Τα μικρά παιδιά την πρώτη μέρα του χρόνου επισκέπτονται τους συγγενείς (γιαγιάδες, παππούδες, θείους, νονούς) και παίρνουν από αυτούς χρηματικό ποσό εν είδει δώρου το οποίο ονομάζεται μπουλουστρίνα.
Την Πρωτοχρονιά όλες οικογένειες της Κω συνηθίζουν να φτιάχνουν τον «μπακλαβά» από φύλλα ζύμης που ανοίγουν με το «πιτθαριόξυλο» και τα απλώνουν στο ταψί με σησάμι καβουρδισμένο και καρύδι ή αμύγδαλο. Οι οικογένειες, που έχουν κορίτσια αρραβωνιασμένα και τα πλουσιόσπιτα κάνουν δυο ταψιά μπακλαβά, τον «καλό» δηλ. το μεγάλο ταψί και τον «κέλη» δηλ. το παρακατιανό μικρό ταψί, για να φαγωθεί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τον καλό θα τον χαλάσει, θα πάρει, δηλαδή, το πρώτο κομμάτι από το ταψί, που βάζουν μπροστά του, ο γαμπρός ή παλαιότερα ο παπάς, που έβγαινε στα χωριά και αγίαζε για το καλό του χρόνου.
Στο νησί της Λέρου μόλις γυρίσει ο χρόνος ένας που βρίσκεται έξω από το σπίτι έρχεται κρατώντας ένα δοχείο με νερό και μια πέτρα. Είναι το ποδαρικό του σπιτιού.
Με το νερό ραντίζουν στα τέσσερα καντούνια (γωνιές) μέσα στο σπίτι μέχρι να ‘ρθει τον επόμενο χρόνο η καινούργια πέτρα και εύχονταν «όπως η πέτρα είναι γερή έτσι να ναι και η υγειά σας όλο το χρόνο». Ο αρχηγός της οικογένειας σπάει το ρόδι. Μπαίνει τρία βήματα μέσα και λέει: «ένα, δύο, τρία μέσα τα καλά.» κάνει τρία βήματα πίσω και λέει «ένα, δύο, τρία έξω τα κακά». Σπάει μετά το ρόδι σε μια γωνιά της πόρτας και αφήνει σαράντα κούνια μέσα στο σπίτι για σαράντα ημέρες. Πολλές φορές το νερό το φέρνουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Σηκώνονται πολύ πρωί πριν βγει ο ήλιος και το νερό το λένε αμίλητο, γιατί καθώς το φέρνουν δεν μιλάνε καθόλου. Ρίχνουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού νερό και λένε «όπως τρέχει το αθάνατο νερό έτσι να τρέχουν και τα καλά και τα πλούτη στο σπίτι». Όταν γυρίσει ο χρόνος κόβουν την βασιλόπιτα. Αυτού που θα του τύχει το φλουρί θεωρείται τυχερός και το φυλάει.
Το πρωί επίσης της Πρωτοχρονιάς στη Λέρο, σφάζανε έναν μαύρο πετεινό που τον φυλάγανε όλο το χρόνο για αυτή την ημέρα. Έπρεπε να είναι οπωσδήποτε μαύρος. Γυρίζανε ανατολικά το κεφάλι του, τον σφάζανε και τον κάνανε σούπα.