“Ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία. Σε κάποια στιγμή, πριν βγούμε από το σπίτι, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Λες και περνούσαν στρατιωτικά αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση. Αναρωτήθηκαν οι γονείς μου τι συμβαίνει, τι αεροπλάνα είναι αυτά που πετάνε χαμηλά. Δεν προλάβαμε να το πούμε. Άρχισε να σείεται όλο ο σπίτι”. Ένας εφιάλτης από τα παιδικά χρόνια για την Ελπίδα Βεδιάβα, γιατρό μικροβιολόγο, ξύπνησε. Την συναντήσαμε στην πλατεία των Σεισμοπλήκτων και αφηγείται το πώς βίωσε τον σεισμό των 6,4 βαθμών, ο οποίος την 1η Μαΐου του 1967 έπληξε το χωριό της, την Μεγάλη Γότιστα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η αφήγηση της είναι συγκλονιστική, καθώς τα μάτια τής τότε παιδικής της ψυχής είδαν τη φρίκη. “Η πόρτα γύρισε και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε. Τελικά, προλάβαμε να ανοίξουμε και να βγούμε. Τότε άρχισε να πέφτει το μπουχαρί και οι τοίχοι… Η γιαγιά μου και η θεία μου τραυματίστηκαν, τη μαμά μου την τραβάγαμε μέσα από τα χαλάσματα, ήταν τραυματισμένη. Επικρατούσε πανικός. Χαοτική κατάσταση. Ο κόσμος στο δρόμο έλεγε πως από το απέναντι βουνό στο χωριό, τη Μικρή Γότιστα, έβγαιναν φωτιές. Ανάμεσα από τη Γότιστα και την Κράψη άνοιξε η γη. Μία μεγάλη καθίζηση 2 χιλιομέτρων, κατάπιε σπίτια. Στον δρόμο υπέφεραν άνθρωποι με ανοιγμένα τα κεφάλια. Ένας με πολλά τραύματα στο σώμα πέθανε στην πλατεία. Ο ποταμός Άραχθος, όπως τον αντικρίζαμε, είχε πάρει πορτοκαλί χρώμα. Στη Μικρή Γότιστα πήγαιναν οι τραυματίες. Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε με ελικόπτερο και έδωσε εντολή να φέρει σκηνές ο στρατός και να μεταφερθούν οι τραυματίες σε νοσοκομείο. Μείναμε άστεγοι”.
Οι μετασεισμικές δονήσεις, όπως θυμάται, διήρκησαν πολύ καιρό. Μετά τον σεισμό ακολούθησαν νεροποντές με πολλές αστραπές, αγηφείται και κάποιοι έκαναν παραπήγματα με ξύλα και τσίγκο γύρω- γύρω για να προστατέψουν τις οικογένειες, ενώ άρχισαν να στήνονται και σκηνές.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Κωνσταντίνος Καραγιώργος, που επίσης ήταν παιδί και ζούσε με την οικογένεια του στο χωριό Κράψη θυμάται: “Ήταν μέρα του Αγίου Γεωργίου. Ο παπάς λειτουργούσε. Άρχισε να βουίζει ο τόπος, τα βουνά έπεφταν. Ο τόπος βούλιαξε στην Ανατολική, έναν τον σκότωσαν οι πέτρες. Προλάβαμε και εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας γιατί χάθηκαν, τα πήρε η γη. Ήμασταν μικρά παιδιά και ζήσαμε στη σκηνή με 80 πόντους χιόνι εκείνη την χρονιά”.
Με ενέργειες των προέδρων από τις κοινότητες, μήνες αργότερα δόθηκαν σπίτια προκατασκευασμένα στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν Σεισμόπληκτα.
Στα αρχείο του ΟΑΣΠ αναφέρεται: “Στη 1 Μαΐου του 1967 ισχυρός σεισμός (Μ=6,4) έπληξε τους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων. 9 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 56 τραυματίστηκαν. 10.790 κτίρια υπέστησαν βλάβες (τα 940 καταστράφηκαν). Οι μεγαλύτερες εντάσεις στον νομό Άρτας παρατηρήθηκαν στα χωριά: Δροσοπηγή (ΙΧ), Μελισσουργούς (VIII+), Θεοδώριανα, Αθαμάνιο και Τετράκωμο (VIII), ενώ στο νομό Ιωαννίνων στα χωριά: Περιστέρι (VIII), Μέτσοβο, Βαθύπεδο (VII+). Προσεισμός (Μ=4,0) εκδηλώθηκε στις 25 Μαρτίου. Μετά τον κύριο σεισμό ακολούθησαν πολλοί μετασεισμοί ο μεγαλύτερος των οποίων (Μ=5,3) έγινε την ίδια ημέρα με τον κύριο σεισμό”.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ