Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης αθώωσε τρεις πανεπιστημιακούς γιατρούς που κατηγορήθηκαν για παράνομες αμοιβές και υπερκοστολογήσεις ορθοπεδικών υλικών της εταιρείας ιατροτεχνολογικού υλικού DePuy.
Εξετάζοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, το δικαστήριο απάλλαξε, λόγω παραγραφής, τους κατηγορούμενους για το βασικό αδίκημα που τους καταλόγιζε το κατηγορητήριο, δηλαδή αυτό της “δωροληψίας υπαλλήλου” που σε εφαρμογή του νέου ποινικού κώδικα διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος.
Επιπλέον, οι δικαστές ομόφωνα τους έκριναν αθώους για το άμεσα συνεχόμενο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις, υιοθετώντας την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας που είχε ζητήσει την αθώωσή τους για τη συγκεκριμένη πράξη, αφού, όπως ανέφερε, “δεν προέκυψε πορεία του χρήματος”, χαρακτηρίζοντας -προηγουμένως- ως “ισχνά” τα στοιχεία της δικογραφίας.
Η υπόθεση που απασχόλησε το Πενταμελές Εφετείο αφορούσε το πρώτο μέρος του ελληνικού σκέλους του φερόμενου ως διεθνούς σκανδάλου της DePuy. Το δεύτερο και μεγαλύτερο εκκρεμεί στα ποινικά δικαστήρια της Αθήνας, με κατηγορούμενους γιατρούς, στελέχη νοσοκομείων, αλλά και της βρετανικής επιχείρησης.
Οι έρευνες, ξεκίνησαν ύστερα από αποκαλύψεις στελέχους της DePuy, θυγατρικής εταιρείας του αμερικανικού κολοσσού ιατρικών προϊόντων Johnson & Johnson ότι οι πωλήσεις στην Ελλάδα ήταν υπερτιμολογημένες σε ποσοστό που προσέγγιζε το 35%, από το οποίο το 20% κατέληγε σε γιατρούς που χρησιμοποιούσαν τα υλικά, είτε με απευθείας παράδοση χρημάτων, είτε με τη μορφή διάφορων προσφορών, όπως ταξίδια και άλλα δώρα.
Πρωτοδίκως, οι γιατροί της Θεσσαλονίκης, είχαν τιμωρηθεί με ποινές κάθειρξης 11 έως 14 ετών, καθώς κρίθηκε ότι το διάστημα 2000-06 προκάλεσαν ζημιά ύψους 2 εκατ. ευρώ στα τοπικά νοσοκομεία «Ιπποκράτειο», «Γ. Παπανικολάου» και «Γ. Γεννηματάς», ενώ εκτιμήθηκε ότι οι ίδιοι επωφελήθηκαν με το συνολικό ποσό του 1,5 εκατ. ευρώ. Μετά την καταδίκη τους είχαν αφεθεί ελεύθεροι ενόψει της δίκης στο Εφετείο, υπό τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγυοδοσίας.
Στην αγόρευση της, η εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου ανέτρεξε στο ιστορικό του φερόμενου ως διεθνούς σκανδάλου της DePuy η οποία εμπορευόταν στην Ευρώπη ορθοπεδικά υλικά της Johnson & Johnson. Περιέγραψε τις έρευνες των αμερικανικών διωκτικών αρχών όσον αφορά την υπερτιμολόγηση των υλικών, ενώ σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σημείωσε ότι ο αντιπρόσωπος της DePuy εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτης off shore εταιρείας με έδρα τη Νήσο του Μαν (Ηνωμένο Βασίλειο) μέσω της οποίας φέρεται να διακινούνταν τα “μαύρα χρήματα”.
Η εισαγγελέας παρότι χαρακτήρισε ως εξαιρετική τη δουλειά που έκανε το ΣΔΟΕ για την αποκάλυψη των πτυχών της υπόθεσης που αφορούσαν στα ελληνικά νοσοκομεία, εντούτοις ανέφερε πως η διερεύνησή της έπρεπε να ανατεθεί στο Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Υγείας. “Δεν διερευνήθηκαν χρήσιμες παράμετροι για να δούμε εάν τελέστηκε το αδίκημα του ξεπλύματος σε σχέση με τη δωροληψία” σημείωσε ενώ έκανε λόγο για “βιασύνη” των διωκτικών αρχών και “μπακαλίστικη αριθμητική”.