Οι εφοριακοί έπεσαν στα χέρια των αστυνομικών. Τα χαρτονομίσματα που είχαν πάρει ήταν προσημειωμένα. Η Ρόδος στο επίκεντρο μετά την απόφαση και τις μαρτυρίες που προηγήθηκαν…
Η Ρόδος παρακολουθεί τα στοιχεία που αποκαλύπτονται μετά τον επεισοδιακό έλεγχο σε κατάστημα. Οι εφοριακοί μπορεί να αρνήθηκαν τα πάντα, όμως τα στοιχεία της αστυνομικής έρευνας δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια. Μέσα στο κατάστημα διαπίστωσαν παράβαση και ζήτησαν οικονομικό αντάλλαγμα για να κάνουν τα στραβά μάτια. Ο υπεύθυνος απευθύνθηκε στην αστυνομία, που προσημείωσε τρία χαρτονομίσματα των 100 ευρώ. Λίγο αργότερα οι εφοριακοί τα έπαιρναν στα χέρια τους, την ώρα που οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν και έβλεπαν τα πάντα.
Ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή και χρηματική ποινή ύψους 2.000 ευρώ επέβαλε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων σε δύο εφοριακούς από την Κρήτη που κρίθηκαν ένοχοι για δωροληψία. Πρόκειται ειδικότερα για έναν 54χρονο και έναν 40χρονο, υπαλλήλους της ΔΟΥ Κρήτης.
Οι δύο εφοριακοί, όπως έγραψε η εφημερίδα “Δημοκρατική”, πήγαν την 26η Ιουνίου 2017 σε κατάστημα ενοικιάσεως αυτοκινήτων και γενικού τουρισμού, όπου βρήκαν την ιδιοκτήτρια του καταστήματος και τον πατέρα της. Μετά το πέρας του ελέγχου που διενήργησαν ο ένας φέρεται να ανακοίνωσε στον ιδιοκτήτη ότι θα προέβαινε σε δεύτερο έλεγχο και ζήτησε εκ νέου τα βιβλία της επιχείρησης.
Τότε φέρεται να του ανακοίνωσε ότι ένας υπάλληλος της επιχείρησης εργαζόταν χωρίς να φαίνεται στα βιβλία υποδεικνύοντάς του ένα άτομο που βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο του καταστήματος. Δεν δέχθηκε ως αξιόπιστες τις εξηγήσεις του ιδιοκτήτη και τον προέτρεψε να ασφαλίσει τον εργαζόμενο για να μην έχει προβλήματα στο μέλλον, υπενθυμίζοντάς του το υψηλό πρόστιμο των 10.500 ευρώ που επισύρει μία τέτοια παράβαση.
Τότε ο έτερος εφοριακός, φέρεται να απευθύνθηκε στον ιδιοκτήτη λέγοντάς του «ετοίμασε κανένα χαρτζιλικάκι» και του ζήτησε μία κάρτα του καταστήματος όπου θα ανέγραφε και τον αριθμό κινητού τηλεφώνου του. Το ίδιο βράδυ ο ιδιοκτήτης δέχθηκε κλήση από έναν άγνωστο σε αυτόν αριθμό κινητού τηλεφώνου όπου ο δεύτερος κατηγορούμενος φέρεται συστηνόμενος ως ο «Γιάννης από την Κρήτη» να του ζήτησε να συναντηθούν άμεσα.
Ο ιδιοκτήτης του απήντησε ότι δεν μπορούσε να βρεθούν άμεσα και τότε ο κατηγορούμενος του ανακοίνωσε ότι θα περνούσαν από το κατάστημα το πρωί. Αυτή η συμπεριφορά θορύβησε τον ιδιοκτήτη, ο οποίος κατήγγειλε την 27η Ιουνίου 2017 το περιστατικό στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου. Ενώ μάλιστα βρισκόταν στο Τμήμα Ασφαλείας, δέχθηκε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο από την κόρη του, που τον ενημέρωσε ότι οι δύο κατηγορούμενοι βρίσκονταν ήδη στο κατάστημα της επιχείρησης και τον ανέμεναν.
Τότε, ο ιδιοκτήτης, κατόπιν συνεννόησης με αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου, τους παρέδωσε τρία χαρτονομίσματα των 100 ευρώ, τα οποία αφού οι αστυνομικοί προσημείωσαν του τα επέστρεψαν. Εν συνεχεία, έφτασε στο κατάστημα όπου βρήκε τους δύο κατηγορουμένους που άρχισαν να συζητούν για κάτι ελέγχους και τότε, ο νεότερος φέρεται να του είπε επιτακτικά «ξύσου», χωρίς να ενθυμείται ακριβώς την έκφραση, καθώς μιλούσε στην κρητική διάλεκτο.
Επειδή ο ιδιοκτήτης έδειξε να μην καταλαβαίνει τι του είχε πει, ο εφοριακός, του ζήτησε να δώσει ό,τι καταλαβαίνει. Τότε ο ιδιοκτήτης έβγαλε και άφησε στο γραφείο του τα 3 προσημειωμένα χαρτονομίσματα τα οποία ο ένας κατηγορούμενος πήρε, ευχαριστώντας τον και ανακοινώνοντάς του παράλληλα ότι θα τα έλεγαν ξανά σε 15 ημέρες και εν συνεχεία αποχώρησαν από το κατάστημα.
Οι αστυνομικοί της Υ.Α. Ρόδου, που είχαν θέσει το κατάστημα υπό διακριτική παρακολούθηση, τους ακολούθησαν και τους προσέγγισαν δηλώνοντάς τους την ιδιότητά τους. Στο άκουσμα της ιδιότητας των αστυνομικών οργάνων, ο μεγαλύτερος από τους κατηγορουμένους φέρεται να έριξε στο έδαφος ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του καταστήματος – χάρτη της Ρόδου, το οποίο περισυνέλεξαν οι αστυνομικοί αργότερα και διαπίστωσαν ότι στο εσωτερικό του υπήρχαν τα τρία προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 100 ευρώ.
Απολογούμενοι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τα όσα τους αποδίδονται και υποστήριξαν ότι ποτέ δεν ζήτησαν αντάλλαγμα για οτιδήποτε, δεν γνώριζαν ότι υπήρχαν χρήματα στο φυλλάδιο και θεωρούν ότι η καταγγελία έγινε για να αποκτήσει φορολογική ασυλία.