«Κατά τις βραδινές, κυρίως, ώρες οι συνθήκες ποιότητας του αέρα στην Πάτρα είναι κακές, με τις μετεωρολογικές συνθήκες να ευνοούν τη συγκέντρωση μεγαλύτερης ρύπανσης σε περιοχές του κέντρου και στις νότιες συνοικίες της πόλης»...
Αυτά τονίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης, σχετικά με τη συγκέντρωση σωματιδίων στην ατμόσφαιρα της αχαϊκής πρωτεύουσας, κυρίως από την καύση των τζακιών.
Οι μετρήσεις των ρύπων πραγματοποιούνται από τους σταθμούς του συστήματος «Αιθέρας», που δημιούργησε και λειτουργεί το Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας και όπως επισημαίνει ο καθηγητής, «τα στοιχεία των τελευταίων 24ωρων είναι πολύ χαρακτηριστικά, αφού οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων είναι πολύ πάνω από το δείκτη με τιμή 50 που είναι η κακή ποιότητα αέρα και ως εκ τούτου πάμε στην πολύ κακή ποιότητα αέρα».
Μάλιστα, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «αυτό που εμείς μετράμε πολύ καλύτερα είναι τα μικρά αιρούμενα σωματίδια, διότι παρουσιάζουν και το περισσότερο ενδιαφέρον, αφού έχουν την ικανότητα να εισέρχονται βαθύτερα στο αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού».
Εξηγώντας ο Ανδρέας Καζαντζίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, γιατί επιβαρύνονται περισσότερο περιοχές του κέντρου της Πάτρας και οι νότιες συνοικίες, αλλά λιγότερο η ευρύτερη περιοχή του Ρίου, του Καστελλόκαμπου και της Αγυιάς, σημειώνει:
«Στην ευρύτερη περιοχή του Ρίου δεν καταγράφεται τόσο μεγάλη συγκέντρωση αιρούμενων σωματιδίων, παρόλο που υπάρχουν πήγες ρύπανσης και είναι αρκετά πυκνοκατοικημένη, διότι συνήθως πνέουν βόρειοι και ανατολικοί άνεμοι, οι οποίοι βοηθούν στο να διαλύονται οι ρύποι. Αντίθετα, σε περιοχές του κέντρου της πόλης και στις νότιες συνοικίες οι άνεμοι δεν βοηθούν στην απομάκρυνση των αιωρούμενων σωματιδίων. Έτσι λοιπόν, σε συνδυασμό και με το ανάγλυφο της περιοχής, δηλαδή την ύπαρξη μικρών βουνών, έχουν ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των ρύπων στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας».
Αναφερόμενος στο εάν επιβαρύνει την ποιότητα της ατμόσφαιρας ο ελλιμενισμός πλοίων στο νότιο λιμάνι, ο Ανδρέας Καζαντζίδης λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Με βάση τα αποτελέσματα των μετρήσεων που έχουμε κάνει στην περιοχή του νότιου λιμανιού δεν φαίνεται, τουλάχιστον για την περίοδο του χειμώνα, να αποτελεί το λιμάνι κάποια σημαντική πηγή ρύπανσης. Δηλαδή, μπορεί να έχουμε κάποια ρύπανση, όταν ένα πλοίο είναι ελλιμενισμένο για ορισμένο χρονικό διάστημα πολύ λίγων ωρών και με τις μηχανές του σε λειτουργία, αλλά παρόλα αυτά, η ρύπανση, η οποία είναι αρκετά υψηλή, οφείλεται κατά βάση στις ανθρώπινες δραστηριότητες γύρω από το λιμάνι. Για παράδειγμα τις πρωινές ώρες υπάρχει μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων στην παραλιακή λεωφόρο της Ακτής Δυμαίων, όπως επίσης και καύση ξύλου για τζάκια στις νότιες συνοικίες που βρίσκονται κοντά στο λιμάνι».
Όσον αφορά στον επιβαρυντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίζει η καύσιμη ύλη των τζακιών στην ρύπανση της ατμόσφαιρας, ο καθηγητής σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το διαπιστώσουμε. Εμείς μετράμε τις συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς την χημική σύστασή τους και χωρίς να μετράμε διάφορες άλλες ενώσεις, όπως για παράδειγμα διοξίνες που προέρχονται από κατεργασμένη ξυλεία.
Πάντως, αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι με βάση όσα έχω δει από μετρήσεις που έχουν γίνει, αλλά και από δημοσιεύσεις, δεν είναι ανιχνεύσιμες τέτοιες ουσίες στην ευρύτερη ατμόσφαιρα της Πάτρας».
Κλείνοντας, ο καθηγητής Ανδρέας Καζαντζίδης επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «είναι σίγουρο πως τα αιωρούμενα σωματίδια έχουν κάποια τοξικότητα, για αυτό και σε μεγάλες συγκεντρώσεις προκαλούν βραχυχρόνια προβλήματα και ως εκ τούτου πρέπει να προσέχουμε τις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους ανθρώπους που έχουν κάποια αναπνευστικά προβλήματα και μακροπρόθεσμα όλους».