Τοπικά Νέα

Καβάλα: Το εκπληκτικό ακίνητο και η μοναδική ιστορία του – Χτίστηκε πριν από 80 χρόνια [pics]

«Πνιγμένο» μέσα στις τσιμεντένιες πολυκατοικίες στη συνοικία των Αγίων Ανάργυρων και χτισμένο πριν από ογδόντα χρόνια, αποτελεί ίσως το τελευταίο εναπομείναν κτίσμα που θυμίζει στον επισκέπτη την αρχοντιά της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Αυτό είναι το Σουηδικό Σπίτι της Καβάλας...

Εντυπωσιακό μέσα στις αυστηρές αρχιτεκτονικές γραμμές του, χτισμένο πάνω σε ένα λόφο της πόλης, προσφέροντας άπλετη θέα στο θαλάσσιο κόλπο. Χάρη σε αυτό το οικοδόμημα, ογδόντα χρόνια μετά, η πόλη της Καβάλας εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για πάρα πολλούς Σουηδούς καλλιτέχνες, που φιλοξενούνται σ’ ένα χώρο γεμάτο αναμνήσεις, που διακρίνεται από λιτή πολυτέλεια, λούζεται στο φως του ήλιου, διαθέτοντας έναν μοναδικής ομορφιάς κήπο με δεκάδες λουλούδια, οπωροφόρα δέντρα, καλλωπιστικά φυτά, ακόμα και μια ξεχωριστή ποικιλία αμπέλου.

Η επιμελήτρια του Σουηδικού Σπιτιού στην Καβάλα, Elisabeth Gullberg Kaidi, άνοιξε τις πόρτες του και μίλησε για τα ιστορικά γεγονότα που το σημάδευσαν, για τους άρρηκτους δεσμούς φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στη Σουηδία και την Καβάλα. Μίλησε για τις αναμνήσεις των ανθρώπων που φιλοξένησε και συγχρόνως παρουσίασε το πώς έβλεπαν στη Σουηδία το σουηδικό αυτό «φυλάκιο» σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της βόρειας Ελλάδας με λιμάνι στα παράλια του Αιγαίου πελάγους στις αρχές του 20ού αιώνα.

Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του Σουηδικού Σπιτιού

Την αρχική αρχιτεκτονική μελέτη ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Emil Lindqvist, που είχε ήδη κάνει πολλές μελέτες για το Μονοπώλιο. Ωστόσο, τα σχέδιά του δεν έμοιαζαν πολύ με τα τελικά που δημιούργησε ο Έλληνας αρχιτέκτονας Παναγιώτης Μανουηλίδης (1894-1977).

Ο Μανουηλίδης ζήτησε και του εστάλησαν σχέδια σύγχρονων σπιτιών της Σουηδίας προς μελέτη, τα οποία την εποχή εκείνη συχνά είχαν φανερές επιρροές από τον μοντερνισμό του Bauhaus της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τα κτήρια των υπολοίπων ξένων εμπορικών οίκων, το Σουηδικό Σπίτι είχε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της πιο μοντέρνας αρχιτεκτονικής εκείνης της εποχής: μια ακόσμητη και φωτεινή όψη, επίπεδη στέγη και στο εσωτερικό του πρακτική διαρρύθμιση με γενναιόδωρους κοινόχρηστους χώρους.

Το μεγάλο καθιστικό και τα πέντε υπνοδωμάτια για τους υπαλλήλους βρίσκονταν στο ισόγειο, ενώ το ιδιαίτερο διαμέρισμα του διευθυντή ή μονίμου απεσταλμένου υπαλλήλου ήταν στον πρώτο όροφο. Ο κατώτερος όροφος (που σήμερα στεγάζει το γραφείο και το ιδιαίτερο διαμέρισμα του επιμελητή) είχε και έχει απευθείας πρόσβαση στο μεγάλο κήπο.

«Το Σουηδικό Σπίτι στην Καβάλα», υπογραμμίζει η Elisabeth Gullberg Kaidi, «αποτελεί ένα από τα λίγα καλοδιατηρημένα δείγματα του φονξιοναλισμού ή της σχολής του Bauhaus και χτίστηκε την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ελλάδα». Ο αρχιτέκτονας Hans Broberg που μελέτησε την ιστορία του κτηρίου γράφει σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Hellenika του 1986 ότι, ύστερα από διεξοδική μελέτη της κάτοψης, διέκρινε πόσο στενά συνδέεται με τις σουηδικές βίλες των αρχών της δεκαετίας του 1930, όπως λόγου χάρη του Sven Markelius.

Τη δύσκολη περίοδο της βουλγαρικής κατοχής

Ο Sten Backman, υπάλληλος του Μονοπωλίου Καπνού, διηγείται στο άρθρο του «Δύο ταξίδια στην Καβάλα» τις δραματικές εμπειρίες του στην Καβάλα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Backman εγκατέλειψε το Σπίτι μόλις λίγες εβδομάδες πριν επιτεθεί η Γερμανία στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους επέστρεψε στην Καβάλα, η οποία είχε πλέον προσαρτηθεί στη Βουλγαρία, σύμμαχο της Γερμανίας.

Ο Backman περιγράφει την επιστροφή του σε μια πόλη όπου πλέον όλες οι πινακίδες είναι στα βουλγαρικά και το νόμισμα της δραχμής είχε αντικατασταθεί από τη βουλγαρική λέβα. Αλλά αυτά ήταν μόνο η αρχή όλων όσων ο Backman θα γινόταν αυτόπτης μάρτυρας κατά τη διάρκεια της δεκαοκτάμηνης παραμονής του στην πόλη:

«Η Καβάλα σιγά σιγά χρειάστηκε να λειτουργήσει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και τρεχούμενο νερό. Μήνα με το μήνα η τροφή και τα καύσιμα άρχιζαν να σπανίζουν και να ακριβαίνουν όλο και περισσότερο. Οι χειμώνες ήταν ασυνήθιστα σκληροί. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα τα μέσα μεταφορών και επικοινωνίας ήταν ανύπαρκτα. Ακολούθησαν διώξεις Εβραίων και εκτοπίσεις πληθυσμών, καθώς και καταναγκαστική εργασία για χιλιάδες Έλληνες».

Μετά τον πόλεμο – μια νέα εποχή

Μετά το τέλος του πολέμου το Σουηδικό Μονοπώλιο Καπνού μείωσε την αγορά καπνού από την Καβάλα. Τα τσιγάρα με ανατολικά καπνά, που παλαιότερα δέσποζαν στην αγορά, αντικαταστάθηκαν από τα τσιγάρα με αμερικανικά καπνά τύπου blend με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε ελληνικό καπνό.

Οι εισαγωγές μειώνονταν χρόνο με το χρόνο και τη δεκαετία του 1950 η Θεσσαλονίκη έφτασε να αναλάβει το ρόλο που μέχρι τότε είχε η Καβάλα ως κέντρο καπνού στη βόρεια Ελλάδα. Το Σπίτι ήταν πλέον περιττό για το Μονοπώλιο και η λύση ήταν η επιλογή ανάμεσα στην πώληση του κτηρίου και στην αλλαγή χρήσης του. Το 1957, όταν ο Olof Söderström ανέλαβε διευθυντής του Μονοπωλίου, ξεκίνησε μια νέα εποχή στην ιστορία του Σπιτιού.

Ο Söderström έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τα πολιτιστικά και έβλεπε μια δυνατότητα να επενδύσει στον τομέα αυτό και συγχρόνως να βελτιώσει την εικόνα της εταιρίας (goodwill). Με δική του πρωτοβουλία αποφασίστηκε το 1963 ότι στο εξής το Σπίτι θα χρησιμοποιείτο ως ξενώνας για Σουηδούς καλλιτέχνες και ερευνητές, όπως επίσης για τον παραθερισμό των υπαλλήλων της εταιρίας. Θεσπίστηκαν υποτροφίες των 2.000 κορωνών Σουηδίας για την κάλυψη των εξόδων των οδοιπορικών και της διαμονής τεσσάρων τουλάχιστον εβδομάδων για καλλιτέχνες και ερευνητές.

Κατά τα έτη 1966-1974 δόθηκαν συνολικά 87 υποτροφίες, εκ των οποίων οι 51 σε καλλιτέχνες και άλλους εργαζόμενους στον τομέα του πολιτισμού, ενώ 36 σε ερευνητές. Σε όσους δεν εγκρίθηκε υποτροφία, δινόταν η ευκαιρία να νοικιάσουν ένα δωμάτιο αντί του ποσού των 8 κορώνων Σουηδίας τη νύχτα.

Ωστόσο, το Σπίτι δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλές ως προορισμός διακοπών των υπαλλήλων του Μονοπωλίου Καπνού και, όταν ανέλαβε διευθυντής ο Karl Wärnberg το 1970, διαπιστώθηκε ότι η δραστηριότητα στην Καβάλα προϋπέθετε πολύ χρόνο, ενέργεια και χρήμα για να μπορέσει να συνεχιστεί μακροπρόθεσμα.

Ενδεχομένως ένας λόγος να ήταν η έντονη κριτική που είχε δεχθεί το Μονοπώλιο στο σουηδικό τύπο λόγω της χορήγησης υποτροφιών για διαμονή σε μια χώρα που αφενός την κυβερνούσε μια στρατιωτική χούντα και αφετέρου την μποϊκοτάριζε το Σουηδικό Κράτος. Το 1973 ανατέθηκε στον Fred Fant, υπάλληλο του Μονοπωλίου, να εξετάσει τις δυνατότητες πώλησης του κτηρίου, ανέφικτο όμως, αφού την περίοδο εκείνη απαγορευόταν η εξαγωγή συναλλάγματος από τη χώρα.

Έτσι, σιγά σιγά δημιουργήθηκε και πήρε μορφή η ιδέα της δωρεάς του Σπιτιού στο Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών. Η δωρεά ωστόσο αποδείχθηκε περίπλοκη λόγω γραφειοκρατίας και τράβηξε πολύ σε χρόνο.

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ

Τοπικά Νέα
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Δείτε επίσης
Τοπικά Νέα: Περισσότερα άρθρα