Φθάνοντας με το πλοίο στην Αλοπρόνοια, στο λιμάνι με το πολύ παράξενο όνομα, πολύ γρήγορα οι πάντες καταλήγουν στον μοναδικό οργανωμένο οικισμό του νησιού, την πολύ περιποιημένη και γραφική Χώρα, η οποία αποτελείται από δύο επιμέρους συνοικίες σε δύο αντικριστές πλαγιές: το Κάστρο όπου υπάρχουν τα καταστήματα και λαμβάνει χώρα όλη η «ζωή» και το Χωριό όπου είναι κτισμένες μόνο κατοικίες.
Η Σίκινος, η οποία με το ζόρι έχει 200 μόνιμους κατοίκους το χειμώνα, ασφαλώς δεν διαθέτει πολλές υποδομές ούτε υπηρεσίες που έχει κανείς συνηθίσει στην πόλη. Δεν έχει, για παράδειγμα, τράπεζα παρά μόνο ΑΤΜ (και αυτό συχνά ξεμένει από χρήματα, οπότε καλό είναι να έχει κανείς μαζί του αρκετά μετρητά!), ούτε ταξί.
Το τελευταίο πράγμα που περιμένει κανείς να δει στη Σίκινο, είναι ένα βιβλιοπωλείο χωμένο σε ένα δρομάκι της Χώρας. Και όχι οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, αλλά ένα που θα το ζήλευε ακόμη και η Αθήνα. Πρόκειται για το «Σηματολόγιον» (από την ομώνυμη συλλογή με ρήσεις του Οδυσσέα Ελύτη) του Στέλιου Ρογκάκου, του ανθρώπου που το δημιούργησε και το λειτουργεί, σε συνεργασία με τη Μαλαματένια Τσεβά, «μια ευφυέστατη νέα επιχειρηματία, η οποία αποτελεί το κλειδί για την επιβίωση και την κερδοφορία του εγχειρήματος», όπως λέει ο ίδιος στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το… ψαγμένο εμπόρευμα
Το βιβλιοπωλείο, που άνοιξε το 2016 και λειτουργεί από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, εντυπωσιάζει με την υψηλή αισθητική του και με τις υψηλής ποιότητας επιλογές των βιβλίων του, τα οποία αντιστέκονται στις «εύκολες» εμπορικές προτάσεις. Οι Έλληνες επισκέπτες της Σικίνου μπορεί να είναι σίγουροι ότι θα βρουν εδώ καλά βιβλία, που και στο βιβλιοπωλείο μιας μεγάλης πόλης μπορεί να μην βρουν. Αλλά και οι ξένοι τουρίστες όλο και κάτι θα βρουν στη γλώσσα τους.
Είναι σημαντικό και ασυνήθιστο για επαρχιακό κατάστημα του είδους του ότι δεν είναι βιβλιοχαρτοπωλείο (κάτι που θα το βοηθούσε εμπορικά), αλλά αμιγές βιβλιοπωλείο, που πουλάει μόνο βιβλία και τίποτε άλλο και μάλιστα επιλεγμένα και «ψαγμένα».
Όπως λέει ο κ.Ρογκάκος, «οι γονείς μου φρόντισαν ν’ αγαπήσω από πολύ νωρίς το βιβλίο τόσο ως πηγή γνώσης όσο και ως αισθητικό γεγονός. Η μητέρα μου μ’ έμαθε να εκτιμώ κάθε κείμενο που έπεφτε στα χέρια μου κι ο πατέρας μου με δίδαξε πόσο σημαντική είναι η προσφορά του πνευματικού ανθρώπου στην κοινωνία. Το “σηματολόγιον” είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη τους».
Σχετικά με τις δυσκολίες που ο ίδιος αντιμετώπισε για να «στήσει» ένα τέτοιο «ναό» του βιβλίου στη Σίκινο, ανέφερε: «Ας μου επιτραπεί να παραφράσω μια διατύπωση του Τζων Κέννεντυ – ενός ανθρώπου που με εμπνέει απεριόριστα – όταν αναφέρθηκε στο διαστημικό πρόγραμμα: ήρθα στη Σίκινο όχι επειδή ήταν εύκολο, αλλά επειδή ήταν δύσκολο. Όσον αφορά τις απογοητεύσεις, ο πατέρας μου με προέτρεπε καθημερινά ν’ ακολουθώ τους στίχους του Νίκου Γκάτσου : “κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου/κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου στην αδυσώπητη τούτη γη”.
Ο κ. Ρογκάκος δεν δέχεται να βάλει την ποιότητα σε δεύτερο πλάνο, στο όνομα του κέρδους. «Το ποιοτικό βιβλίο», τονίζει, «αποτελεί κορυφαία πολιτιστική πράξη και συναντά μ’ έναν μαγικό τρόπο τον αναγνώστη που έχει τα μάτια του ανοιχτά προς όλες τις κατευθύνσεις».
Όσον αφορά στον τρόπο που τον δέχθηκε η τοπική κοινωνία, υπογράμμισε: «Λόγω καταγωγής της μητέρας μου από τη Νάξο και του πατέρα μου από τη Σαντορίνη, νιώθω πως οι κάτοικοι της Σικίνου είναι κάπως σαν πρώτα μου ξαδέλφια. Ελπίζω πως με το χρόνο θα κατακτήσουμε κάτι ευγενικότερο κι από τη συγγένεια, δηλαδή τη φιλία».