“Αυτή η έχθρα με τον Γιώργο Σαρακίνη δεν ξεκίνησε από τον δεύτερο κατηγορούμενο και το γεγονός ότι ο πατέρας του πρώτου είχε σκοτώσει τον πατέρα του δεύτερου, αλλά από τη σχέση που είχε στο παρελθόν ο αδελφός του με τη σύζυγό μου”.
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την απολογία του ο καθ΄ ομολογίαν δράστης της δολοφονίας του Σαρακίνη, ο οποίος κάθισε στο εδώλιο μαζί με τον φίλο και κουμπάρο του, έξω από το βενζινάδικο του οποίου έγινε το έγκλημα, σε κεντρικό δρόμο της Ζακύνθου.
Ο 2ος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, της παράνομης οπλοκατοχής και παραποίησης όπλου κατά την απολογία του υποστήριξε ότι αν γνώριζε τι θα έκανε ο φίλος του, θα τον σταματούσε.
Ο βασικός κατηγορούμενος, που είναι ο άνθρωπος που πυροβόλησε το θύμα εξήγησε στο δικαστήριο ότι ο Γιώργος Σαρακίνης είχε κάνει τη ζωή του μαρτύριο και ότι απειλούσε τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς στο παρελθόν η σύζυγός του διατηρούσε ερωτική σχέση με τον αδελφό του θύματος.
“Κάθε φορά που βρισκόμασταν ένιωθα απειλή” ανέφερε χαρακτηριστικά. Δήλωσε μετανιωμένος για την πράξη στην οποία έφτασε καθώς βρισκόταν σε ένα συνεχή φόβο που του είχε προκαλέσει η συνεχής πίεση και βία από το θύμα και το περιβάλλον του.
Δεν έπρεπε να έχω αφαιρέσει μία ζωή
Ο ίδιος εξήγησε ότι με το που έγινε γνωστή η σχέση του με την μέλλουσα σύζυγό του, δεχόταν απειλές από μέλη της οικογένειας του θύματος ακόμα και μέσα από τη φυλακή. “Ήξερα ότι προερχόταν από οικογένεια που είχε προβλήματα με το νόμο αλλά δεν έδινα βάση. Στην πορεία κατάλαβα ότι εννοούσε τις απειλές και έφυγα για την Αυστραλία.
Νόμιζα ότι η ιστορία είχε λήξει, επέστρεψα στη Ζάκυνθο και άνοιξα μία επιχείρηση. Δεν σταμάτησαν όμως ποτέ να με κυνηγάνε” ανέφερε ο κατηγορούμενος.
Στη συνέχεια εξιστόρησε διάφορα περιστατικά όπου, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, το θύμα σήκωσε μέχρι και όπλο εναντίον του. Απειλές για τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά και πυροβολισμοί έξω από σπίτι της οικογένειας του δημιούργησαν – όπως είπε – ένα συνεχή φόβο. Μάλιστα εξήγησε ότι χρειάστηκε ψυχιατρική υποστήριξη και φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
“Δεν είμαι άνθρωπος της βίας. Πήγα αρκετές φορές στην αστυνομία, στο λιμενικό, στον εισαγγελέα όμως δε με βοήθησε κανείς. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήμουν πάντα απειλούμενος χωρίς βοήθεια από κανέναν” ισχυρίστηκε τονίζοντας ότι ο Γιώργος Σαρακίνης “δε δέχτηκε ποτέ να του αντισταθεί άνθρωπος”. Εξήγησε ότι άρχισε να οπλοφορεί και να έχει μία καραμπίνα – που του είχε δηλώσει κάποτε ο πατέρας του για κυνήγι -στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, 15 μέρες πριν τη δολοφονία.
Η μοιραία μέρα της δολοφονίας
Το πρωί της δολοφονίας ο πρώτος κατηγορούμενος βρισκόταν στο βενζινάδικο του δεύτερου κατηγορούμενου έχοντας λάβει φαρμακευτική αγωγή. Την πρώτη φορά που το θύμα πέρασε από εκεί οδηγώντας το μαύρο Smart, όπως είπε ο ίδιος στην απολογία του, τον κοίταξε προκλητικά και ο ίδιος ένιωσε αγανάκτηση.
Μετάνιωσα από την πρώτη στιγμή που μου είπαν πως είχε πεθάνει
“Όταν μετά από 15′ πέρασε ξανά, πήρα την καραμπίνα από το αυτοκίνητο και στάθηκα στη μέση του δρόμου. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Ήθελα να τον αποτρέψω από το να με πλησιάσει. Ήταν λάθος μου να πάρω την καραμπίνα αλλά δεν είχα τι άλλο να κάνω. Με πλησίασε, είδα το πρόσωπο του. Είχε χαμηλή ταχύτητα, σαν να περπατούσε. Τον είδα να απλώνει το χέρι του στο παρμπρίζ. Νόμιζα ότι τραβούσε όπλο για να με πυροβολήσει. Άρχισα να χτυπάω το αυτοκίνητο χωρίς να σκεφτώ”. Έτσι περιέγραψε τη σκηνή του φόνου συμπληρώνοντας:
“Δεν έπρεπε να έχω αφαιρέσει μία ζωή. Έπρεπε τώρα να είμαι σπίτι μου κι εκείνος φυλακή για τις πράξεις του. Μακάρι να ήμουν εδώ κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας και να τον ρωτούσα γιατί μου τα έκανε όλα αυτά”.
Ο κατηγορούμενος μετά την δολοφονία ανέβηκε στη μηχανή του και πήγε στην αστυνομία. “Δεν ήξερα ακριβώς τι είχα κάνει αλλά ήξερα ότι ήταν κάτι κακό. Μετάνιωσα από την πρώτη στιγμή που μου είπαν πως είχε πεθάνει. Δεν πίστευα ότι θα φτάναμε εκεί. Αν ήξερα ότι θα τον σκότωνα θα έφευγα από το νησί” δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου.
πηγή: thebestnews