Ο Γιώργος Γρηγοριάδης, εκπαιδευτικός γυμναστής στην Δευτεροβάθμια Πέλλας, είχε να αρρωστήσει 15 ολόκληρα χρόνια. Ο κορονοϊός μπήκε στη ζωή του αναπάντεχα και τον έστειλε στο νοσοκομείο Γιαννιτσών. Τα όσα έζησε θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένα μέσα του…
“Σήμερα (χθες) πήρα το αποτέλεσμα του τεστ που επιβεβαίωσε ότι είμαι αρνητικός στον κορονοϊό. Με την αφορμή αυτή θέλω να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία μου. Μου πήρε δεκαπέντε μέρες να γράψω το παρακάτω κείμενο
και με εξουθένωσε αλλά επιτέλους τελείωσε” έγραψε σε διαδικτυακή του ανάρτηση.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του βιντεοσκόπησε με το κινητό του τηλέφωνο στιγμές που περνούσε και τις μόνταρε με ένα ερασιτεχνικό πρόγραμμα.
Τα βιντεοσκοπημένα πλάνα από τον θάλαμο Covid του Νοσοκομείου Γιαννιτσών, αναρτήθηκαν από τον ίδιο πριν από λίγες ώρες στη σελίδα του στο Facebook, θέλοντας με αυτό το τρόπο να μοιραστεί με τους φίλους του την τρομακτική, όπως την περιγράφει, εμπειρία του.
Το κείμενο του Γιώργου Γρηγοριάδη
«Σήμερα 09 Δεκεμβρίου 2020 συμπληρώνονται ακριβώς τριάντα ημέρες που «πολεμώ» τον Κορωνοϊό COVID-19.Δε χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη «πολεμώ»… γιατί για αυτό ακριβώς πρόκειται. Μία πραγματική μάχη με θύματα και απώλειες.
Έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες από τη στιγμή που βγήκα από το νοσοκομείο. Βρίσκομαι στο σπίτι μου για τη δεύτερη φάση της θεραπείας της πνευμονίας, και μόλις τελείωσε μία καινούρια καραντίνα 15 ημερών. Όλες αυτές τις μέρες έζησα απομονωμένος σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μου με ελάχιστη αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους. Τα παιδιά μου τα έβλεπα για δύο λεπτά, μόνο από απόσταση και φυσικά πάντα με μάσκα, επειδή η άμυνα του οργανισμού μου είναι πολύ εξασθενημένη.
Ευτυχώς έχω τη γυναίκα μου συνεχώς δίπλα μου να με φροντίζει και με την περιποίησή της γίνομαι κάθε μέρα και λίγο καλύτερα. Δόξα τον θεό κανένας τους δε νόσησε. «Πως ήταν μέσα στο νοσοκομείο» με ρώτησε η Καλλιόπη. Ήταν η πιο φυσιολογική ερώτηση που μπορούσε να μου κάνει. Μέχρι τώρα δεν κατάφερα να της απαντήσω… Δεν μπορούσα…Πνιγόμουν… Πρέπει όμως να το κάνω για να βρω την ψυχική μου ηρεμία. Να το ξέρετε… θα φωνάξω… θα βρίσω… θα ουρλιάξω… θα πονέσω… Aλλά θα είναι η ψυχή μου αυτή που μιλάει. Όποιος θέλει ακούει… Στα εξωτερικά ιατρεία…
Για να πω την αλήθεια τα τελευταία 15 χρόνια δεν είχα αρρωστήσει ποτέ. Ήμουν πάντα γερός και δυνατός σαν ταύρος. Έτσι όταν την Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020 άρχισα να έχω δέκατα πυρετού και αδυναμία ξαφνιάστηκα. Ήρθα σε επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ και την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020 έκανα το μοριακό τεστ COVID-19. Δύο μέρες μετά… το Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020 έμαθα ότι είμαι θετικός.
Όλες αυτές τις ημέρες ο πυρετός μου ανέβαινε συνεχώς και εγώ χειροτέρευα. Μέχρι την Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020 ο πυρετός μου είχε φτάσει 39.6 και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Ο γιατρός μου Μ. Α. είπε πως έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο οπωσδήποτε για θεραπεία. Όσα χρόνια κι αν περάσουν όμως… ποτέ όμως δε θα ξεχάσω τα λόγια του. «Πήγαινε παιδί μου στο νοσοκομείο και οπλίσου με υπομονή γιατί δεν μπορείς καν να φανταστείς αυτά που θα δουν τα μάτια σου εκεί πέρα».
Και έτσι στις 22:30 το βράδυ της Τετάρτης 18 Νοεμβρίου 2020, η γυναίκα μου με άφησε στην είσοδο του νοσοκομείου κι εγώ άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα που οδηγούσε στα πρώην εξωτερικά ιατρεία,
που είναι πλέον η πρώτη γραμμή άμυνας εναντίον του COVID-19. Την ανηφόρα… που οδηγούσε στις πύλες της κολάσεως. Γιατί αυτό ακριβώς αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα. Μία κόλαση.
Μόλις μπήκα μέσα ήταν ο χώρος υποδοχής. Ένας τεράστιος διάδρομος είκοσι μέτρα μήκος και εφτά μέτρα πλάτος γεμάτος καρέκλες, αναπηρικά καροτσάκια που χρησιμοποιούνταν σαν καρέκλες, και 7 ράντζα. Στα πλαϊνά… τα ιατρεία είχαν διαμορφωθεί σε θαλάμους και υπολογίζω πως στον χώρο βρίσκονταν πάνω από 35 ασθενείς. Μία ομάδα 15 περίπου ατόμων (δύο γιατροί και οι υπόλοιποι νοσηλευτές) όλοι ντυμένοι με τις εξωγήινες στολές τους, υποδέχονταν τους ασθενείς. Μου είπαν να κάτσω σε μία καρέκλα και να περιμένω.Δίπλα μου βρίσκονταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόντουσαν σε διπλανές καρέκλες και προσπαθούσαν να στηρίξουν ο ένας τον άλλον. Φαίνονταν έτοιμοι να καταρρεύσουν.
Παραδίπλα ένας κύριος γύρω στα εξήντα έβηχε τόσο δυνατά που στο τέλος κάθε παροξυσμού δεν μπορούσε να αναπνεύσει και τον έπιαναν σπασμοί στην προσπάθειά του να πάρει λίγο οξυγόνο. Και μετά από λίγο ξεκινούσε το μαρτύριο του πάλι από την αρχή.
Ένας τσιγγάνος γύρω στα 25… με σαράντα πυρετό, όπως μου είπε μία νοσηλεύτρια, έλεγε πως δεν έχει τίποτα και απαιτούσε να υπογράψει και να φύγει με δική του ευθύνη, ενώ την ίδια στιγμή πνίγονταν από τον βήχα. Μόνο η σκέψη του τι θα συνέβαινε αν έβγαινε από εκεί μου έφερε τρέλα. Μία μητέρα νοσηλευόταν μαζί με την κόρη της και οι δυό θετικές στον COVID-19 και προσπαθούσαν να βολευτούν και να ξαπλώσουν πάνω σε τρεις καρέκλες. Ήταν και οι δύο εξουθενωμένες.
Μία κυρία 42 χρονών όπως άκουσα να λέει στους γιατρούς, καθισμένη σε μία καρέκλα έκλαιγε σιωπηλά ενώ μιλούσε τρομοκρατημένη στο κινητό της με κάποιον. Φωνές, βογκητά και ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού και προκαλούσαν τρόμο, ενώ πολλοί παππούδες και γιαγιάδες είχαν παραισθήσεις και φώναζαν τα παιδιά τους. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει άλλη φορά τόσο άχρηστος, τόσο ανίκανος να προσφέρω την παραμικρή βοήθεια. Όμως τι θα μπορούσα να κάνω… τι.
Και τότε είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν ζωντανό νεκρό. Ένας παππούς γύρω στα 80… ξανθός με κοντό μαλί και τα πιο γαλανά μάτια που είχα δει ποτέ, βγήκε από έναν θάλαμο. Το βλέμμα του ήταν απλανές, χαμένο αλλά δεν κοιτούσε κάπου συγκεκριμένα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο άδειο βλέμμα σε άνθρωπο. Το στόμα του ήταν μισάνοιχτο σαν να ήθελε να πει κάτι… αλλά λόγια δεν έβγαιναν. Ήταν γυμνός από τη μέση και κάτω και είχε ξηλώσει τον ορό,
την πεταλούδα και τον καθετήρα. Αίμα έσταζε από το χέρι του στο σημείο που ήταν η πεταλούδα. Άρχισε να περπατάει με μικρά βήματα προς την έξοδο για να πάει στο σπίτι του όπως είπε στους νοσηλευτές που έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Άνοια και κορωνοιός… δεν υπάρχει χειρότερος συνδυασμός… μας είπε μία νοσοκόμα.
Μία τρέλα μου ήρθε στο μυαλό… ήθελα να φύγω… να φύγω μακριά… Αλλά που να πάω; Ψηνόμουν στον πυρετό και ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω…