Ένα τροχαίο ατύχημα, ένα κρίσιμο 48ωρο, ένα διάστημα πέντε μηνών που οι μνήμες που συγκεντρώνονταν στη διάρκεια της ημέρας κάθε βράδυ διαγράφονταν, ένα «θαύμα» και μία αναγέννηση. Ο Κώστας Ελευθεριάδης από τη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκε το 1979 και «ξαναγεννήθηκε» το 2016, αφότου ξεπέρασε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που είχε με το ποδήλατό του.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά το συμβάν που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή και παρόλο που του έχει αφήσει μέχρι σήμερα πολλά προβλήματα στην υγεία και σε διάφορους τομείς της καθημερινότητάς του, «γιορτάζει» την ημέρα του ατυχήματος από το οποίο επιβίωσε, έχοντας μάλιστα μεταφέρει στην κυριολεξία την ημέρα των γενεθλίων του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο 42χρονος Κώστας, πριν από το 2016 είχε μία φυσιολογική ζωή, που περιελάμβανε τη σύζυγό του, τις δυο του κόρες, μία καλή δουλειά σε ένα εργοστάσιο στη Σίνδου όπου εργαζόταν στον τομέα της πληροφορικής και τη μεγάλη του αγάπη, το ποδήλατο, με το οποίο έκανε πρωταθλητισμό. «Η έννοιά μου ήταν πότε θα σχολάσω από τη δουλειά για να κάνω προπόνηση», λέει χαρακτηριστικά και καμαρώνει για τους πολλούς αγώνες στους οποίους συμμετείχε, τα ταξίδια που έχει κάνει και τα 25.000 χιλιόμετρα που κατέγραφε κάθε χρόνο πάνω στις δύο ρόδες, ποδηλατώντας.
Το τροχαίο που του άλλαξε τη ζωή
Μία από τις προπονήσεις του στις 7 Αυγούστου του 2016 ήταν και η τελευταία του. Το ραντεβού είχε δοθεί με μία ποδηλατική ομάδα των Σερρών, στο λιοντάρι της Αμφίπολης, στις 7:30 το πρωί. Μισή ώρα νωρίτερα ξεκίνησε -φορώντας κράνος και τον πλήρη εξοπλισμό του- από το εξοχικό του στην Κάριανη Καβάλας. Σε μία κατηφορική στροφή, είδε από έναν αγροτικό δρόμο να βγαίνει ένα αγροτικό όχημα, με το οποίο τελικά, συγκρούστηκε μετωπικά.
«Τα αμέσως προηγούμενα δευτερόλεπτα, παρά το γεγονός ότι έχω μεγάλη εμπειρία πάνω στο τιμόνι και την ικανότητα να αυτοπροστατεύομαι, θυμάμαι να νιώθω ότι “δεν το έχω”, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αποφύγω τη σύγκρουση. Και κάπου εκεί τελειώνει το σκηνικό», περιγράφει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ό,τι ακολούθησε από εκείνη τη στιγμή και για τους επόμενους πέντε μήνες, αδυνατεί να το θυμηθεί, αλλά το γνωρίζει από μαρτυρίες, περιγραφές και αμέτρητα ιατρικά έγγραφα και βεβαιώσεις. «Ο ηλικιωμένος που οδηγούσε το αγροτικό ισχυριζόταν ότι δεν με είδε. Λίγο αργότερα ήρθε ασθενοφόρο και διακομίστηκα στο νοσοκομείο της Καβάλας», αναφέρει. Οι γιατροί που τον υποδέχτηκαν, έπρεπε να αντιμετωπίσουν έναν πολυτραυματία με κρανιογκεφαλικές κακώσεις, πολύ σοβαρά αιματώματα, τρεις σπονδύλους σπασμένους και πολλά ακόμη μικρότερα προβλήματα, όπως σπασμένους καρπούς, κομμένους διάφορους τένοντες και ένα βαθύ σκίσιμο πάνω από το μάτι.
Συγγενείς και φίλοι του Κώστα έσπευσαν στην Καβάλα, όπου περίμεναν υπομονετικά και συντηρούσαν τις ελπίδες τους κατά τη διάρκεια του «πολύ κρίσιμου 48ώρου», για το οποίο είχαν κάνει λόγο οι γιατροί. Μετά το πέρας αυτού, τα νέα ήταν μεν καλά για τη ζωή του, αλλά όλα έδειχναν ότι όταν θα έπαιρνε εξιτήριο, θα περνούσε το κατώφλι του νοσοκομείου πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, αφού ήταν σχεδόν δεδομένη η παράλυση που θα τού προκαλούσε ο σπασμένος Άτλας, ο πρώτος σπόνδυλος που συνδέει το κρανίο με τη σπονδυλική στήλη.
Σαν σενάριο ταινίας, ζούσε επί πέντε μήνες την ίδια μέρα
Τέσσερις μέρες μετά, ο Κώστας ξύπνησε από το κώμα στο οποίο είχε πέσει. Αναγνώρισε τα αγαπημένα του πρόσωπα και τους ρώτησε για ποιον λόγο βρίσκεται στο νοσοκομείο, για να πάρει απαντήσεις σχετικά με το ατύχημα που είχε με το ποδήλατο. Την επόμενη μέρα το σκηνικό επαναλήφθηκε, με τον ασθενή να θέτει τις ίδιες ακριβώς ερωτήσεις. «Τους επόμενους μήνες κάθε μέρα ξυπνούσα, ζούσα πράγματα, κοιμόμουν, ξεχνούσα ό,τι είχα ζήσει και πάλι απ’ την αρχή», λέει για την περίοδο εκείνη, που θυμίζει το σενάριο της ταινίας «Κάθε Φορά, Πρώτη Φορά» του Πίτερ Σιγκάλ, όπου η πρωταγωνίστρια κάθε μέρα της ζωής της ξεχνούσε ό,τι μεσολαβούσε μεταξύ δύο ύπνων.
Όταν ωστόσο κάποια στιγμή, πέντε μήνες μετά το ατύχημα, ξύπνησε με τις μνήμες της προηγούμενης μέρας, δυσκολεύτηκε να αποδεχθεί τη νέα του πραγματικότητα και τον εαυτό του που, όπως χαρακτηριστικά λέει, ήταν άλλος από αυτόν που ήταν πριν. «Μού εξήγησαν ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν όπως παλιά και δεν μπορούσα να το αποδεχτώ. Έως τότε είχα μάθει να έχω πολλούς ρόλους και να είμαι τυπικός στον κάθε έναν από αυτούς και ξαφνικά δεν είχα κανέναν ρόλο. Μού είχαν καταργήσει το να είμαι αθλητής, εργαζόμενος, ακόμη και ενεργός πατέρας, αφού δεν μπορούσε κανείς να μού εμπιστευτεί τα παιδιά, γιατί κι εγώ ο ίδιος ήθελα φροντίδα», σημειώνει.
Το «θαύμα» που συντελέστηκε
Ποσοστό 1% έδιναν στον άτυχο ποδηλάτη να περπατήσει ξανά και, όπως υποστηρίζει, η περίπτωσή του παρουσιάστηκε ακόμη και σε ιατρική ημερίδα. «Τους πρώτους τέσσερις μήνες φορούσα ένα πλαστικό κολάρο ακόμη και στον ύπνο ή το μπάνιο. Όταν πήγαμε για να το αφαιρέσω και είδε ο γιατρός τις εξετάσεις μου αναφώνησε “θαύμα”. Ένα “θαύμα” που τού έδωσε τη βεβαιότητα ότι σε δύο χρόνια θα είναι όλα εντάξει, όπως κι έγινε», εξηγεί ο 42χρονος. Βέβαια, η ανάρρωσή του σε τόσο μεγάλο βαθμό, προκαλούσε ερωτηματικά, ακόμη και αμφισβήτηση. «Όποιος με έβλεπε και μάθαινε τι μού είχε συμβεί, μού έλεγε “μας δουλεύεις”, ενώ ακόμη και οι επιτροπές αναπηρίας από τις οποίες περνάω έως και σήμερα, μού ζητούν ταυτότητα γιατί δεν μπορούν να πιστέψουν ότι αυτός για τον οποίο γράφουν τα χαρτιά, μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που βλέπουν να στέκεται μπροστά τους», σημειώνει.
Το πραγματικό θαύμα όμως, συντελέστηκε στον τρόπο που αναλαμβάνεται πλέον τη ζωή. Σωματικά, έχει καταφέρει να φτάσει στο 70% των δυνατοτήτων που είχε πριν, αλλά αποφάσισε να αποδεχθεί αυτό το ποσοστό, ως το νέο του 100%. «Το νέο 100% του εαυτού μου είναι πιο ποιοτικό. Μετά το ατύχημα βρήκα καλύτερα το εαυτό μου, καθάρισε το μυαλό μου, εκτίμησα πολύ μικρά πράγματα που ήταν γύρω μου από πάντα αλλά δεν έδινα σημασία. Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να καταφέρω να γίνω έτσι, ήταν να περάσω όλη αυτή τη δυσκολία, να συμβεί κάτι τόσο βαρύ για να με “χαστουκίσει” και να κάνω ένα νέο βήμα», τονίζει, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αλλαγή ήταν ότι μετά τα δύο χρόνια άρχισε να χαίρεται τα παιδιά του, να τα ζει περισσότερο και να απολαμβάνει τη διαδικασία της φροντίδας τους, κάτι που δεν έκανε σε αυτόν το βαθμό ως εργαζόμενος πατέρας.
Η αναρρωτική του άδεια διήρκησε δύο χρόνια, που είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα, που μπορούσε να τού χορηγηθεί από το ασφαλιστικό του ταμείου. Ακόμη και σήμερα όμως δεν κατάφερε να εργαστεί όπως τότε. «Δεν μπόρεσα ποτέ να επιστρέψω σε τόσες ώρες εργασίας μπροστά σε μία οθόνη, αφού ακόμη και δύο χρόνια μετά, οι γιατροί μού έλεγαν ότι πρέπει να κοιμάμαι με αναμμένο φως και να μην υπερβάλλω με την τηλεόραση, το κινητό και τον υπολογιστή. Εμένα, ωστόσο, αυτή ήταν η δουλειά μου, πληροφορική σπούδασα, αυτό ήξερα να κάνω», λέει χαρακτηριστικά, τη στιγμή που ακόμη και σήμερα προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, κάνοντας περιστασιακά εξωτερικές συνεργασίες από το σπίτι.
Άλλωστε «κουβαλάει» ακόμη προβλήματα που τού άφησαν οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. «Έχω 67% αναπηρία, που οφείλεται σε εγκεφαλικής φύσης θέματα. Τα σημαντικότερα είναι κρίσεις επιληψίας, για την αποφυγή των οποίων λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή, διπλωπία, γιατί δυσκολεύονται να συνεργαστούν τα δύο μου μάτια μεταξύ τους, σύνδρομο μετωπιαίου λοβού, προβλήματα όσφρησης, διάσπαση προσοχής, διαταραχή συγκέντρωσης, γνωστική διαταραχή, και ιλίγγους, ενώ επιπλέον παίρνω και χάπια ψυχιατρικής φύσης, γιατί πρέπει να διατηρώ την ηρεμία μου», δηλώνει.