Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Φεβρουάριο του 2015 με μήνυση της τότε διοίκησης του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, ενώ στο εδώλιο του δικαστηρίου κάθισαν δύο υπάλληλοι του λιμανιού, δύο εκπρόσωποι εταιρείας με έδρα το Κόσσοβο και ένας εκτελωνιστής.
Ύστερα από πολυήμερη ακροαματική διαδικασία, οι δικαστές του Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης αποφάσισαν ομόφωνα να αθωώσουν και τους πέντε κατηγορούμενους. Εκφωνώντας το σκεπτικό της απόφασης, η πρόεδρος του δικαστηρίου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποδείχθηκε η κλοπή ούτε εντοπίστηκε το προϊόν της κλοπής. Επισήμανε δε, πως δεν διαπιστώθηκαν κενά στη φύλαξη των τσιγάρων και δεν αποδείχθηκε ο χρόνος μεταφοράς τους από το σημείο όπου είχαν αρχικά αποθηκευτεί ως κατασχεμένα.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, επρόκειτο για 2.078 χαρτοκιβώτια, με πάνω από 1 εκατομμύριο πακέτα με τσιγάρα. Είχαν κατασχεθεί το 2000. Χαρακτηρίστηκαν ως προϊόντα παραποίησης-απομίμησης και φυλάσσονταν επί σειρά ετών στην αποθήκη 24 της ελεύθερης ζώνης του λιμένα προκειμένου να καταστραφούν. Η αξία τους προσδιορίστηκε σε 3.630.000 ευρώ και αναλογούσαν σε δασμούς και φόρους, ύψους 3.526.000. ευρώ.
Όπως δέχθηκε το Δικαστικό Συμβούλιο που τους παρέπεμψε στη δίκη, το συγκεκριμένο φορτίο κλάπηκε κατά την μεταφόρτωση ποσότητας 36.000 χαρτοκιβωτίων τσιγάρων που είχε αγοράσει εκπρόσωπος της εταιρείας με έδρα το Κόσοβο, πλειοδοτώντας σε νόμιμο πλειστηριασμό. Τα κατασχεμένα τσιγάρα φέρεται να κατέληξαν, ανασυσκευασμένα, σε κοντέινερ εκτός Ελεύθερης Ζώνης και μαζί με το εμπόρευμα του πλειοδοτικού διαγωνισμού, εξήχθησαν με πλοία σε Ρουμανία, Ολλανδία, Λιθουανία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.