Οι απαντήσεις της μικρής για τις ζωγραφιές της, πάγωσαν γιατρούς και ψυχολόγους. Κρίθηκαν ένοχοι οι στενοί συγγενείς της, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό...
Ενώπιον του Αρείου Πάγου με αίτηση αναιρέσεως της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία κρίθηκαν ένοχοι για βιασμό από κοινού μιας 7χρονης, προσέφυγαν η μητέρα, ο παππούς και η θεία της ανήλικης.
Ο παππούς ηλικίας 80 ετών, η μητέρα ηλικίας 42 ετών και η θεία ηλικίας 53 ετών, κρίθηκαν συγκεκριμένα ένοχοι για τις πράξεις του βιασμού από κοινού, της αποπλάνησης κατ’ εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας κατ’ εξακολούθηση στην πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου σε βάρος της ανήλικης εγγονής του πρώτου και επιβλήθηκε σ’ αυτούς η συνολική ποινή κάθειρξης 25 ετών στον πρώτο, 35 ετών στη δεύτερη και 25 ετών στην τρίτη.
Το χρονικό της υπόθεσης που συγκλόνισε τη Ρόδο
Ο μηνυτής πατέρας και η κατηγορούμενη μητέρα της 7χρονης, είχαν παντρευτεί στις 11 Νοεμβρίου του 1995. Από τις 22 Σεπτεμβρίου 2000 ο μηνυτής και η μητέρα της τελούσαν σε διάσταση και με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, αφαιρέθηκε η προσωρινή επιμέλεια της ανήλικης από την κατηγορούμενη και ανατέθηκε προσωρινά στο μηνυτή με τον οποίο διέμενε στο σπίτι του.
Με άλλη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ρυθμίστηκε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας της κατηγορούμενης μητέρας με την κόρη της. Στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής η μητέρα φέρεται να πήρε την ανήλικη από την οικία του μηνυτή και να την πήγε στο σπίτι της, όπου βρισκόταν και η δεύτερη κατηγορουμένη, αδελφή της.
Αυτό έγινε πριν την εορτή του Πάσχα 2003, σε μη ακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία. Εκεί, όπως καταγγέλθηκε, η πρώτη κατηγορουμένη και ενώ η δεύτερη κρατούσε σφιχτά τα χέρια της ανήλικης, την ακινητοποίησε, έπεσε πάνω στην ανήλικη και έβαλε το χέρι στα γεννητικά της όργανα, προκαλώντας της πόνο και αιμορραγία. Μετά το περιστατικό αυτό η ανήλικη δεν ήθελε να πάει στη μητέρα της.
Η 7χρονη μίλησε στον πατέρα της
Το Νοέμβριο του 2003 η κατηγορουμένη μητέρα πήγε να πάρει την κόρη της για επικοινωνία, αλλά η μικρή αρνήθηκε πεισματικά να πάει μαζί της. Όταν ο μηνυτής ρώτησε την κόρη του γιατί αρνείται να πάει με τη μητέρα της, αυτή του απάντησε ότι στην τελευταία συνάντησή τους, πριν το Πάσχα 2003, η μητέρα της έβγαλε το εσώρουχο και, ενώ η θεία της, δεύτερη κατηγορούμενη, την κρατούσε σφιχτά από τα χέρια, η μητέρα της τής άνοιξε τα πόδια και την κακοποίησε.
Την ρώτησε γιατί δεν του το είπε αμέσως, και η μικρή απάντησε ότι η μητέρα της την απείλησε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα της και την ίδια με όπλο. Την ένταση αυτή στη σχέση της κόρης με τη μητέρα της, διαπίστωσε και ψυχολόγος, η οποία περιέγραψε τις ζωγραφιές της μικρής και το περιεχόμενό τους, καθώς και την επίθεση της μικρής στη γιαγιά, όταν διαπίστωσε ότι είχε δείξει τις ζωγραφιές στη μάρτυρα.
Σε έγγραφο που συνέταξε η προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας του Περιφερειακού Νοσοκομείου Ρόδου και αφορά περιστατικά, που έγιναν όταν η ανήλικη βρισκόταν στο νοσοκομείο, από το οποίο η μητέρα της την πήρε δια της βίας και παρά την αντίθετη άποψη του προσωπικού, αναφέρει για την ανήλικη ότι αυτή αισθάνεται χαρούμενη και ασφαλής κοντά στον πατέρα της που δεν δείχνει να φοβάται.
Ζωγραφίζει τον εαυτό της και τους γονείς της με μια μπανιέρα από πάνω της, όταν δε την ρώτησε γι αυτό της απάντησε πως είναι βρώμικη και θέλει να πλένεται. Συμπεραίνει από το συγκεκριμένο στοιχείο ότι αυτό πάντα κινεί την υποψία για σεξουαλική παρενόχληση από κάποιον.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες και ισχυρίστηκαν ότι οι καταθέσεις της ανήλικης ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον πατέρα και τους γονείς του με τους οποίους υπάρχει μεγάλη ένταση λόγω του χωρισμού. Και ότι με αυτό τον τρόπο πέτυχαν την αφαίρεση της επιμέλειας από την μητέρα της.
Πηγή: dimokratiki.gr