«Το Δέλτα του Έβρου δεν είναι κομμάτι της ζωής μου, είναι η ζωή μου… Δεν μπορώ να ζήσω μακριά από δω κι ας είναι μια καλύβα 30 τετραγωνικών… Όταν έχει φουρτούνα το νερό περνάει κάτω από την καλύβα και δεν μπορούμε να βγούμε έξω, είναι δύσκολα. Θα μου πουν “τι πήγες κι έκατσες εκεί;”. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα χρόνια με τον σύζυγο από εδώ βγάζουμε το ψωμί μας. Από εδώ μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, από εδώ τα σπουδάσαμε, τα παντρέψαμε, από εδώ τα κάναμε όλα. Με τη βαρκούλα μας, με τα χέρια μας, με τα δίχτυα μας αλλά και το Δέλτα του Έβρου. Μέσα σε μία καλύβα, εντάξει, αλλά δεν με πειράζει…».
Με φωνή που μαρτυρά τη συγκίνηση και την αλήθεια της παραδοχής της αγάπης της για τον τόπο που εδώ και τέσσερις δεκαετίες είναι η ίδια της η ζωή, η ‘Αρτεμις Παπακωστίδου, η «Κυρά του Δέλτα», όπως πρώτοι την αποκάλεσαν οι «καλυβιέρηδες» ψαράδες συνάδελφοί της, σκιαγραφεί το δικό της Δέλτα του ποταμού Έβρου. Περιγράφει τη μοναδική και ιδιάζουσα δυναμική του επίγειου παραδείσου της με αναφορές στις πολύχρωμες κι εναλλασσόμενες σε κάθε βήμα εικόνες των αναρίθμητων ειδών πουλιών που ζουν και αναπαράγονται στους υγρότοπους του Δέλτα και των ντόπιων ψαράδων που καθημερινά γλιστράνε με τις πλάβες τους ανάμεσα στους καλαμιώνες.
Μετά το γάμο της με τον καπετάν Νίκο, 73 ετών σήμερα και ψαρά από τα 16 του χρόνια, εγκαταστάθηκε στα Λουτρά Τραϊανούπολης και στο Δέλτα του Έβρου. Γονείς δύο κοριτσιών και παππούδες τριών εγγονών έφτιαξαν πριν 41 χρόνια την «καλύβα» τους, μία από τις περίπου 180 που είναι στο Δέλτα για να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες. « Απ’ την πρώτη μέρα που ήρθαμε εδώ, σηκώσαμε την ελληνική σημαία.
Κανένας δεν είχε σημαίες εδώ, μόνο η δική μας «καλύβα». Αργότερα, το 2011, ήρθαν οι συνοριοφύλακες, μετά από λίγα χρόνια ήρθε και ο στρατός και έτσι το Δέλτα γέμισε ελληνικές σημαίες δύο χιλιόμετρα απέναντι απ’ την Τουρκία… Η πρώτη μας δουλειά ήταν να βάλουμε τη σημαία και γι’ αυτό ο στρατός με τίμησε στις 21 Νοεμβρίου, ημέρα εορτασμού των Ενόπλων Δυνάμεων και μου έκανε δώρο την ελληνική σημαία και το έμβλημα της 12ης Μεραρχίας. Είχα πολύ μεγάλη συγκίνηση. Είναι αυτές οι στιγμές που σε κάνουν υπερήφανο, που σε κάνουν να λες έμεινα, στερήθηκα τα παιδιά μου, την οικογένειά μου, την καλοπέρασή μου γιατί εδώ δεν έχω ευκολίες, τα στερήθηκα όλα αυτά αλλά χαλάλι γι’ αυτή τη σημαία που πήρα κι έσφιξα στην αγκαλιά μου. Για την πατρίδα, για την Ελλάδα μας, για τον Έβρο μας, που άλλοι δεν τον ξέρουν καθόλου…».
Αυτή ήταν η δεύτερη εκδήλωση αναγνώρισης της προσφοράς της, καθώς είχε προηγηθεί εκείνη του Συλλόγου «Αινήσιο Δέλτα», των συναδέλφων της «καλυβιέρηδων» για τους οποίους είναι «ο κυματοθραύστης του ελληνισμού των συνόρων». Είναι η μοναδική γυναίκα επαγγελματίας ψαράς που παραμένει στο Δέλτα, εκείνη που θα τους καλωσορίσει, που θ’ ανοίξει την πόρτα της να τους κάνει καφέ και ενίοτε κανένα τσιπουράκι, αναφέρει χαρακτηριστικά. Θυμάται ότι όταν πρωτοήρθε στο Δέλτα υπήρχαν κι άλλες γυναίκες και «καλύβες» με οικογένειες. Κάποιες ψαρεύαν και μετά επέστρεφαν στα σπίτια τους. «Εγώ όμως, επειδή είναι η δουλειά μου αυτή, μαζί με το σύζυγό μου, τον καπετάν Νίκο, τον βράχο μου όπως τον λέω, χωρίς τον οποίο δεν θα ήμουν εδώ, έχουμε αποφασίσει μαζί να πορευόμαστε στη ζωή και από εδώ (σ.σ. το Δέλτα)μέχρι το τέλος…».
«Όποιος δεν ήρθε στο Δέλτα χάνει»
Η καθημερινότητα όπως λέει δύσκολη και αρχίζει στις 4.30 τα ξημερώματα για να είναι στη θάλασσα στις 5.00 και να ρίξουν τα δίχτυα. Αν κάνει καιρό, φουρτούνα όπως τις προηγούμενες ημέρες τα δίχτυα χάνονται, όσα απομείνουν μαζεύονται με πολύ κόπο και χωρίς ψάρια. Αυτές τις μέρες «μας μένει η κούραση και στην ηλικία μας δεν είναι για να κουραζόμαστε τόσο», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η «Κυρά του Δέλτα».
Η δυσκολία του μεροκάματου είναι ο λόγος για τον οποίο εκτιμά ότι «μετά από εμάς δεν γίνονται νέοι ψαράδες. Όταν ήρθαμε εδώ ήταν παράδεισος. Έβγαζες άνετα το μεροκάματο και δεν έλεγες τι θα κάνω αύριο…». Το γεγονός ότι τα ψάρια έχουν λιγοστέψει και το υψηλό κόστος του απαραίτητου εξοπλισμού, που όπως αναφέρει αγγίζει τις 50.000, λειτουργούν αποτρεπτικά στο να επιλέξουν οι νέοι το επάγγελμα του ψαρά. Αναφορικά με το γεγονός ότι εργάζεται και ζει σε απόσταση αναπνοής από τα σύνορα με την Τουρκία, δηλώνει ότι διαχρονικά νιώθει μεγάλη ασφάλεια, αίσθημα που ενισχύθηκε με την παρουσία την τελευταία δεκαετία των συνοριοφυλάκων και του στρατού.
«…Όλα αυτά δεν θα γινόταν αν δεν ήταν ο σύζυγος που αγαπάει πάρα πολύ τη θάλασσα. Ήρθα κι έμεινα εδώ μαζί του και την αγάπησα κι εγώ. Αγάπησα το Δέλτα, την κάθε σπιθαμή γης, τα κανάλια, τις ομορφιές του, τα χρώματά του, τα πουλιά. ‘Όταν βλέπουμε τα φλαμίνγκο να πετάνε, εκείνο το χρώμα σε μαγεύει.
Όταν αγναντεύω την απεραντοσύνη της θάλασσας, όταν βλέπω τον ήλιο να βγαίνει το πρωί με τα χρώματά του, τις βάρκες που πηγαίνουν όλοι στις δουλειές τους. Είναι ένα μέρος μαγευτικό και θα πρέπει η Πολιτεία να το προβάλει. Θα μπορούσε να είναι ένα τουριστικό μέρος και να ζουν πολλά άτομα από τον τουρισμό. Οι Εβρίτες αγαπάμε τον τόπο μας και αν κάπου πάμε θα γυρίσουμε στον τόπο μας. Όποιος δεν ήρθε στο Δέλτα χάνει. Πρέπει να το επισκεφθούν, να γίνει πόλος έλξης, να φτιάξουν δρόμους για να επισκέπτονται το Δέλτα, μία από τις καλύτερες, για να μην πω η ομορφότερη περιοχή της Ευρώπης».