνδυάστηκε με την απομάκρυνσή του από μια πόλη που είχε γίνει επίκεντρο ειδωλολατρίας, τη Ρώμη. Παρόμοιοι λόγοι συνέβαλαν και στην απόφασή του να στολίσει τη νέα πρωτεύουσα με μια σειρά λαμπρών εκκλησιών. Έκτισε ακόμη πολλά δημόσια οικοδομήματα, μετέφερε έργα τέχνης, υποχρέωσε τους μισθωτές αυτοκρατορικών γαιών στη Μικρά Ασία και τον Πόντο να κτίσουν εκεί σπίτια και τους απάλλαξε από τους φόρους που βάρυναν τις επαρχίες έξω από την Ιταλία.
Επίσημη γλώσσα της Κωνσταντινούπολης ήταν η λατινική, αν και στην πλειοψηφία του ο πληθυσμός μιλούσε ελληνικά. Προνόμια των κατοίκων της “Νέας Ρώμης” αποτελούσαν οι φθηνές τιμές των σιτηρών από το 332 αλλά και η καθημερινή διανομή άρτου.