Μπορεί η κακοκαιρία που έπληξε την χώρα να ήταν αρκετά έντονη, ωστόσο στη Θεσσαλονίκη δεν επικράτησαν συνθήκες ολικού παγετού, όπως συνέβη σχεδόν την ίδια περίοδο, πριν από δύο χρόνια.
“Το 2017 είχαμε μπει στην κατάψυξη ενώ τώρα βρεθήκαμε στη συντήρηση” επισημαίνει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Καρακώστας, επιχειρώντας έναν απολογισμό της κακοκαιρίας των τελευταίων ημερών.
Εξηγώντας τι ακριβώς συνέβη στις δύο περιπτώσεις και τον λόγο για τον οποίο διαφέρουν, αναφέρει ότι ενώ το 2017, επί πέντε μέρες, τόσο η ελάχιστη όσο και η μέγιστη θερμοκρασία ήταν υπό το μηδέν (ολικός παγετός) στη Θεσσαλονίκη, στο φαινόμενο του 2019 μπορεί οι ελάχιστες θερμοκρασίες να ήταν υπό το μηδέν από τις 3 ως και τις 9 Ιανουαρίου, ωστόσο οι μέγιστες θερμοκρασίες παρέμειναν πάνω από το μηδέν ή πολύ κοντά οριακά σε αυτό.
“Επιπλέον, ενώ η αιτία της κακοκαιρίας τον Ιανουάριο του 2017 ήταν ο εκτροχιασμός της πολικής δίνης, που από τον Βόρειο Πόλο μετέφερε τις ψυχρές αέριες μάζες στην περιοχή μας, το επεισόδιο του 2019 ήταν μια εκτεταμένη κακοκαιρία που επηρέασε ένα πολύ μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της χώρας με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες” σχολιάζει ο κ. Καρακώστας.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τις γενικότερες εκτιμήσεις, η χιονόπτωση των τελευταίων ημερών ήταν πολύ μεγάλη σε σχέση με τα τελευταία χρόνια, ενώ είχε και αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια.
“Σε κάθε περίπτωση, η κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών ήταν ένα πολύ έντονο καιρικό φαινόμενο, όχι όμως το πιο έντονο με παρόμοια χαρακτηριστικά φαινόμενο, όπως αυτό που περάσαμε από τις 6 ως τις 11 Ιανουαρίου το 2017, όταν είχαμε πέντε μέρες με ολικό παγετό που ήταν ρεκόρ για την περιοχή μας από τότε που έχουμε μετεωρολογικά δεδομένα, δηλαδή από το 1930” υπογραμμίζει. Διευκρινίζει παράλληλα, ότι τα στοιχεία που επικαλείται προέρχονται από καταγραφές του Μετεωρολογικού Σταθμού του Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που λειτουργεί εντός του χώρου του Ιδρύματος από το 1930.
Η “παγωμένη βροχή” ήρθε και στη Θεσσαλονίκη
Σε ό,τι αφορά το φαινόμενο της “παγωμένης βροχής” (κατ επέκταση “clear ice” ή “black ice”) εξηγεί ότι δεν είναι σπάνιο φαινόμενο αλλά συμβαίνει πολύ συχνά όταν σε χαμηλότερο ύψος επικρατούν χαμηλότερες θερμοκρασίες, ενώ σε μεγαλύτερο ύψος οι αέριες μάζες είναι θερμότερες. “Αυτό σημαίνει ότι πέφτοντας η βροχή από ψηλά, όπου η θερμοκρασία είναι υψηλότερη, φτάνει στο έδαφος όπου επικρατεί ψύχος και παγώνει. Ο πάγος που δημιουργείται είναι διαφανής και εμφανίζεται μαύρος λόγω, κυρίως, του οδοστρώματος όπου δημιουργείται, εξ ου και το όνομα. Η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι εξαιρετικά επικίνδυνη καθώς ο πάγος δεν είναι ορατός από τον οδηγό του οχήματος” σχολιάζει.
Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, “παγωμένη βροχή” έπεσε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης ενώ το φαινόμενο παρατηρήθηκε ιδιαίτερα στις περιοχές της Καλαμαριάς και της Θέρμης, που είναι ουσιαστικά κοιλάδες και συγκεντρώνουν τον ψυχρό αέρα που είναι βαρύτερος. “Την ώρα που σταματούσε η χιονόπτωση και έπεφτε χιονόνερο, αυτό φτάνοντας στο έδαφος γινόταν πάγος” προσθέτει με νόημα.
“Παγωμένη βροχή” συχνά και στις γέφυρες
Δεν είναι απαραίτητο, όμως, να υπάρχουν τόσο έντονα καιρικά φαινόμενα για να δημιουργηθεί “παγωμένη βροχή” (“clear ice” ή “black ice”). Σύμφωνα με τον κ. Καρακώστα αρκεί να υπάρχει μεγάλη υγρασία σε σημεία όπως οι γέφυρες, που είναι αρκετά ψυχρότερες και παγώνουν το νερό της βροχής. Ακόμη λαμβάνει χώρα και άμεση συμπύκνωση των υδρατμών λόγω της υψηλής σχετικής υγρασίας που προέρχεται από το νερό του ποταμού. Για το λόγο αυτό, σε τέτοια σημεία υπάρχουν συνήθως πινακίδες της τροχαίας που προειδοποιούν τους διερχόμενους οδηγούς για την δημιουργία πάγου και την ολισθηρότητα στη γέφυρα.
Απαραίτητη η συζήτηση για την ονοματολογία των καιρικών φαινομένων
Με αφορμή, άλλωστε, την ονοματολογία των πρόσφατων καιρικών φαινομένων, ο κ. Καρακώστας υπενθυμίζει ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επικράτησε στις ΗΠΑ η συνήθεια να δίνονται ονόματα στους τυφώνες, και μάλιστα γυναικεία, με πρόθεση να εξευμενιστούν τα φαινόμενα και να μην είναι τόσο καταστροφικά. “Και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια ορισμένα ιδρύματα ή μετεωρολογικές υπηρεσίες άρχισαν να δίνουν κάποια ονόματα, ενώ και στην Ελλάδα συνέβη κάτι αντίστοιχο από το 2017” τονίζει.
Προτείνει, παράλληλα, η διαδικασία της ονοματολογίας των συστημάτων να βασίζεται σε θεσμισμένα κριτήρια που ικανοποιούν τα μετεωρολογικά συστήματα καθώς και στη σύμφωνη γνώμη του επίσημου φορέα πρόγνωσης του καιρού που είναι η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, αλλά και των άλλων ερευνητικών ιδρυμάτων, φορέων και πανεπιστημίων της χώρας μας.