Εκεί, έπεσαν στα «δίχτυα» διακινητών που τους έκλεψαν χρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεχίσουν όλοι μαζί για τον τελικό προορισμό. Η οικογένεια χωρίστηκε στα δύο. Η μητέρα και ο αδελφός της ταξίδεψαν μόνοι προς την Ολλανδία, όπου έφτασαν και βρίσκονται εδώ και περίπου έναν χρόνο. Η Ζέινεμπ έμεινε πίσω για να φροντίζει τον πατέρα και την 7χρονη αδελφή της. Ο πατέρας δούλεψε σκληρά για να συγκεντρώσει χρήματα. Δανείστηκε και από συγγενείς και φίλους. Στα μάτια του ήταν μόνον το όνειρο της οικογένειας, που ξανασμίγει.
Σήμερα, η 13χρονη με το πλατύ χαμόγελο, ζει μέσα στο «δάσος» των σκηνών που απλώνεται στα χωράφια γύρω από τον καταυλισμό και ελπίζει πως σύντομα θα βρεθεί στην αγκαλιά της μητέρας της. «Όταν ήμουν με τη μαμά μου, αυτή έκανε τα πάντα. Όταν όμως έφυγε, έπρεπε εγώ να αναλάβω τη φροντίδα της οικογένειας» λέει και εξηγεί: «Πρέπει να τακτοποιώ τα ρούχα, να καθαρίζω τη σκηνή και να δίνω φαγητό στην αδελφή μου».
Ξυπνάει το πρωί, πλένει τα δόντια της και το πρόσωπό της και επιστρέφει στη σκηνή, για ν΄ αφήσει χρόνο στον πατέρα της να φορτίσει το κινητό του τηλέφωνο, το μόνο «μέσο» επικοινωνίας με τη μητέρα και τον αδελφό της. Μαζί με τη θεία της -που ταξιδεύει μαζί τους με τα παιδιά, καθώς έχει χάσει τον άνδρα της και χρειαζόταν κάποιον να την προστατεύει στο δύσκολο ταξίδι- ετοιμάζουν το μεσημεριανό φαγητό στη φωτιά, που ανάβουν από νωρίς μπροστά από τις σκηνές τους. Μετά το φαγητό, η Ζέινεμπ τακτοποιεί και πάλι τη σκηνή, φτιάχνει τσάι και, όταν έχει ελεύθερο χρόνο, παίζει με την αδελφή της και θυμάται τα ξέγνοιαστα χρόνια στη Συρία.
Κάπως έτσι, «με πολλές δουλειές» -όπως λέει χαριτολογώντας- μέτρησε ήδη 17 μέρες στην Ειδομένη. Δεν βλέπει την ώρα να φύγει. Θέλει να συνεχίσει το σχολείο, για να γίνει «σπουδαίος άνθρωπος» και να είναι υπερήφανη για τον εαυτό της. Έχει έφεση στις ξένες γλώσσες και στην ερώτηση τι δουλειά θέλει να κάνει όταν μεγαλώσει, απαντά σε θαυμάσια αγγλικά: «Δασκάλα γλωσσών».
Κουράστηκε να ζει διαρκώς μέσα στον βούρκο της Ειδομένης. Κυρίως όμως αγωνιά για το μέλλον της. Μαζί με τον πατέρα, την αδελφή, τη θεία και τα παιδιά της περπάτησαν ώρες, το μεσημέρι της Δευτέρας, προς το χωριό Χαμηλό, όπου διασχίζοντας με κίνδυνο της ζωής τους τον χείμαρρο είχαν την ελπίδα ότι θα περάσουν τα σύνορα και θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Μόνο όταν είδαν τους στρατιώτες της πΓΔΜ ανεπτυγμένους στην περιοχή, αποφάσισαν να επιστρέψουν.
«Μείναμε ένα βράδυ στην ύπαιθρο βρεγμένοι και κατάκοποι και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω, αφού είδαμε πως όσοι πέρασαν, είχαν συλληφθεί» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η θεία της Ζέινεμπ. Η 13χρονη, όμως, τονίζει πως δεν φοβήθηκε στιγμή. Ούτε καν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, αφού -όπως λέει- ένιωθε την ασφάλεια στην αγκαλιά τού πατέρα της.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ