Ο Ηλίας Βενέζης, ο συγγραφέας του πρώτου κατεξοχήν προσφυγικού μυθιστορήματος μετά τα δραματικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, του «31328», περιέγραψε τις ατέλειωτες μέρες της ομηρίας του στα τουρκικά «τάγματα εργασίας» μέχρι την απελευθέρωση του και την επιστροφή του στην Ελλάδα και στην οικογένεια του σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Το νούμερο αυτό «31328» το χαραγμένο στην επιφάνεια της ντενεκεδένιας ταυτότητας κράτησης του, ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Βενέζη. Αλλά και η απόδειξη πόσων και πόσων ανάλογων περιπτώσεων Ελλήνων της Μικρασίας στα «τάγματα εργασίας», τα «αμελέ ταμπουρού». Μια από αυτές, αυτή του Σμυρνιού «σπετσέρη» – φαρμακοποιού, και της μυθιστορηματικής του εύρεσης από την πρόσφυγα στη Συκαμνιά της Λέσβου δασκάλας Ευφροσύνης Σαμολαδά, ζωντανεύει μέσα από την αλληλογραφία τους. Είναι η ιστορία του Νο 26570, κρατούμενου στο 8ο τάγμα, 1ο «μπουλούκι» στο Αϊδίνι.
Μέρος αυτής της αλληλογραφίας που παρουσιάζεται σήμερα εμπιστεύτηκε το 1995, ο φίλος της οικογένειας Σαμολαδά, Λευτέρης Μαρινέλλης. Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του Νοεμβρίου του 1923, όταν αρχίζει η εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης και για τους Έλληνες κρατούμενους στα Τάγματα Εργασίας, όμηρους στην ουσία του τουρκικού κράτους. Όσοι από αυτούς είχαν επιζήσει, επιτρέπεται να επικοινωνήσουν με όποιον μπορούν, προκειμένου να έχουν πληροφορίες σχετικές με την τύχη συγγενών τους για να τους βρουν όταν θα απελευθερωθούν.
Ο Σμυρνιός φαρμακοποιός Νέστωρ Σαμολαδάς «εργαζόμενος» στο φαρμακείο Γαλουμίδου στη Σμύρνη πριν την καταστροφή επιβιβάζει την οικογένεια του λίγο πριν συλληφθεί σε Αγγλικό ατμόπλοιο και τη στέλνει να βρει το αφεντικό του Γαλουμίδη που έχει φύγει για τη Μυτιλήνη. Ακολουθεί η σύλληψη του και…. τέλος, 15 μήνες μετά, στις 20 Νοεμβρίου 1923 γράφει το πρώτο του γράμμα στο γνωστό φαρμακοποιό της Μυτιλήνης Φ. Κουτζουκίδη, ελπίζοντας ότι θα βρει τα ίχνη του φαρμακοποιού επίσης αφεντικού του, που έχει μάθει ότι βρίσκεται στην Πέτρα της Λέσβου και δια αυτού της οικογένειας τους.
Στην επιστολή αυτή (τηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία της εποχής) ο Νέστωρ Σαμολαδάς αναφέρει: Η απόγνωσις εις ην ευρίσκομαι στερούμενος ειδήσεων εκ μέρους της οικογενείας μου, με έφερεν εις την ανάγκην να αποτανθώ εις υμάς και να σας ενοχλήσω, δι’ ο και ζητώ συγνώμην εκ των προτέρων. Ηργαζόμενην εις Σμύρνην εις το Φαρμακείο του κου Ευαγγ. Γαλουμίδου, όστις έφυγεν εγκαίρως ευτυχώς, δια Μυτιλήνην, όπου ευρίσκετο και η οικογένειά του. Μετά την πυρκαϊάν επεβίβασα και εγώ την οικογένειάν μου εις Αγγλικόν Ατμόπλοιον, προτού αιχμαλωτισθώ και παρήγγειλα να μεταβούν εις συνάντησιν του κου Γαλουμίδου. Εκτοτε παρήλθον δέκα πέντε σχεδόν μήνες και ουδεμίαν πληροφορίαν έλαβον τι απέγιναν.
Ο μόνος από τον οποίον ηδυνάμην να ζητήσω πληροφορίας ήτο φυσικά ο κος Γαλουμίδης, αλλά αν και επανειλλημένως έγραψα εις την διεύθυνσίν του, δεν έλαβον ακόμη καμμίαν απάντησιν: Τι συμβαίνει και τι να υποθέσω, αγνοώ. Δια τούτο αποτείνομαι εις υμάς και θερμώς σας παρακαλώ, όπως μου γράψετε σεις δύο λέξεις και με πληροφορήσετε τι γίνεται ο κ. Γαλουμίδης, αν ευρίσκεται εις Μυτιλήνη ή ήλαξε διεύθυνσιν, δια να του γράψω εις την νέα του διεύθυνσιν. Αν γνωρίζετε πού ευρίσκεται, αποστείλατε σας παρακαλώ εις εκείνον την διεύθυνσίν μου με την παράκλησιν να μου γράψη αμέσως ό,τι γνωρίζει δια την οικογένειάν μου, αν ευρίσκωνται εις Πέτραν. Βασιζόμενος εις την καλοκαγαθίαν και τα ευγενή υμών αισθήματα, είμαι βέβαιος ότι θέλετε ενεργήσετε δεόντως, ώστε να δυνηθώ να μάθω και εγώ επί τέλους τί γίνεται και πού ευρίσκεται η οικογένειά μου και θα είμαι δια βίου ευγνώμων. Ζητών και πάλιν συγγνώμην δια την ενόχλησιν, διατελώ μεθ’ υπολήψεως Νέστωρ Δ. Σαμολαδάς φαρμακοποιός.
Λίγες μέρες μετά ο «26570» παίρνει μια επιστολή από το φαρμακοποιό της Μυτιλήνης Φ. Κουτζουκίδη μαζί με την πρώτη επιστολή της γυναίκας του που δουλεύει ως «δημοσιδασκάλισσα» στη Συκαμνιά όπου και έχει συρρεύσει μεγάλος αριθμός Μικρασιατών προσφύγων. Το πρώτο μήνυμα ζωής από τη χαμένη του οικογένεια μετά την Καταστροφή.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιστολή που αμέσως στέλνει στη σύζυγο του ο «26570» Νέστορας Σαμολαδάς. Σε αυτήν με μοναδικό τρόπο περιγράφονται η σύλληψη και οι συνθήκες ζωής των κρατουμένων στα Τάγματα Εργασίας. Αλλά και η κατάσταση που επικρατούσε στη Σμύρνη μετά τη Καταστροφή:
«Αϊδίνιον 15/2/Δεκεμβρίου 1923 Σάββατον. Αγαπημένη μου Φροσούλα. Ας έχει δόξαν ο Θεός, που έλαβον επί τέλους επιστολήν σου και επληροφορήθη ότι υγιαίνετε. Μετά δεκαεξάμηνον σχεδόν αποχωρισμόν, επανευρέθημεν και πάλιν σώοι και υγιείς. Εγραφα επανειλημμέως εις τον Α. Γαλουμίδην αλλά ουδεμίαν ελάμβανον απάντησιν. Μα τι έγιναν επί τέλους, έλεγα, όλοι των απέθανον; Δεν ευρίσκεται κανείς να μου γράψη δυο λόγια.
Και τι μου εστοίχιζε ένα γράμμα ξεύρεις; Εικοσιτετράωρον νηστείαν διότι ηναγκαζόμην να πωλήσω το ταϊνι μου, δια να πληρώσω χαρτοφάκελον και ταχυδρομικά. Εγραψα και εις την Ελένην Μεσιτοπούλου εις Αθήνας (της οποίας ο αδελφός ευρίσκεται εδώ), ζητών πληροφορίας δια σε και δια την Μαμά. Μου απήντησε ότι αντάμωσε εις τας Αθήνας τη Μαμά, Αγγέλαν, Γιώργον και θείον αλλά τώρα διορίσθη ο θείος εις ένα νησί ιερεύς και τους επήρε όλους μαζί του, χωρίς να μου γράψη την διεύθυνσίν των. Δια σε μου γράφει, ότι της είπε η Αγγέλα πως είχες αλληλογραφίαν με τη Μαμά, ότι ευρίσκεσθε εις Μυτιλήνη, ότι εργάζεσαι, αλλά δεν εγνώριζε την διεύθυνσίν σου.
Ο Θεός πειά με εφώτισε και έγραψα και εις τον κον Κουτζουκίδην και ας είνε καλά ο άνθρωπος εφρόντισε και έμαθε και επληροφόρησε και Σε και εμέ. Προτού ακόμη λάβω την ιδιόχειρον επιστολήν σου, βασιζόμενος εις την πληροφορίαν του κου Κουτζουκίδου σου έστειλα επιστολήν εις τους 8 του μηνός, την οποίαν βεβαίως θα έχεις λάβει. Σου γράφω εκεί, ότι ο Παναγιώτης ευρίσκεται εις το 10ον τάγμα, του Ναζλίου, το οποίον τώρα ευρίσκεται εις Άδανα. Ο Αντώνης είναι εδώ μαζί μου, και τώρα που σου γράφω κάθεται δεξιά μου και βλέπει το γράμμα με ανοικτό το στόμα. Είνε καλά. Δυο τρεις φορές ηθέλησα να τον κρατήσω Νοσοκόμον μαζί μου, αλλά εκείνος στενοχωριέται και δεν μπορεί να είνε περιορισμένος. Εργάζεται έξω και παίρνει πότε 20 πότε 30 γρόσια την ημέρα και έτσι κουτσοπερνούμε. Είχα αρρωστήσει και με έστειλαν εις το Νοσοκομείον του Δενεζλή.
Έμεινα εκεί καμιά 40ριά ημέρας και κατόπιν με έστειλαν εις Σμύρνην εις το Νοσοκομείον της Καραντίνας πρώτα, κατόπιν εις το Πανεπιστήμιον του Μπαχρή μπαμπά και κατόπιν εις το Νοσοκομείον που είνε στα Μορτάκια. Εμεινα δηλ. περί τους δυο μήνας στα Νοσοκομεία της Σμύρνης. Εκεί πλέον έγινα καλά και με έστειλαν πάλιν στο μαύρο Αϊδίνι στην θέσιν μου. Το σπίτι του Γαλουμίδου κατοικείται από Πρόσφυγας, το περιεχόμενό του επωλήθη εις δημοπρασίαν, κρεβάτια, έπιπλα κλπ. Η Ιθώμη της Ελευθερίας επίσης κατέχεται.
Την έβλεπα από το Πανεπιστήμιο που επλάγιαζα. Επήγα και εις το Σχολείον σου το Κεντρικόν Παρθεναγωγείον. Είνε ακέραιον και λειτουργεί, το έχουν κάμει αρρεναγωγείον με οικοτροφείον μέσα. Εφαγα και εγώ πολλές φορές από την κουζίνα του. Να δης μια Σμύρνη!!! να τραβάς τα μαλλιά σου! Τι να σου πρωτογράψω τώρα και τι να αφήσω. Όταν με το καλό δώση ο Θεός και ανταμωθώμεν τότε θα σας τα διηγούμεθα νυχτιές ολόκληρες και πάλιν δεν θα τελειώσουν. Δια τον Σάββα της Αγγέλας μας τον είδε κάποιος βουρλιώτης εις Μαγνησίαν αλλά τι απέγινε έκτοτε δεν έμαθα τίποτε. Αν εγλύτωσε, ίσως ευρίσκεται εις τα τάγματα της Μαγνησίας. Εκείνα πια που υποφέρουμε έως τώρα, επέρασαν δόξα τω Θεώ και ανήκουν εις το παρελθόν.
Να δούμε από τώρα και εις το εξής τι μας έχει γραμμένα η Μοίρα μας να περάσωμε ακόμη. Ολο διαδόσεις πως θα φύγωμεν και όλο ξεσηκώματα και δεν μπορούμε να ξεκολλήσωμεν από το Αϊδίνι. Εκαμαν τόσας αποστολάς και ημείς ακόμη εδώ. Εφυγαν οι Ελληνες στρατιώται, έφυγαν οι έλληνες πολίται, έφυγαν ασθενείς και ανίκανοι, προ μηνός έστειλαν και όσους είχαν αλληλογραφίαν με τας οικογενείας των και είχαν να δείξουν ως πιστοποιητικά τα φάκελα που ελάμβανον. Μένομεν τώρα εδώ 750 περίπου άνδρες και περιμένομεν με αγωνίαν και λαχτάρα την ευλογημένη ημέρα που θα απελευθερωθώμεν και ημείς.
Η επιτροπή της ανταλλαγής που είνε τώρα στη Σμύρνη, εμάθομεν ότι ετηλεγράφησεν και μας εζήτησε να μας κατεβάσουν στη Σμύρνη αλλά ο διοικητής του Τάγματος μας απήντησε ότι περιμένει διαταγάς από την κυβέρνησίν του. Ο Θεός να μας λυπηθήπειά. Τόσους μήνας μετά την ειρήνην και ακόμη να έχουν αιχμαλώτους και καθημερινώς κίνδυνοι, ασθένιαι, θάνατοι!!!
Με το τέλος της σχολικής χρονιάς 1923 – 1924, ο Νέστορας Σαμολαδάς έρχεται στη Μυτιλήνη και με τη σύζυγο του αναχωρούν για την Πάτρα όπου εκείνος εργάζεται σε φαρμακείο εκείνη δε σε σχολείο στα «Προσφυγικά» της πόλης. Αλλά και αυτό δε γίνεται χωρίς προβλήματα. Η Κοινότητα της Συκαμνιάς Λέσβου με επιστολή του παρακαλά το Νέστορα Σαμολαδά να μείνει στο χωριό για ένα ακόμα χρόνο για να μη στερηθούν τα παιδιά του χωριού τη μόρφωση. Η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα.