«Οι Βενζίνες του Βόλου» παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Πρόκειται για τα μικρά ξύλινα ναυτικά σκαριά που δραστηριοποιούνταν τις καλοκαιρινές περιόδους, όργωναν τον Παγασητικό και μετέφεραν χιλιάδες Βολιώτες τον περασμένο αιώνα, στις πανέμορφες και χιλιοτραγουδισμένες ακτές της περιοχής.
Ήταν ξύλινα καΐκια που εξυπηρετούσαν τις τοπικές θαλάσσιες συγκοινωνίες από τις αρχές της δεκαετίας του ΄20 μέχρι και πριν από περίπου 40 χρόνια όταν ακόμη οι δρόμοι ήταν υποτυπώδεις και η ανάπτυξη των οδικών μεταφορών έκανε τα πρώτα δειλά βήματα στην πατρίδα μας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τα ολόλευκα ως επί το πλείστον καΐκια, ήταν τύπου βαρκαλά με καθρέφτη στην πρύμη, δηλαδή «παπαδιά» στη ναυτική γλώσσα και μετατρέπονταν από εμπορικά και αλιευτικά σε επιβατικά με την τοποθέτηση ξύλινων πάγκων, διέθεταν ελαφρύ σκέπαστρο για την προστασία από τον καυτό ήλιο, το μήκος τους κυμαινόταν από 10 μέχρι και 20 μέτρα τα μεγαλύτερα και μπορούσαν να μεταφέρουν 25 ως και 40 επιβάτες τα πιο μεγάλα, που τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ξεπέρασαν και τους 100 επιβάτες.
Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’20 που ο Βόλος είχε δεχθεί και χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αμέσως μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο και ιδίως στις αρχές του ’60, εμφανίστηκαν καινούρια και μεγαλύτερα σκαριά, πάντα ξύλινα, φτιαγμένα στους ταρσανάδες της περιοχής και μάλιστα με ίσιο κατάστρωμα, τα σκάφη αυτά ήταν πλέον μηχανοκίνητα με πετρελαιοκινητήρες ή βενζινοκινητήρες και ήταν τόσο πρωτοποριακά που χρόνο με τον χρόνο, η πελατεία αυξανόταν και τα σκάφη πολλαπλασιάζονταν αφού η επιβατική κίνηση ήταν μεγάλη.
Τα δρομολόγια και οι γραμμές
Οι περίφημες «βενζίνες του Βόλου» ξεκινούσαν τα δρομολόγιά τους από τον Μάιο και όσο το επέτρεπε ο καιρός και ο Παγασητικός διατηρούσε τις μπουνάτσες του, τα δρομολόγια συνεχίζονταν και ως τα τέλη Σεπτεμβρίου ή τις αρχές Οκτωβρίου.
Οι πιο κύριες και σημαντικές γραμμές ήταν δύο και συνέδεαν τον Βόλο με τα Πευκάκια και τις Αλυκές, αλλά κατά καιρούς δεν υπήρχε παραλία που να μη συνδέεται με το λιμάνι του Βόλου και έτσι τα πανέμορφα αυτά σκαριά έφταναν στον Άναυρο, στην Αγριά, στο Σουτραλί και στα Πλατανίδια ακολουθώντας τη γραμμή του αστικού τραμ και του τρένου του Πηλίου που τα μεταπολεμικά χρόνια αποτελούσαν το κύριο μεταφορικό μέσο στην πόλη του Βόλου.
Οι «βενζίνες» όπως τις αποκαλούσαν όλοι, άρχισαν τα κινούνται το καλοκαίρι του 1920 προς τα Πευκάκια, απέναντι δηλαδή από το λιμάνι επειδή την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή το 1919 άρχισε να λειτουργεί στον πευκόφυτο λόφο το εξοχικό κέντρο «Τα ωραία Πευκάκια» του Κυρίτση, και έσπευδαν οι Βολιώτες να απολαύσουν τη δροσιά της θάλασσας και των πεύκων. Προς τα Πευκάκια πήγαιναν τα μικρότερα σκάφη και τα συνεχή δρομολόγια διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν στήθηκε στην περιοχή το εμβληματικό μέχρι και σήμερα «Μπούρτζι», αγαπημένο στέκι των νεολαίων της εποχής.
Η ακόμη πιο σημαντική σύνδεση ήταν εκείνη με τις Αλυκές, προάστιο του Βόλου, που εκείνη την εποχή φάνταζε ως μακρινό και δυσπρόσιτο. Το 1928 όμως, που ο επιχειρηματίας Δημήτρης Θεοδώρου, νοίκιασε από το Δημόσιο μία παραλία και την μετέτρεψε σε κοσμική πλαζ υπό την ονομασία «Πλαζ Λουτρών Αλυκών» η κίνηση της γραμμής εκτοξεύθηκε στα ύψη και από το 1930 η ανάπτυξη της περιοχής ήταν ραγδαία. Από το 1930 ως τα μέσα του ’80, λειτούργησαν 50 «βενζίνες» στον Βόλο.
Η διαδρομή μέχρι τα Πευκάκια, δηλαδή ο διάπλους του λιμανιού, διαρκούσε γύρω στα 15-20 λεπτά ανάλογα με την αποβάθρα προσέγγισης, αφού υπήρχαν σκάλες κάτω από το εξοχικό κέντρο «Πευκάκια» που σώζεται ως σήμερα ως «Μπούρτζι» όσο και κάτω από το κέντρο «Αμπελάκια» που δεν υπάρχει πια, ενώ από το 1970 και μετά, προτιμούνταν η πέτρινη σκάλα των παλιών πυριτιδαποθηκών, κάτω από το άλσος Σέφελ.
Για τις Αλυκές η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μια ώρα, αν και οι «βενζίνες» ήταν μεγαλύτερες και ταχύτερες, αφού η διαδρομή ήταν υπερδιπλάσια από εκείνη για τα Πευκάκια. Οι «βενζίνες» φτάνοντας στις Αλυκές, «έπιαναν» σε σκάλες που είχαν δημιουργηθεί σε αρκετά σημεία της μεγάλης ακτής των Αλυκών, όπως στου Θεοδώρου, στου Αλμπάνη, στου Βακιρλή, στου Μπακονικόλα και κατέληγαν στου Φουντούλη και το εξοχικό κέντρο «Κυανή Ακτή» που λειτουργούσε εκεί. Το 1964 «Τα Λουτρά Αλυκών» πέρασαν στον ΕΟΤ που μετέτρεψε την παραλία σε κορυφαίο χώρο και έγινε σημείο αναφοράς και συνάντησης όλων των νέων της εποχής.
Η κίνηση πλέον ήταν τόσο μεγάλη που άρχισαν να εκτελούνται και νυχτερινά δρομολόγια από το 1955 ως το 1965, όταν τα κέντρα των Αλυκών εμφανίζονταν κορυφαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, που έρχονταν στον Βόλο από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το γλέντι συνεχιζόταν «μέχρι πρωίας».
Εκείνα τα χρόνια γράφτηκαν πολλά τραγούδια για τα γλέντια που γίνονταν στις Αλυκές με αποκορύφωμα το τραγούδι «Στου Βόλου τις ακρογιαλιές» που έγραψε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, συνέθεσε ο Βαγγέλης Μπαλλής, ερμήνευσε η σπουδαία τραγουδίστρια Ανθούλα Αλιφραγκή και αποτέλεσε πραγματικό ύμνο για τους γλεντζέδες της εποχής.
«Στου Βόλου τις ακρογιαλιές, σε μαγεμένα βράδια
κοντά σου πρωτογνώρισα του έρωτα τα χάδια
Βολιώτισσα τα μάτια σου λάμπανε σαν πετράδια
Νύχτες γλυκές στις Αλυκές και στου Μπακονικόλα
μέσ’ στα στολίδια έλαμπες σαν να ‘σουνα Σπανιόλα
κι ενώ ακούγαμε πενιές με φίλαγες μαργιόλα.
Πολλές φορές στο Σουτραλί και άλλες στα Πευκάκια
πότε στου Σώτου ή στου Θωμά σειρά τα ποτηράκια,
μαζί μας έβρισκε η αυγή, στου Βόλου τα σοκάκια.
Στα Πλατανίδια εκδρομές, στην Αγριά γλεντάκια
Βολιώτισσα δε χόρτασα, τα δυο σου τα χειλάκια».
Η εξέλιξη στο πέρασμα των χρόνων
Οι «Βενζίνες του Βόλου» τη δεκαετία του ’60 εξελίχθηκαν και εμφανίσθηκαν ακόμη και διώροφα σκαριά, πιο γρήγορα και πιο άνετα, με ανέσεις και μαλακά καθίσματα, με μεγάφωνα και μουσικές και άρχισαν περιστασιακά να φτάνουν και στα Καλά Νερά, στη Μηλίνα, αλλά και στο Νησί του Τρίκερι για το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο και στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου που γιόρταζε το τοπικό μοναστήρι.
Οι «καραβοκύρηδες» σε οικονομικό επίπεδο είχαν συνεταιρισθεί σε κοινοπραξία και μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις λειτούργησε κάποιος αυτόνομα και έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Ο Γρηγόρης Καρταπάνης, μέλος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών που έχει ασχοληθεί αναλυτικά με τις «βενζίνες του Βόλου» και έχει συλλέξει σπουδαίες πληροφορίες για τη διαδρομή τους, αφού σημάδεψαν την ιστορία του τόπου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ δήλωσε ότι «από την δεκαετία του ΄30 που έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά στοιχεία, ως το 1970, ο αριθμός των σκαφών αυτών ήταν πάντοτε πάνω από δέκα, με αποκορύφωμα τα μέσα της δεκαετίας του ’60 όπου οι βενζίνες έφτασαν συνολικά τις 17. Πολλές “βενζίνες” κατέγραψαν πολύχρονη παρουσία έως και δυόμιση ή τριών δεκαετιών στις βολιώτικες συγκοινωνίες. Άλλες δραστηριοποιήθηκαν για κάποια, περισσότερα ή λιγότερα καλοκαίρια, ενώ υπήρξαν και ορισμένες που εμφανίστηκαν περιστασιακά για μια μόνο σεζόν. Έχουν καταγραφεί τα ονόματα των σκαφών αυτών από το 1930 ως το 1980, μέσα από προφορικές μαρτυρίες, δημοσιεύματα του Τύπου (ανακοινώσεις δρομολογίων κ.α), τους πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου, φωτογραφίες και άλλες πηγές. Μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι ο συνολικός τους αριθμός υπερβαίνει τα 50 σκάφη, δίχως να προσδιορίζεται το ακριβές νούμερο, για προφανείς λόγους (κυρίως τα σκάφη με παρουσία μιας σεζόν κ.α.)».
Τα χρόνια όμως πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν, οι Έλληνες βελτίωσαν το βιοτικό τους επίπεδο, απέκτησαν αυτοκίνητα και οι οδικές συνδέσεις έγιναν βελτιώθηκαν θεαματικά και ο κόσμος επιζητούσε την ευκολία του.
Οι Βολιώτες προτιμούσαν πλέον είτε τα αστικά λεωφορεία, είτε τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα για να μετακινηθούν και η σταδιακή μείωση του επιβατικού κοινού οδήγησε ώστε το 1980 να έχουν απομείνει μόνο 4 «βενζίνες» και τελικά, στην οριστική διακοπή των δρομολογίων το καλοκαίρι του 1987 μόνο δύο. Ο Δήμος Βόλου το 1993 μερίμνησε και αγόρασε την τελευταία «βενζίνα», την «Έλλη», που είχε απομείνει στο λιμάνι κι προσπάθησε για ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους, αλλά και για τις αναμνήσεις, την αναβίωση της γραμμής των Βόλου-Αλυκών, δεν βρήκε ανταπόκριση όμως η προσπάθεια και η ιστορία έμεινε μόνο ως ανάμνηση για τους παλιούς και ως φωτογραφίες για τους νεότερους.
Ο Γρηγόρης Καρταπάνης θυμάται ότι μέσα στα 60 χρόνια που μεσουράνησαν «οι βενζίνες του Βόλου» δεν συνέβη κάποιο σοβαρό ναυτικό ατύχημα, αλλά τα μικροατυχήματα μεταξύ των μικρών πλοίων δεν έλειψαν και ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» στις 4/8/1953 ότι «Περί το μεσονύκτιον της Κυριακής συνεκρούσθησαν εντός του λιμένος οι βενζινάκατοι της γραμμής Πευκακίων, “Λέων” και “Σπύρος”. Εκ των επιβατών ουδείς έπαθε τι. Ζημίας τινάς υπέστη η βενζινάκατος Σπύρος. Ανακρίσεων επελήφθη η αστυνομία λιμένος».
Άρθρα και διαφημίσεις στον Τύπο της εποχής
Στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» γίνονταν και διαφημίσεις των πλοίων, αλλά και ανακοινώσεις από το Λιμεναρχείο της εποχής για τα δρομολόγια που θα εκτελούσαν οι «βενζίνες». Χαρακτηριστικά έγραφε η εφημερίδα το καλοκαίρι του 1954,υπό τον τίτλο «Νέα δρομολόγια των πετρελαιάκατων»: Δια διαταγής του Λιμεναρχείου καθωρίσθησαν ως εξής τα δρομολόγια μεταξύ Βόλου- Αλυκών και Βόλου-Πευκακίων: καθ’ εκάστην ανά ημίσειαν ώραν και από 9.30 π.μ. μέχρι της 12ης μεσημβρινής. Το τελευταίον δρομολόγιον εξ Αλυκών θα πραγματοποιείται την 2.30 μ.μ. Βόλου-Πευκακίων: καθ’ εκάστην ανά ημίσειαν ώραν και από 9 πμ μέχρι 2 μ.μ. Το τελευταίον δρομολόγιον εκ Πευκακίων ωρίσθη την 2.30 μ.μ. τα απογευματινά δρομολόγια θα πραγματοποιούνται από 6 μμ μέχρι 12 μ.μ. η δε τελευταία πετρελαιάκατος θα αναχωρή προς Βόλον την 12.30 νυκτερινήν».
Σε αρθρογραφία του στον «Ταχυδρόμο» ο Γρηγόρης Καρταπάνης επισημαίνει επίσης ότι «Οι βενζίνες πέρα από την δρομολογιακή εξυπηρέτηση, συμμετείχαν και σε διάφορες εκδηλώσεις που διοργανώνονταν από τοπικούς φορείς. Μια τέτοια ήταν η Ναυτική Βραδιά, η τελετή λήξης δηλαδή των εκδηλώσεων τής τότε Ναυτικής Εβδομάδας, όπως τουλάχιστον θυμάμαι στη δεκαετία του ’70. Βράδυ Κυριακής και όλα τα σκάφη φωταγωγημένα, με αφή βεγγαλικών και συριγμούς, περνούσαν το ένα πίσω από το άλλο μπροστά από την παραλία και εξέρχονταν από το αγεφύρωτο τότε “μπουγαζάκι” στο κτήριο Παπαστράτου, για να επιστρέψουν από την είσοδο του λιμανιού. Ανάλογες φιέστες φαίνεται πώς πραγματοποιούνταν και παλιότερα με αφορμή διάφορες άλλες εκδηλώσεις και γεγονότα. Όπως το 1953 που διοργανώθηκε στο Βόλο η 2η Πανθεσσαλική Εμποροβιομηχανική Έκθεση, στην οποία εξέθεταν τα προϊόντα και τις δραστηριότητές τους τοπικές (Θεσσαλικές) επιχειρήσεις και σημειώθηκε αξιοπρόσεχτη επιτυχία. Πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με την ετήσια εμποροπανήγυρη (παζάρι) αλλά διήρκεσε 10 ημέρες, έως μετά το Δεκαπενταύγουστο κι εκτός από τις αμιγώς εμπορικές πράξεις οργανώθηκαν πολλές αθλητικές και πολιτιστικές- καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Το βράδυ της τελευταίας μέρας της έκθεσης, υπήρξε η τελετή λήξης της, η λεγόμενη “ενετική εορτή” ή “φαντασμαγορική θαλασσινή εορτή”, με πυροτεχνήματα στη παραλία και παρέλαση φωταγωγημένων σκαφών, όπου συμμετείχαν και οι βενζίνες, ενώ η μπάντα του δήμου παιάνιζε πάνω σε ρυμουλκούμενη φορτηγίδα».
Όλα αυτά αποτελούν την ζωντανή ιστορία σε μια πόλη που αναπτύχθηκε ραγδαία τον περασμένο αιώνα, που πάντα πρωτοπορούσε και είχε ανοιχτούς ορίζοντες προς τη μεριά της θάλασσας και ήταν το όνειρο για κάθε νέο να κατοικήσει και να ζήσει στην πατρίδα του Ιάσονα και να προχωρήσει προς το μέλλον.
Οι «βενζίνες του Βόλου» πέρασαν στην ιστορία όπως και τόσα άλλα στον ευλογημένο τόπο υπό τη σκιά του Βουνού των Κενταύρων.