Αυτό επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια Διαχείρισης Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργεια, Ειρήνη Σταυροπούλου.
“Σύμφωνα με τα σχέδια που υπάρχουν και την πορεία των εργασιών του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) για το θέμα της διασύνδεσης της Κρήτης με την Ηπειρωτική Ελλάδα, είναι σίγουρο κατά 99%, καθώς πάντα υπάρχει ο απρόβλεπτος παράγοντας, η μικρή διασύνδεση να ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2020”, είπε χαρακτηριστικά η κα Σταυροπούλου, στο περιθώριο ημερίδας που διοργάνωσε σήμερα, στη Θεσσαλονίκη, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο με θέμα “Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Αποθήκευση Ενέργειας και Ενσωμάτωση στο Δίκτυο”.
Πρόσθεσε δε ότι αρχές του 2023 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί και το μεγάλο έργο της διασύνδεσης με την ηπειρωτική χώρα, από τα Χανιά προς την Αττική, λέγοντας χαρακτηριστικά “η μεγάλη διασύνδεση φαίνεται ότι προχωρά καλά και το έργο ελπίζουμε όλοι ότι θα υλοποιηθεί με βάση τον προγραμματισμό του ΑΔΜΗΕ και θα παραδοθεί το αργότερο αρχές του 2023”.
Σχετικά με τη διασύνδεση των Κυκλάδων, η κ. Σταυροπούλου, υπενθυμίζοντας ότι έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση που αφορούσε τη διασύνδεση της Πάρου με την Μύκονο και τη Νάξο με μονό καλώδιο, επισήμανε ότι ήδη προχωρούν ταυτόχρονα η δεύτερη και τρίτη φάση και στόχος είναι να ολοκληρωθούν εντός του 2021. Υπογράμμισε ότι η δεύτερη φάση αφορά στο να κλείσει ο βρόγχος από την κάτω μεριά μεταξύ των νησιών Πάρου και Νάξου και η τρίτη την διασύνδεση της Σύρος με Λαύριο “και έτσι να διασφαλιστεί η 100% η διασύνδεση των νησιών”.
Προανήγγειλε δε ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έχει ήδη εγκρίνει και την τέταρτη φάση διασύνδεσης των Κυκλάδων, που όπως τόνισε αφορά “τη διασύνδεση και των νότιων νησιών των Κυκλάδων, όπως είναι η Σαντορίνη”.
Μεταξύ άλλων, η κα Σταυροπούλου εκτίμησε ότι, τελικά, λόγω των πολιτικών εξελίξεων, δεν θα γίνει εντός του 2019 η προκήρυξη του διαγωνισμού από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) για τη μετατροπή των νησιών Σύμης, Αστυπάλαιας και Μεγίστης/Καστελλόριζου σε “έξυπνα νησιά”, διευκρινίζοντας ότι για να τρέξει απαιτούνται δύο υπουργικές αποφάσεις από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Υπενθύμισε ότι η εκτιμώμενη διάρκεια ολοκλήρωσης έκαστου από τα προαναφερόμενα έργα είναι 12 μήνες.
Μιλώντας για το πρόγραμμα “Έξυπνα Νησιά” στα τρία προαναφερόμενα ελληνικά νησιά, η κ. Σταυροπούλου τόνισε ότι στόχος είναι να επιτευχθεί μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ σε ποσοστό άνω του 55%-60%. Υπενθύμισε ότι από την ημερομηνία προκήρυξης των διαγωνισμών από τη ΡΑΕ, ύστερα από τη σχετική εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ και αφού προηγηθεί δημόσια διαβούλευση, οι διαδικασίες αναμένεται να ολοκληρωθούν εντός εννέα μηνών από την προκήρυξή τους.
Στη σημερινή ημερίδα, που διοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και έγινε στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, συμμετείχε επιχειρηματική αποστολή εκπροσώπων γερμανικών επιχειρήσεων και ειδικών.
Στην έναρξη της ημερίδας, χαιρετισμό απηύθυνε ο διευθυντής παραρτήματος Β. Ελλάδας του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Ματίας Χόφμαν (Μatthias Hoffmann) και μεταξύ άλλων ανέφερε ότι στο περιθώριο της ημερίδας προγραμματίστηκε να γίνουν περισσότερες από 100 επιχειρηματικές συναντήσεις B2B, μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών επιχειρηματιών.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Β. Ελλάδας του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Στέφανος Τζιρίτης, επισήμανε στην ομιλία του τις μεγάλες ευκαιρίες για τον ενεργειακό κλάδο που παρουσιάζει η Ελλάδα, τόνισε ότι βρίσκεται σε ανοδική πορεία η παραγωγή ενέργειας στη χώρα μας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και χαρακτήρισε ως “πολλά υποσχόμενο” τον τομέα αποθήκευσης.
Από την πλευρά του, ο σύμβουλος του σχεδίου “Πρωτοβουλία Εξαγωγών Ενέργειας” του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανία, Dirk Kalusa, στην ομιλία του επισήμανε ότι σήμερα οι ΑΠΕ συμμετέχουν με μερίδιο 33% στον ενεργειακό χάρτη της Γερμανία και τόνισε ότι ο στόχος είναι το 2020 το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 34% και το 2050 στο 80%. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η ενεργειακή μετάβαση αντιμετωπίζεται ως πρόκληση στη Γερμανία και επισήμανε ότι στη χώρα του προωθείται αναδιάρθρωση δικτύου ενέργεια και αύξηση των σταθμών αποθήκευσης ενέργειας, αφού όπως διευκρίνισε “παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας εκεί που δεν απορροφάται και αυτό είναι κάτι που δουλεύουμε για να αλλάξει”.