Αντιπροσωπεία της “Πλεύσης Ελευθερίας” με επικεφαλής την Ζωή Κωνσταντοπούλου και τους Γιάννη Σταθά, Ραχήλ Μακρή και Κώστα Ζηκογιάννη, στην πορεία προς το Μνημείο των πεσόντων πορεύθηκε με το πανό των Γερμανών Ακτιβιστών “ΑΚ Δίστομο”, που ενεργοποιούνται για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, με την οποία δικαιώνονται τα θύματα του Διστόμου και υποχρεώνεται το Γερμανικό Κράτος να καταβάλει τις οφειλόμενες αποζημιώσεις. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο.
Κάποια στιγμή ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης πέρασε μπροστά από το πανό και τότε σύμφωνα με πληροφορίες, ακούστηκαν συνθήματα για γερμανοτσολιάδες. Οι ίδιες πληροφορίες λένε, ότι ο κύριος Βούτσης δεν έδωσε συνέχεια και απλώς προσπέρασε.
Μεταξύ άλλων, η Ζωή Κωνσταντοπούλου δήλωσε για το Δίστομο: “Δεν έχει υπάρξει Υπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας που να θέσει την υπογραφή του για την εκτέλεση της απόφασης του Διστόμου. Η σημερινή Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση Τσίπρα, πούλησε την υπόθεση των Γερμανικών Οφειλών, πούλησε την υπόθεση του Διστόμου, όπως πούλησε την Πατρίδα. Εναπόκειται, στους Έλληνες και τις Ελληνίδες αλλά και σε όλους τους ανθρώπους που αγωνίζονται για Ελευθερία, Δημοκρατία, Δικαιοσύνη και σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και για Ειρήνη, να παλέψουν προκειμένου να δικαιωθούν τα θύματα του Διστόμου αλλά και να λογοδοτήσει η εγκληματήσασα Γερμανία. Δεν υπάρχει Ειρήνη χωρίς Δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει απόδοση ευθύνης χωρίς αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου, χωρίς καταβολή των Γερμανικών Οφειλών. Η Πλεύση Ελευθερίας θα συνεχίσει τον αγώνα για την καταβολή των Γερμανικών Αποζημιώσεων και Οφειλών, για την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών, για την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου και για την αποζημίωση και αποκατάσταση των καταστροφών αλλά και για την αποζημίωση των θυμάτων…”
Σε χθεσινή συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό “ΕΝΑ” Κεντρικής Ελλάδας, η Ζωή Κωνσταντοπούλου για το θέμα της απόφασης του Διστόμου είπε μεταξύ άλλων: “Περιμένουμε ακόμη εκείνη την υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης του κυρίου Παρασκευόπουλου, ο οποίος στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης περιόδου, τον Φλεβάρη του 2015, δήλωσε ότι θα θέσει την υπογραφή του για την εκτέλεση της απόφασης. Αυτή η υπογραφή ακόμη δεν έχει μπει και αυτό που είναι αντιληπτό, κύριε Στεργιόπουλε, είναι ότι κάποιοι συνθηκολόγησαν, όχι μόνο στο επίπεδο της παράδοσης της κυριαρχίας της χώρας και της προδοσίας, των προσδοκιών, αλλά και των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, συνθηκολόγησαν και στο επίπεδο της Ιστορίας. Γιατί αποτελεί ιστορικό χρέος η διεκδίκηση αυτών των αποζημιώσεων. Αποτελεί ηθικό καθήκον για οποιονδήποτε θέλει να λέγεται εκπρόσωπος αυτού του λαού, του τόσο γενναίου, που έδωσε τέτοιες μάχες, έκανε τέτοιο αγώνα και όρθωσε ανάστημα Αντίστασης όταν πάρα πολλοί άλλοι λαοί υποχωρούσαν μπροστά στη θηριωδία του ναζισμού. […] […]Είναι, λοιπόν, ηθικά υπόλογη η Γερμανική Κυβέρνηση όταν επιδιώκει και επιτυγχάνει να μην πληρώνει γι’ αυτά τα εγκλήματα, την ίδια ώρα που αφαιμάσσει τον λαό που αντιστάθηκε , στο όνομα ενός παρανόμου, αντίστροφου χρέους. Είναι, όμως, υπόλογη και η Ελληνική Κυβέρνηση και ο κύριος Τσίπρας προσωπικά, που την ημέρα της πρώτης ορκωμοσίας του κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο στην Καισαριανή, στο Σκοπευτήριο.Είναι υπόλογος, γιατί μέχρι σήμερα δίνει ένα ανεκτίμητης αξίας δώρο στη Γερμανική Κυβέρνηση, διότι δεν διεκδικεί τα οφειλόμενα. Έχει πείσει τον κύριο Παρασκευόπουλο να μην υπογράψει για την εκτέλεση της απόφασης του Διστόμου. Αυτό σημαίνει ότι η Κυβέρνηση εμποδίζει την εφαρμογή μιας δικαστικής απόφασης που δικαιώνει τα θύματα του Διστόμου. Το μόνο που λείπει είναι η υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα δε η Κυβέρνηση δεν εγγράφει, ως οφείλει, στον προϋπολογισμό του Κράτους την αξίωση του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έχει αποτιμηθεί εδώ και ενάμιση χρόνο. Από τις αρχές του 2015 υπάρχει πολυσέλιδη έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που υπολογίζει και αποτιμά την αξίωση του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση των καταστροφών, την αποζημίωση για τα εγκλήματα και την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών αλλά και την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου σε ύψος 278 έως 340 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αντιλαμβάνεσθε ότι η μη εγγραφή αυτού του ποσού στον Προϋπολογισμό του Κράτους, προκειμένου να διεκδικηθεί και, γενικά, η αποχή από ενέργειες διεκδίκησης συνιστά μια αυτοτελώς προδοτική, επίορκη συμπεριφορά, για την οποία πρέπει να δώσουν εξηγήσεις οι κυβερνώντες. Ιδίως, μάλιστα, όταν έχουν στην προηγούμενη διαδρομή τους κατ’ επανάληψη διατυπώσει τη δέσμευση ότι αυτά θα διεκδικηθούν και δεν θα αφεθούν”.