Στην Ήπειρο, δεσπόζει το άγαλμα του Μαχητή, στο ύψωμα της Γκραμπάλας, στο Καλπάκι. Εκεί τις πρώτες μέρες του πολέμου, το Νοέμβριο του 1940, διεξήχθησαν μάχες φονικές και αμφίρροπες, για την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας υψώματος. Οι Ιταλοί, επιτέθηκαν με το πεζικό και την υποστήριξη βομβαρδιστικών αεροπλάνων και κατάφεραν την κατάληψη του. Με μια νυχτερινή αντεπίθεση, με χιονοθύελα, οι Έλληνες στρατιώτες ανακατέλαβαν το ύψωμα, με σοβαρές απώλειες για τον εχθρό.
Ένας από τους ελάχιστους ίσως εν ζωή, αφανείς ήρωες της Γκραμπάλας και του αλβανικού μετώπου, είναι ο Σπύρος Γκόγκος, ο οποίος σήμερα ξεπέρασε τα 101 χρόνια. Τον συναντήσαμε στο σπίτι του, στην Ασφάκα Ιωαννίνων.
Η κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου τον βρήκε να υπηρετεί την πατρίδα. Το χάραμα της 28ης Οκτωβρίου, είναι στην γραμμή άμυνας του στρατηγού Κατσιμήτρου στο Καλπάκι. «Ύψωμα Γκραμπάλα». Είναι οι δύο λέξεις που επαναλαμβάνει συχνά. «Χάθηκαν πολλοί εκεί και από εμάς… πρώτη επίθεση, δεύτερη… και μια Τρίτη… το πήραμε… κερδίσαμε…», προσθέτει.
Το παρουσιαστικό του, η προσπάθεια του να θυμηθεί, να μιλήσει, να μας μεταφέρει τα βιώματα του στο μέτωπο, συγκινούν. Με δυσκολία αρθρώνει τις λέξεις. Θυμάται φωτογραφικά, κάποιες στιγμές. «Χιόνι, ψείρες, κρύο». ψελλίζει.
Στο πρόσωπο του διακρίνουμε αγωνία για να τα καταφέρει. Σεβασμός και υπομονή. Ξαφνικά χαμογελάει και συνεχίζει: «Έξω από κάποιο αλβανικό χωριό… δεν θυμάμαι ποιο…, στήσαμε αντίσκηνα. Έκανε κρύο… Μαζί μου ήταν δυο φαντάροι από την Ζίτσα. Εκείνοι κάπνιζαν. Γκογκέλη, μου έλεγαν, κάπνισε και συ, για να ζεσταθεί η σκηνή…».
Σε μία άλλη «αναλαμπή», θυμάται πως για 20 μέρες άνοιγαν χαρακώματα και αναφέρει κάποια ονόματα φίλων και συμπολεμιστών. Είναι εκείνοι που δεν γύρισαν από το μέτωπο. «Όσο για μένα, ο Θεός θέλησε να ζήσω…» λέει δακρύζοντας. Στα βαθειά του γεράματα, ο Σπύρος Γκόγκος έχει μνήμη ασθενική. Ωστόσο, είναι μια «ζωντανή», ιστορία της Ελλάδας.