Τα άλογα βλέπουν το αφεντικό τους, τον ιδιοκτήτη της φάρμας στις Σέρρες και διεκδικούν ένα του χάδι. Εκείνος μιλάει για αυτό που έχει φτιάξει και κάνει αναδρομή…
Με ένα σφύριγμα και η γη άρχισε να σείεται. Ένα πρωτόγνωρο βουητό πλησίαζε σε απόσταση αναπνοής. Μέσα από ένα θόλωμα σκόνης, ακούγονταν ξέφρενα χλιμιντρίσματα και ένας ασυγχρόνιστος καλπασμός στη φάρμα στις Σέρρες. Και τότε ξεχύθηκαν, σαν κύμα, εκατοντάδες αχαλίνωτα άλογα που έτρεχαν με ορμή να πλησιάσουν τον αγαπημένο τους «πατέρα»- γιατί, γι’ αυτά, ο Νίκος είναι ο «πατέρας» τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Πάμε», είπε ο Νίκος, και αμέσως άλλαξαν πορεία αφήνοντας πίσω τους άναυδους όλους όσοι βρέθηκαν τυχαία εκεί και έσπευσαν να ανέβουν σε κοντινό βράχο, φοβούμενοι, όχι να μην ποδοπατηθούν από τα άγρια άλογα, αλλά να μην τα τρομάξουν με την παρουσία τους- ακόμη και ο ήχος του drone, τα αποσπούσε από τους οικείους ήχους της φύσης που έμαθαν να ζουν.
Ο Νίκος έτρεξε πίσω τους. Τα άλογα ήταν ήρεμα σαν να μην έγινε όλο αυτό το σκηνικό μόλις λίγα λεπτά πριν. Ήρθαν κοντά του να χαϊδευτούν και να του κλέψουν φιλιά. Επιζητούσαν τρυφερότητα, έκαναν σαν μικρά παιδιά! «Έχω πολλά παιδιά, περισσότερα από χίλια, είμαι ο πιο ευτυχισμένος πατέρας» θα πει με συγκίνηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Βαρκάς από τα Άνω Πορόια Σερρών, ένα πέτρινο χωριό χτισμένο στους πρόποδες του όρους Μπέλες, βορειοδυτικά της ομώνυμης λίμνης.
Η οικογένεια των αλόγων του Νίκου Βαρκά «ήρθε στη ζωή» πριν από 27 χρόνια, όταν ο ίδιος, έφηβος ακόμη, κατάφερε να «δανειστεί», όπως λέει, επτά άλογα από τους συγχωριανούς του και να ξεκινήσει τις ιππικές περιηγήσεις στο βουνό με όλους εκείνους που ήθελαν να βρεθούν κοντά στη φύση, πάνω σε ένα άλογο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πώς ξεκίνησαν όλα στις Σέρρες
«Στη δεκαετία του 70, όταν ήμουνα πιτσιρίκας, δεν είχαμε άλογο στο σπίτι. Γκρίνιαζα στον πάτερα μου να πάρουμε. “Εμείς έχουμε τρακτέρ, ήμασταν μπροστά απ’ όλους, τι να το κάνουμε το άλογο;”, μου απαντούσε εκείνος. Εγώ, όμως, είχα τρέλα μ’ αυτά.
Έτρεχα πίσω από όλα τα άλογα του χωριού. Το όνειρό μου ήταν πως θα έχω άλογο να πηγαίνω στο βουνό. Περνώντας τα χρόνια σκέφθηκα πως αυτό θα το ήθελαν και πολλοί άλλοι κι έτσι ξεκίνησα. Το 1996 ξεκίνησα με έξι δανεικά άλογα να κάνω τις περιηγήσεις στο δάσος. Τον πρώτο χρόνο κατάφερα να αγοράσω 13 άλογα, της φυλής Πίνδου, τα οποία ήταν πολύ υπάκουα και ανθεκτικά ζώα. Στη συνέχεια, χρόνο με τον χρόνο, πήγαινε καλύτερα και σήμερα έχουμε πάνω από χίλια άλογα» αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βαρκάς.
Ως «αλογοπατέρας» δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στο «πρωτότοκο» άλογό του, τον 27χρονο σήμερα Λάζαρο, που χαίρει άκρας υγείας με την ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη του Νίκου. «Η μαμά του Λάζαρου ήταν η Μαίρη. Τα θυμάμαι πως τα λένε ένα ένα, άσχετα αν είναι πολλά», θα πει, διευκρινίζοντας πως «τα χίλια και παραπάνω άγρια άλογα δεν έχουν ονόματα».
«Ονόματα έχουν τα άλογα που κάνουν τις περιηγήσεις. Στο μεγάλο κοπάδι χωρίζονται σε ομάδες. Κάθε ομάδα, που αποτελείται από 15-25 άλογα, έχει το δικό της όνομα ώστε να ξεχωρίζουμε για ποια ομάδα μιλάμε» διευκρινίζει.
Για τον Νίκο Βαρκά, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αλόγων είναι η διαίσθηση και η μνήμη τους. «Έχουν τρομερή διαίσθηση, ενώ δεν ξεχνούν ποτέ. Από ένα μονοπάτι να περάσουν και να χρειαστεί μετά δέκα χρόνια να το ξαναπεράσουν, θυμούνται τα πάντα. Το άλογο σού δίνει ζωή και δένεσαι μαζί του. Όμως δένονται πολύ και μεταξύ τους» τονίζει.
Η Τατιάνα και ο Άλκης
«Είχαμε μία πολύ όμορφη μαύρη φοράδα, την Τατιάνα, και τον Άλκη. Αυτά τα δύο ζώα ήταν πολύ δεμένα μεταξύ τους. Όπου πήγαινε ο ένας ήταν και ο άλλος. Μία μέρα, παρότι έτυχε να βρίσκονται σε πολύ μακρινή απόσταση, γύρω στα 7-8 χιλιόμετρα, ο Άλκης διαισθάνθηκε πως η Τατιάνα έπαθε κάτι. Άρχισε να χλιμιντρίζει, να χτυπάει τα πόδια του δυνατά και στο τέλος πήδηξε τον φράχτη από το καταφύγιο στο βουνό και έφυγε. Τον ακολούθησα με το τζιπ. Η Τατιάνα είχε ένα ατύχημα και δεν τα κατάφερε. Ο Άλκης την πλησίασε και την έσπρωχνε να σηκωθεί… Ο Άλκης μαράζωσε και δύο χρόνια μετά πέθανε. Αυτή είναι η αληθινή αγάπη» εξιστορεί με συγκίνηση ο κ. Βαρκάς.
Η αγάπη του για την Άννα
Όμως και ο ίδιος την ίδια αληθινή αγάπη πήρε στη ζωή του από τη γυναίκα του, την Άννα. «Βρέθηκα για πρώτη φορά πριν από 18 χρόνια στα Άνω Πορόια για εκδρομή, μετά από πρόταση μιας φίλης μου από τις Σέρρες να έρθουμε στην περιοχή για να κάνουμε βόλτα με τα άλογα. Τότε γνώρισα τον Νίκο.
Είχε πολύ μακριά μαλλιά, μαύρα τότε, και μία πολύ αυθεντική συμπεριφορά. Αγάπησα τον άνθρωπο, ενώ ήδη είχα πολύ μεγάλη αγάπη για τα άλογα και τη φύση. Έτσι έμεινα εδώ πέρα, σε αυτό το πανέμορφο χωριό που με κέρδισε. Δεν είχα άλλωστε δικό μου χωριό. Ήμουν γέννημα-θρέμμα της συμπρωτεύουσας και βρέθηκα σ’ αυτό το ορεινό χωριό να ξεναγώ τους τουρίστες και να προσφέρω μακεδονίτικη φιλοξενία» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Άννα, απόφοιτος της γαλλικής φιλολογίας, που μέχρι τότε εργαζόταν στον αστικό ιστό της μεγαλούπολης ως ιατρικός επισκέπτης γνωστής εταιρείας καλλυντικών.
Η Άννα άφησε τα γαλλικά και το πιάνο και έγινε, όπως δηλώνει υπερήφανα, εκτροφέας αλόγων της ελληνικής φυλής Πίνδου, τα οποία είναι ενταγμένα σε πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τη διάσωση αυτόχθονων ελληνικών φυλών.
Τα άλογα χλιμιντρίζουν με έναν δικό τους τρόπο δείχνοντας στο Νίκο και την Άννα, πως είναι έτοιμα να υποδεχθούν τους αναβάτες τους για περιήγηση μέσα στην «καρδιά» του όρους Μπέλες. Ο χρόνος φαίνεται πως έχει σταματήσει. Ακούγονται ρυάκια να κατεβαίνουν από το βουνό, τα κιτρινόχρυσα φύλλα παίζουν με τις ηλιαχτίδες του φθινοπώρου. «Εδώ ο χρόνος σταματά. Μπαίνεις σε “χρονοκάψουλα”. Είναι ένα μέρος μαγικό, η φύση, η ηρεμία που αποπνέουν όλα, είναι τα πάντα πανέμορφα» λέει χαρακτηριστικά η Άννα.
Από την ηρεμία στη σκληρή δουλειά μιας μέρας
Πώς είναι, όμως, μια συνηθισμένη μέρα για τον Νίκο, την Άννα και τα 1.000 «παιδιά» τους; «Από νύχτα σε νύχτα» θα πει ο Νίκος. «Ξεκινάμε πριν ξημερώσει με το τάισμα των ζώων και το καθάρισμα των στάβλων. Θέλουμε τουλάχιστον 3-4 ώρες και χρειάζονται δύο άτομα γι’ αυτή τη δουλειά.
Αυτό όσον αφορά το μεγάλο κοπάδι των 1.000 αλόγων. Το κοπάδι των 35 αλόγων που χρησιμοποιούμε στις περιηγήσεις, επίσης ταΐζεται και βόσκει ελεύθερα. Μετά τη βοσκή, καθαρίζονται, χτενίζονται και είναι έτοιμα να ξεναγήσουν τους τουρίστες στα μονοπάτια του Μπέλλες. Τα άλογα των περιηγήσεων, χρειάζονται επίσης δύο άτομα» εξηγεί ο Νίκος Βαρκάς δίνοντας την πρώτη εικόνα μιας κουραστικής μέρας καθώς τις μεσημεριανές και απογευματινές ώρες, ο ίδιος ασχολείται με τις τροφές και τη φροντίδα τους στα κτήματα που καλλιεργεί.
Εκεί, αφού θερίσει τη σοδειά, θα φτιάξει τα δεμάτια με σανό και θα τα μεταφέρει σε περιφραγμένη έκταση, μεγαλύτερη των 150 στρεμμάτων, όπου βρίσκονται τα εκατοντάδες άγρια άλογα της ελληνικής φυλής Πίνδου, που είναι όλα, όπως αναφέρειλ «τσιπαρισμένα»- αυτό θα διαρκέσει από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο. «Τα άλογα καταναλώνουν 15 με 20 τόνους τροφή την ημέρα. Ένα άλογο θέλει 15-20 κιλά την ημέρα. Τους θερινούς μήνες, τα ζώα βόσκουν ελεύθερα. Πηγαίνουν στο βουνό, όταν οι συνθήκες είναι καλές, υπό την επιτήρηση τεσσάρων βοσκών».
Τα έξοδα και οι επιχορηγήσεις
Όπως αναφέρει ο κ. Βαρκάς, τα έξοδα για την εκτροφή και τη συντήρηση των αλόγων είναι τεράστια, ενώ οι επιχορηγήσεις που δίνονται από την Ε.Ε. δεν είναι αρκετές για να τα καλύψουν.
Τα λεφτά που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σταγόνα στον ωκεανό. Εγώ ξεκίνησα επίσημα το 2006, με 100 άλογα. Τότε δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ευρωπαϊκά προγράμματα. Τότε η επιδότηση ήταν 475 ευρώ ετησίως για το κάθε άλογο, που ήταν ήδη οριακά για τις ανάγκες τους. Το 2011 μείωσαν την επιδότηση στα 350 ευρώ και σήμερα που μιλάμε, με τις αυξήσεις που έχουν υποστεί τα πάντα, παραμένει ακόμη στα 350 ευρώ. Αυτό το ποσό είναι άκρως απαγορευτικό, καθώς δεν φτάνει με τίποτα. Παλέψαμε 12 χρόνια με μελέτες που καταθέσαμε και στάλθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αυξηθούν τα χρήματα σε όλα τα ζώα, όχι μόνο στα άλογα.
Δώσανε παράταση άλλον έναν χρόνο με τα παλιά ποσά, παρότι από τον Γενάρη του 2023 και μετά από έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τιμές ενίσχυσης των ζώων του προγράμματος των σπάνιων φυλών σε αυτή την περίοδο προβλέφθηκαν αυξημένες, λόγω του υπερβολικού κόστους των ζωοτροφών. Εντούτοις το πρόγραμμα δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Είμαστε σε αδιέξοδο. Τον Νοέμβριο πρέπει να πάρουμε προκαταβολή για να συντηρήσουμε τις εκμεταλλεύσεις μας και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης μαζί με τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έχουν προχωρήσει ακόμη τις εντάξεις έστω για την παράταση τού προηγούμενου προγράμματος» επισημαίνει ο κ. Βαρκάς, που για να τα βγάλει πέρα, όπως λέει, εκτός από τις τροφές που αγοράζει, καλλιεργεί και εκατοντάδες στρέμματα, νοικιασμένα και δικά του.
«Είναι μια προετοιμασία που γίνεται κυρίως το καλοκαίρι για να βγει η χρονιά» θα πει και θα συμπληρώσει: «υπάρχει μεγάλη ανάγκη για οριοθέτηση βοσκοτόπων. Πιστεύω πως οι βοσκότοποι είναι το σημαντικότερο γιατί, ενώ τα άλογα πρέπει να βοσκάνε στο βουνό, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μας δίνουν βοσκότοπο και δίνουν στα σταβλισμένα ζώα. Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι η αύξηση των τιμών των ζωοτροφών. Μέσα σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν και οι επιθέσεις από λύκους, όπου βέβαια δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, παρά μόνο να τα προστατέψουμε» επισημαίνει, ενώ δεν αποφεύγει να σχολιάσει και την έλλειψη προσωπικού.
«Οι Έλληνες δεν έρχονται σε κτηνοτροφικές εργασίες, παρότι ο μισθός μηνιαίως μπορεί να φτάσει και τα 2.000 ευρώ» λέει με απογοήτευση.
Οι περιηγήσεις με τα άλογα
Οι περιηγήσεις ξεκινούν καθημερινά από τις 11 το πρωί μέχρι να σκοτεινιάσει, ανάλογα με την εποχή. Η περιήγηση με τα άλογα κοστίζει από 10 μέχρι 20 ευρώ, ανάλογα με την απόσταση και το χρόνο. Αυτός είναι κυρίως ο τομέας της Άννας.
«Εγώ, ασχολούμαι μ’ αυτό το κομμάτι, την ξενάγηση στο δάσος, την επικοινωνία, χειρίζομαι επίσης τη διαφήμιση και τα social media. Οι τουρίστες που έρχονται σχεδόν από όλο τον κόσμο και τα τελευταία τρία χρόνια ακόμη και από το Ισραήλ, θα φύγουν μόλις σκοτεινιάσει, αλλά εμείς συνεχίζουμε με τη βοσκή των 35 αλόγων και τέλος το κλείσιμο τους στον στάβλο».
Από την καθημερινότητα δεν λείπουν και τα απρόβλεπτα, όπως είναι οι αβαρίες των μηχανημάτων, τα θέματα υγείας των ζώων, όπως η περιποίηση τους, το πετάλωμα, η αντιπαρασίτωση και άλλα. «Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η μέρα περνάει, νυχτώνει και πάμε πάλι από την αρχή» λέει η Άννα.
Τα Άνω Πορόια Σερρών αποτελούσαν πάντοτε τουριστικό προορισμό, για τους Έλληνες αλλά και τους ξένους. «Κάποτε λειτουργούσε και ως σανατόριο λόγω του κλίματός του. Τότε νοίκιαζαν δωμάτια, σήμερα υπάρχουν ξενώνες και ταβέρνες. Δεν γίνεται να έρθεις στα Πορόια και να μη δοκιμάσεις την καπνιστή πέστροφα και τη σούπα βελουτέ με πέστροφα. Στα Πορόια, το περίφημο καζάν ντιπί, το βουβαλίσιο βούτυρο και τα λουκάνικα από βουβάλι, έχουν την τιμητική τους.
«Κανείς δεν μπορεί να έρθει μόνο μία φορά στα Άνω Πορόια. Και κανείς δεν μπορεί να κάνει μόνο μία περιήγηση με άλογα στο βουνό. Αυτοί που ήταν παιδιά κάποτε, σήμερα είναι μπαμπάδες και φέρνουν τα παιδιά τους για να ζήσουν την εμπειρία» καταλήγει ο κ. Βαρκάς που παρότι γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο και ξενιτεύτηκε στην Αυστραλία και την Ευρώπη ως οικονομικός μετανάστης, εντούτοις τίποτα δεν μπόρεσε να τον κρατήσει μακριά από τα άλογα και το αγαπημένο του ορεινό χωριό.
Ο ίδιος αποχωρεί από την συνάντηση μας, καβάλα στο άλογο του. Δίπλα του ιππεύει ο 13χρονος σήμερα γιος του. Η Άννα εξομολογείται πως ο σύζυγός της τον ανέβαζε στο άλογο από έξι μηνών. «Σφίγγεται η καρδιά μου, αλλά παράλληλα νιώθω σιγουριά» λέει.
«Ήξερα πως θα μείνω για πάντα εδώ και δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού. Ήταν ένα παιδικό απωθημένο και έγινε πραγματικότητα. Και 2.000 άλογα να είχα δε θα έλεγα όχι» λέει ο κ. Βαρκάς, που «χάνεται» ιππεύοντας μέσα στις πυκνές φυλλωσιές του όρους Μπέλλες.