Το βράδυ της Τετάρτης η είδηση για ακόμη τρεις νεκρούς, θυσία στο Μολώχ του κέρδους των Τούρκων μεταφορέων προσφύγων και μεταναστών, οδηγεί δεκάδες δημοσιογράφους να κάνουν ξανά για ακόμα μία φορά τη γνωστή πια διαδρομή Μόλυβος - Εφταλού - Σκάλα Συκαμνιάς… Μα είναι ετούτη η πρώτη βραδιά που ο καιρός είναι πια χειμωνιάτικος. Αέρας, κρύο μαζί κι η μυρωδιά του θανάτου, που είναι πια κυρίαρχη παντού…
Στην είσοδο του Μολύβου, στον δρόμο που σε οδηγεί στο όμορφο χωριό από την Πέτρα, σε ένα παλιό εγκαταλειμμένο λατομείο που τα καλοκαίρια χρησιμοποιείται σαν πάρκινγκ ενός καλοκαιρινού κλαμπ στεγάζεται ένας χώρος πρώτης συγκέντρωσης, ο οποίος λειτουργεί από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας δεν διακρίνεις παρά σκιές μορφών, ρούχα απλωμένα όπου μπορεί κανείς να φανταστεί πως μπορεί άνθρωπος να απλώσει ρούχα για να στεγνώσουν. Άνθρωποι, εκατοντάδες άνθρωποι που στάζουν αρμύρα, που προσπαθούν να στεγνώσουν κι αυτοί, να ζεσταθούν… Άνθρωποι που περιμένουν να μπουν σε κάποιο λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στο Κέντρο Καταγραφής στη Μόρια. Ο δρόμος σε οδηγεί στο λιμάνι. Ταβερνάκια με λιγοστούς πια Ευρωπαίους τουρίστες, ένας ντόπιος μουσικός σε μία γωνιά παίζει με το μπουζούκι του «τα παιδιά του Πειραιά», ένας τουρίστας αποθανατίζει με το I Pad του τη σκηνή, η μακάβρια πομπή με τις σορούς, μία γυναίκα 30 ετών, ένα κορίτσι 15, ένα βρέφος μόλις ενός έτους, ήταν δεν ήταν…
Παίρνεις το δρόμο προς την Εφταλού… Ένας κακός χωματόδρομος σε μία διαδρομή από τις πιο όμορφες στον κόσμο. Μέχρι πέρυσι περπατούσε κόσμος σε τούτη τη διαδρομή, «ο δρόμος του Αρίωνα» την έλεγαν, γιατί δεν μπορούσε, στον δρόμο σου θα συναντούσες δελφίνια να σε ακολουθούν παράλληλα στο διάβα σου και να σε αποχαιρετούν σαν βρισκόσουνα πια στη Σκάλα Συκαμνιάς για να πάρουν το κατόπι άλλον αλαφροΐσκιωτο σαν εσένα… Τώρα τα δελφίνια τα έχουν διαδεχτεί βάρκες. Εκατοντάδες βάρκες κάθε λογής. Στην ακτή, στη θάλασσα… Με κόσμο, χωρίς κόσμο. Άνθρωποι στην ακτή σαν τους πρώτους που συναντάς στα εκεί Θερμά Λουτρά δίπλα από ένα υπεραιωνόβιο οθωμανικό χαμάμ. Εκεί στους δρόμους τους αιώνιους από την Ανατολή στη Δύση μετ’ επιστροφής πάντα…
Άνθρωποι στην ακτή που πανηγυρίζουν, αγκαλιάζονται, φωνάζουν, πετούν στον αέρα τα σωσίβια τους… Ακριβοπληρωμένα πορτοκαλιά ψεύτικα σωσίβια, που γίνονται βαρίδια σαν πέσουν στο νερό και σε πάνε στον πάτο. Άλλο ένα κομμάτι μίας βιομηχανίας ψευδαισθήσεων στην απέναντι ακτή με θύματα, πάντα, τους ίδιους ανθρώπους. Τους φυγάδες που ζητούν απεγνωσμένα ένα πέρασμα στον παράδεισο της Δύσης.
Χώνεσαι στη νύχτα… Άλλη μία βάρκα, κι άλλη μία, κι άλλη, κι άλλη. Τις αντιλαμβάνεσαι από τον ήχο της μηχανής που φτάνει στην ακτή και χτυπά στις πέτρες, τον παφλασμό της θάλασσας από ανθρώπους που πηδάνε σε αυτή για να βγουν στην ακτή, τις κραυγές αγωνίας των γυναικών, τα κλάματα των παιδιών, τους άνδρες που φωνάζουν ονόματα συντρόφων που δεν διακρίνουν στο σκοτάδι τα ουρλιαχτά. Ναι, τα ουρλιαχτά. Ένας άνδρας βγαίνει στον χωματόδρομο ουρλιάζοντας. Η μηχανή της πλαστικής βάρκας, έτσι όπως αυτή έφτασε στην ακτή και έστριψε προς αυτήν, συνέχισε να δουλεύει. Του πήρε το χέρι… Στο φως του αυτοκινήτου διακρίνεις πως αιμορραγεί. Του λείπουν δύο δάκτυλα, το χέρι κρέμεται από τον καρπό, φανερό άσχημο κάταγμα. Ένας από τους πολλούς εθελοντές που «περιπολούν» στην ακτή τού δένει το χέρι πρόχειρα. Σφαδάζει από τον πόνο… Φεύγεις γρήγορα, γρήγορα… Πόσο αντέχεται ο πόνος;
Πιο κάτω, μία γυναίκα σέρνεται σε μία άκρη του δρόμου. Δείχνει το πόδι της. «Το έσπασε… το κύμα την παρέσυρε και την έριξε στα βράχια» λέει μία εθελόντρια, που περιμένει εκεί ένα αυτοκίνητο για να τη μεταφέρουν σε κάποιο σταθμό συγκέντρωσης κι από εκεί στο νοσοκομείο. Πάνω της ένα μωρό, αγκιστρωμένο θαρρείς κλαίει, ουρλιάζει… Η νύχτα έχει ήχους στον δρόμο της προσφυγιάς. Ήχους που σε σημαδεύουν σαν εφιάλτης παντοτινός. Ήχους που σε ακολουθούν… Παραπέρα, πάνω ση θάλασσα, ένας ακόμα σταθμός συγκέντρωσης. Εκατοντάδες άνθρωποι κουκουλωμένοι με κουβέρτες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Με αλουμινένιες κουβέρτες.
Προσπερνάς τη Σκάλα Συκαμνιάς στα γρήγορα… Ούτε που γυρνάς να δεις την Παναγιά τη Γοργόνα, τη θρονιασμένη στον βράχο της. Η ανηφόρα στις ρίζες του όρους Λεπέτυμνος γεμάτη ανθρώπους… Ανεβαίνουν έναν αλλιώτικο δικό τους πραγματικό Γολγοθά. Στην κορυφή του ένας σταθμός συγκέντρωσης της Ύπατης Αρμοστείς του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Οι άνθρωποι τρέχουν δεξιά κι αριστερά. Στο φως των προβολέων να μαζέψουν ό,τι μπορεί να συμμαζευτεί. Αν συμμαζεύεται. Ένας Έλληνας γιατρός, παλαιστινιακής καταγωγής, από το Κέντρο Υγείας της Καλλονής γιατροπορεύει έναν τρυματία. Μιλάει μαζί του αραβικά. Ο γιατρός μιλά, ο τραυματίας ουρλιάζει από τον πόνο. Ο γιατρός ζητά από τους ανθρώπους του ασθενοφόρου, που ήρθε για τη μεταφορά, ηπαρίνη… Ο τραυματιοφορέας τον κοιτά περίεργα… «Δεν έχουμε γιατρέ» ακούς… Ξέμειναν κι από ανθρώπους, κι από υλικά κι από αυτοκίνητα στο ΕΚΑΒ, σου λέει ο οδηγός του ασθενοφόρου. «Πόλεμος κανονικός αποσώνει…». Πόλεμος κανονικός.
Στον δρόμο της επιστροφής, προσπερνώντας καταυλισμούς κι ανθρώπινες σκιές που κινούνται στον δρόμο, προσπαθείς να μετρήσεις τα θύματα ετούτου του πολέμου. Μικρά παιδιά, ένα, δύο τρία, τέσσερα, πέντε… Μεγάλοι άνθρωποι… Για ποιον να πρωτοθρηνήσει κανείς; Για όσους έφυγαν ή για όσους έζησαν;
Περασμένα μεσάνυχτα, Πέμπτη προς Παρασκευή. Στο λιμάνι της Μυτιλήνης το «Ελευθέριος Βενιζέλος», το πλοίο συνώνυμο της εξόδου των προσφύγων από τη Μυτιλήνη στον Πειραιά, φορτώνει ανθρώπους. Χαρούμενοι όλοι, πανηγυρίζουν, σχεδόν, που φεύγουν… Δεν ξέρουν φαίνεται πως τα δύσκολα, ίσως, μόλις άρχισαν…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ