Στην τελική ευθεία βρίσκεται η δίκη για τη δολοφονία του κτηνοτρόφου Δημήτρη Γραικού στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται ο 47χρονος έμπορος κρεάτων εις βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με πρόθεση.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος, μεταξύ άλλων, ανέφερε: “Συνολικά 78.800 έδωσα στο συγχωρεμένο για τις σφαγές των ζώων. Στις 3 /11, το πρωί, πήγαμε στην μονάδα φορτώσαμε τα ζώα του. Ήταν και ο ανιψιός κι 2 Σκοπιανοί εργάτες. Όλα έγιναν χωρίς φασαρίες”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τα ζώα που οδήγησαν στο έγκλημα σύμφωνα με τον κατηγορούμενο
“Ξεφορτώσαμε στο σφαγείο. Επειδή ήταν άρρωστα τα ζώα τα σφάξαμε τελευταία. Πρώτα έπρεπε να γίνει απολύμανση. Μου ζήτησε να του δώσω 15 ζώα (αγελάδες) δανικά. Το αρνήθηκα. Και του είπα ότι δεν έχω. Δεν ήθελα να φανεί ότι κάνω τέτοιες δουλειές γιατί είχα προβλήματα με την κτηνιατρική υπηρεσία. Με έψαχναν κάθε μέρα και δεν ήθελα να τους δώσω πάτημα”.
Αυτά φέρεται να είπε στην απολογία του σύμφωνα με το GRTIMES.
“Φάγαμε και ήπιαμε 6-7 άτομα μαζί. Μετά καθίσαμε οι δύο μας σε ένα διπλανό τραπέζι και κόψαμε τιμολόγιο. Εκεί διαπίστωσα ότι μου οφείλει 4.000 ευρώ από τα χρήματα που του είχα δώσει έναντι γιατί έλειπαν ζώα. Κλείσαμε το λογαριασμό και φύγαμε γιατί είχε σχεδόν νυχτώσει”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Πρώτα αποχώρησε ο Δημήτρης και μετά εγώ. Φεύγοντας, έξω από το φυλάκιο της εισόδου, είδα το αυτοκίνητο του Δημήτρη και ο ίδιος καθόταν μέσα. Ξεκίνησα να πάω προς το χωριό. Στη στροφή, έξω από το συνεταιρισμό Χαλάστρας, τον αντιλήφθηκα πίσω μου. Πήγα πρώτα στο κρεοπωλείο της συζύγου. Έφυγα για να πάω στη μονάδα”.
“Μου όρμησε… Δεν ήθελα να τον σκοτώσω”
Για τη σκηνή του εγκλήματος ο κατηγορούμενος ανέφερε τα εξής: “Με έκπληξη είδα το Δημήτρη εκεί. Μου είπε ‘αφού έχεις τόσα ζώα γιατί δεν μου δίνεις’. Του είπα δεν μπορώ. Άρχισε να νευριάζει. Μου είπε ‘δε με βοηθάς, τόσα χρήματα σου έδωσα’. Άρχισε να βρίζει. Κάποια στιγμή μου όρμησε και με έπιασε από τη μπλούζα. Τον χτύπησα με την παλάμη στο μάτι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Πέσαμε και οι δυο κάτω. Εγώ έπεσα από πάνω του. Ήμουν περισσότερα κιλά.
Προσπάθησα να σηκωθώ και είδα ότι ήταν αναίσθητος. Πήρα έναν κουβά με νερό και του έριξα στο πρόσωπο. Δεν επανήλθε. Του έκανα μαλάξεις όπως είχα μάθει στο στρατό”.
“Άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο μου και ήταν ένας συνεργάτης μου που ήρθε στη μονάδα. Τον πήρα αγκαλιά (τον Γραικό) και τον έβαλα μέσα στην αποθήκη. Πίστευα ότι όταν θα γυρίσω θα αναπνέει. Ξανά ξεκίνησα μαλάξεις αλλά δεν έγινε τίποτα. Ήμουν στα χαμένα. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, τον αδελφό μου αλλά δεν ήθελα να τους μπλέξω. Πίστευα ότι είχε τελειώσει. Είδα ότι δεν αναπνέει, δεν είχε σφυγμό”.
Για την απόκρυψη του περιστατικού είπε: “Μετά αποφάσισα να κάνω αυτό που έκανα. Έσκαψα μια τρύπα με το φορτωτή, τον πέταξα μέσα και έριξα μπάζα από πάνω. Μετά έθαψα το αυτοκίνητο”.
“Την επόμενη μέρα άρχισαν τα προβλήματα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανέβασα ζάχαρο, άρχισα να χάνω κιλά. Κατάλαβα ότι κατέστρεψα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Ντρέπομαι γιατί το απέκρυψα. Ήμουν στα χαμένα, γι’ αυτό λειτούργησα έτσι”.