«Ένα νεκροταφείο, πραγματικό παλίμψηστο για τα αρχαιολογικά δεδομένα της περιοχής, ανασκάφτηκε το φετινό καλοκαίρι στη θέση Μακριά Ράχη Καράβου στο Αλιβέρι από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας, καθώς κατά τη διενέργεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας σε ιδιωτικό αγροτεμάχιο, διαπιστώθηκε η συνεχής χρήση του για περισσότερο από 2.500 χρόνια».
Τα παραπάνω γνωστοποιεί με ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το οποίο πληροφορεί για τις ανακαλύψεις που έγιναν κατά χρονολογική σειρά, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τρεις εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας σφραγιδόλιθοι, που βρέθηκαν σε ασύλητο θαλαμοειδή τάφο του 1300-1100 π.Χ.
«Στον πρώτο, παριστάνεται αίγαγρος που δέχεται επίθεση από δύο λύκους, στον δεύτερο, ελάφι σε συνεστραμμένη στάση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει ο τρίτος σφραγιδόλιθος, από σάρδιο, στον οποίο παριστάνεται όρθια μιξογενής δαιμονική μορφή (Minoangenius) που μεταφέρει στους ώμους ένα νεκρό ελάφι. Το ίδιο ακριβώς θέμα συναντάται σε σφραγιδόλιθο από την Κρήτη και σε ελεφάντινο πλακίδιο από τη Θήβα», αναφέρει στην ανακοίνωσή του το ΥΠΠΟΑ.
«Η φετινή ανασκαφή έρχεται να προσθέσει πολύτιμες πληροφορίες για τους κατοίκους του οικισμού που ανασκάφτηκε κατά την ανέγερση του νέου εργοστασίου της ΔΕΗ στην ίδια περιοχή, τα έτη 2007-2014. Από τα κτερίσματα των τάφων που ερευνήθηκαν, προκύπτει ότι οι κάτοικοι του παράκτιου οικισμού στον Κάραβο Αλιβερίου, αξιοποιώντας το φυσικό λιμένα, είχαν αναπτύξει σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Στη μυκηναϊκή εποχή, οι σχέσεις αυτές έφταναν έως την Κρήτη», προσθέτει το ΥΠΠΟΑ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση, βρέθηκαν:
«Α) Ασύλητος κτιστός λακκοειδής τάφος της Πρωτοελλαδικής ΙΙΒ εποχής (Φάση Λευκαντί Ι – Καστρί 2.400-2.300 π.Χ.), μνημειώδους κατασκευής. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με ποταμίσια άμμο και το εσωτερικό του, σε δεύτερη φάση, είχε χωριστεί με εγκάρσιο τοίχο σε δύο τμήματα. Στο ανατολικό τμήμα εντοπίστηκε ταφή σε ανακομιδή, κτερισμένη με ζεύγος χρυσών ενωτίων, μία ασημένια και δύο χάλκινες περόνες. Στο δυτικό τμήμα εντοπίστηκε κατά χώραν ταφή σε συνεσταλμένη στάση, κτερισμένη με χάλκινο εγχειρίδιο, αιχμή βέλους και στιλβωμένη ραμφόστομη σφαιρική πρόχου.
Σε μικρή απόσταση από τον τάφο, εντοπίστηκε κεφαλή μαρμάρινου κυκλαδικού ειδωλίου τύπου Λούρου (3.200-2800 π.Χ.).
Β). Ασύλητος θαλαμοειδής τάφος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ-Γ εποχής (1300-1100 π.Χ.) με διάμετρο θαλάμου 2,40 μ. και μήκος δρόμου 7,50 μ. Περιείχε 11 ταφές σε ανακομιδή και μία κατά χώραν. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν 6 ακέραια και τουλάχιστον άλλα 7 θραυσμένα αγγεία, κυρίως ψευδόστομοι αμφορίσκοι, αλάβαστρα, πρόχους και κύπελλο, χάλκινη πόρπη, 53 σφονδύλια από στεατίτη, λίθινες χάντρες, περίτεχνα κομβία από ελεφαντόδοντο και τρεις εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας σφραγιδόλιθοι. […].
Στη ρωμαϊκή εποχή, τμήμα της στέγης του τάφου κατέπεσε και χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης, χωρίς να διαταραχθούν τα κατώτερα ταφικά στρώματα. Από τα ανώτερα στρώματα προήλθαν πολλά οστά ζώων και τμήματα αγγείων της ρωμαϊκής εποχής (1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.).
Γ). Συνολικά, 24 ακόμη τάφοι, δύο εγχυτρισμοί και μία καύση ύστερων κλασικών (τέλη 4ου αι. π.Χ.), ελληνιστικών (3ος-1ος αιώνας π.Χ.) και ρωμαϊκών χρόνων (1ος-3ος αιώνας μ.Χ.), σε συστάδες των 2 έως 4 τάφων, ερευνήθηκαν στο ίδιο αγροτεμάχιο. Από τους τάφους, 7 ανήκουν στον τύπο του κεραμοσκεπούς καλυβίτη, 16 στον τύπο του απλού λακκοειδούς με κάλυψη από ακατέργαστες πλάκες και ένας κτιστός κιβωτιόσχημος ρωμαϊκών χρόνων.
Από την έρευνά τους έχουν προέλθει χρυσό ενώτιο, οστέινη περόνη, χάλκινα νομίσματα, μελαμβαφή μικρογραφικά αγγεία του 4ου αιώνα π.Χ., όπως ληκύθια, πυξίδα, πήλινο ειδώλιο χοίρου, άβαφη τριφυλλόσχημη οινοχόη και πρόχους ρωμαϊκών χρόνων.
Τέλος, εντοπίστηκε ένας υπόσκαφος και εν μέρει κτιστός αγωγός ρωμαϊκών χρόνων, που διατρέχει το νεκροταφείο με διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ, σε μήκος περίπου 25 μ. και πιθανότατα προμήθευε με νερό παρακείμενο λουτρό παλαιοχριστιανικών χρόνων».
Η ανασκαφική έρευνα, η οποία συνεχίζεται, βαίνει προς το τέλος της. Τη διεύθυνση της ανασκαφής έχει ο αρχαιολόγος της Εφορείας Aρχαιοτήτων Ευβοίας Κωνσταντίνος Μπουκάρας, ενώ τη συντήρηση των ευρημάτων διεξάγουν οι συντηρήτριες αρχαιοτήτων Φωτεινή Ποπώλη και Γεωργία Καγκέλη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ