Τρίτη, 19 Νοε.
17oC Αθήνα

Θεσσαλονίκη: «Έτσι έζησε ο πατέρας μου στο Άουσβιτς» – «Μέχρι σήμερα ξυπνάει από εφιάλτες»

Θεσσαλονίκη: «Έτσι έζησε ο πατέρας μου στο Άουσβιτς» – «Μέχρι σήμερα ξυπνάει από εφιάλτες»
ΦΩΤΟ από το GRTIMES

Ένα πρόσωπο, συνυφασμένο με την Εβραϊκή κοινωνία της Θεσσαλονίκης, ανοίγει την καρδιά του με αφορμή την Ημέρα μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και της απελευθέρωσης του «εργοστασίου θανάτου» του Άουσβιτς – Μπιρκενάου.

Πρόκειται για την Χέλλα Ματαλών – Κούνιο, κόρη του Χάιντς Κούνιο, ο οποίος είναι ένας από τους λίγους, από τους πολύ λίγους ανθρώπους που επιβίωσαν της γερμανικής θηριωδίας και έπειτα από χρόνια επέστρεψε στη πόλη που μεγάλωσε. Είναι ο πέντε εξηταπέντε. Ο αριθμός 109565. Κρατούμενος 109565… 

“Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω εγώ, σαν απόγονος δεύτερης γενιάς τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος, μπορώ όμως να διηγηθώ κάποια πράγματα, όπως μου τα έχει περιγράψει ο πατέρας μου, μαζί με την εντύπωση που έκαναν σε εμένα. Είμαστε τέσσερα παιδιά, που είχαν την τύχη να έχουν πατέρα που μίλησε. Και που θέλει ακόμα να μιλάει, για “να μην ξεχάσει ο κόσμος”, όπως του αρέσει να μας λέει. Βέβαια πώς είναι δυνατό να ξεχάσεις. Ο πατέρας μου μέχρι και σήμερα ξυπνά από εφιάλτες. Ορισμένες σκηνές τις περιγράφει κάθε φορά με τα ίδια λόγια. Με τους ίδιους χαρακτηρισμούς” λέει η Χέλλα Ματαλών – Κούνιο, μιλώντας στο GRTIMES.

“Επρόκειτο για δυόμιση εφιαλτικά χρόνια, υπό συνθήκες που είναι αδύνατο να φανταστεί ο καθένας μας, να συλλάβει ανθρώπινος νους. Ακόμα και σε μένα που μου διηγείται από μικρό παιδί την ιστορία, υπάρχουν στιγμές που λέω πως είναι αδύνατο να υπάρχει άνθρωπος που έκανε τέτοιες πράξεις απέναντι σε άλλους ανθρώπους…

Ο πατέρας μου συνηθίζει να περιγράφει κάποιες συνθήκες που έζησε στο Άουσβιτς, που είναι αδύνατο να το συλλάβεις. Για παράδειγμα η ιστορία των πτωμάτων, η καύση τους, η άφιξη των Ούγγρων Εβραίων που έφτασαν στο στρατόπεδο κατά χιλιάδες και εντελώς ξαφνικά το φθινόπωρο του 1944. 

Ήταν τόσοι οι Ούγγροι που έφταναν εκεί καθημερινά που δεν μπορούσαν οι Γερμανοί να διαχειριστούν το ζήτημα. Αναγκάστηκαν να ανάψουν μεγάλες φωτιές με σχάρες από τις ράγες των τρένων ώστε να κάψουν τα πτώματα στην ύπαιθρο. Ήταν αδύνατο να χωρέσουν στα κρεματόρια. Αυτά είναι τα αδιανόητα. Τα αδιανόητα…

Ο πατέρας μου, συνηθίζει να επαναλαμβάνει τη φράση “τότε που έβρεχε ανθρώπινες στάχτες στο Άουσβιτς”. Και το κάνει για να περιγράψει τη στιγμή της δικής του άφιξης στο στρατόπεδο του θανάτου. Στις ράμπες έφτασε νύχτα και έμοιαζε να χιονίζει. Είχε πάρα πολύ κρύο και οι Γερμανοί ουρλιάζαν τις εντολές τους. Κανείς δεν καταλάβαινε κουβέντα. Και δεν καταλάβαινε κανείς γιατί η πρώτη αποστολή Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη είχε μόνο πάμφτωχους που μιλούσαν Ισπανο-Εβραϊκά. Από καλή ή κακή τύχη δεν ξέρω, σε αυτή την ομάδα βρέθηκε και η οικογένεια του πατέρα μου, παρ’ όλο που δεν ήταν φτωχή. Ήταν μεσαίας τάξης έμποροι και ήξεραν ξένες γλώσσες. Χαρακτηριστικά η οικογένεια η δική μου, ήξερε γερμανικά γιατί ήταν η μητρική γλώσσα της γιαγιάς μου.

Περιγράφει λοιπόν την σκηνή της άφιξης και μου έχει διηγηθεί ότι ενώ έφτασαν βαθιά νύχτα στο Μπιρκενάου, οι φρουροί τους τραβούσαν με μανία έξω από το τρένο, μέχρι να κάνουν τις περίφημες “διαλογές”. Χώριζαν τους πιο δυνατούς και αυτούς που ήταν ικανοί για εργασία με τους πιο αδύναμους τους οποίους έστελναν απ’ ευθείας στους θαλάμους αερίων. Οι Γερμανοί από τις ελληνικές αποστολές κρατούσαν προς εργασία μόλις το 10% των αφιχθέντων. 

Συγκεκριμένα από τα 2.800 άτομα που ήταν στο τρένο εκείνο το βράδυ της 15η Μαρτίου του 1943, για εργασία επέλεξαν λιγότερα από 200. Οι υπόλοιποι πήγαν κατ’ ευθείαν στα κρεματόρια. Προσπάθησαν λοιπόν να χωρίσουν άντρες και γυναίκες και στη συνέχεια με τη βοήθεια ενός γιατρού που καθόταν σε ένα γραφείο κι έδειχνε με το δάχτυλο μόνο δεξιά ή αριστερά, να χωρίσουν τους δυνατούς με τους αδύνατους. Εκεί οι άνθρωποι μετά από ένα ταξίδι εφτά ημερών (κι αφού αρκετοί είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του), ζαλισμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι θέλουν οι Γερμανοί από αυτούς. “Recths, Links, Schnell, Schnell”.

Και ξέρετε σε αυτό το γεγονός στέκομαι ιδιαίτερα, γιατί δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τα νούμερα των καθημερινών δολοφονιών. Και το μοναδικό στοιχείο που έσωσε τον πατέρα μου και την οικογένειά του ήταν ότι από τα 2.800 άτομα μόνο τέσσερις γνώριζαν γερμανικά. 

Τον δήλωσαν ως «ράφτη» αν και δεν κράτησε ποτέ βελόνα 

Σε ερώτηση για το πόστο που ανέλαβαν οι άνθρωποι της οικογενείας της εντός του στρατοπέδου, η κ. Κούνιο απάντησε ότι “τους έδωσαν μια δουλειά για να μπορούν τη μέρα να τους κρατούν ζωντανούς και το βράδυ να μεταφράζουν κατά την άφιξη των αποστολών. Τη μέρα λοιπόν, ο πατέρας μου ήταν γραμμένος ως “ράφτης” παρόλο που δεν είχε κρατήσει ούτε βελόνα στη ζωή του. Το έκαναν μόνο για να τον έχουν κρατούμενο σε ένα κλειστό χώρο. Ξέρετε αν ρωτήσετε τους επιζώντες: Πως εξηγείς ότι εσύ επέζησες και ο διπλανός σου δεν τα κατάφερε; Απορούν και οι ίδιοι με αυτό και απαντούν «δεν ξέρω, ίσως από τύχη». Και ο πατέρας μου το ίδιο ακριβώς απαντά. Ότι είχε εφτά στιγμές που βρέθηκε στην πλευρά του θανάτου. Μία φορά μάλιστα ήταν στους 20 επιλεχθέντες για εκτέλεση. Στους 18 οι Γερμανοί σταμάτησαν και είπαν απλά, «εντάξει φτάνει».

Η απελευθέρωση: Τον Μάιο του 1945 ο Χάιντς Κούνιο ήταν 34 κιλά

Αναφερόμενη στην κατάσταση του Χάιντς Κούνιο λίγο πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, η Χέλλα Ματαλών – Κούνιο αποκαλύπτει: “Το Άουσβιτς άρχισε να εκκενώνεται στις 16 Ιανουαρίου του 1945. Στις 27 Ιανουαρίου, σαν σήμερα δηλαδή, μπήκε ο Κόκκινος Στρατός και αντίκρισε φοβερά πράγματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πατέρας μου επιλέχθηκε να κάνει την γνωστή ως “πορεία θανάτου”. Γι’ αυτή την πορεία επιλεγόταν οι πιο γεροί, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν πίσω. Ξεκινούσαν από το Άουσβιτς και κατέληγαν σε μέρη κοντά στη Γερμανία τα οποία ήταν ακόμη κάτω από την ηγεσία των ναζί. 

Η δική τους ομάδα δε, έπρεπε να φτάσει στο Μαουτχάουζεν, μια πορεία που στο μεγαλύτερο κομμάτι της έγινε με τα πόδια κι ένα ακόμη σε ανοιχτά βαγόνια. Επέζησε της πορείας του θανάτου και αυτό ήταν επίσης θέμα τύχης, γιατί μέσα στην παγωνιά του Γενάρη πολλοί ήταν αυτοί έχασαν τη ζωή τους στην διαδρομή. Όταν έφτασε στην Αυστρία, έμεινε σε τρία στρατόπεδα. Στο Μαουτχάουζεν, στο Μελκ και στο Έμπενζε. Εκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Μάιο του 1945 έπρεπε να κάνει πάρα πολύ σκληρή δουλειά που δεν ήταν δυνατό να γίνει από ασθενικά άτομα, όπως ήταν στο σύνολό τους οι κρατούμενοι. 

Ουσιαστικά τους ανάγκαζαν να ανοίγουν τρύπες σε ένα βουνό γρανίτη προκειμένου να κατασκευάσουν τούνελ και να κρύψουν το πολεμικό τους υλικό. Αυτές τις στοές τις άνοιξαν αυτοί οι κρατούμενοι που είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε σκελετοί. Ήταν τόσο μεγάλη η εξάντληση του πατέρα μου που μου έχει αναφέρει πως αποκοιμιόταν πάνω στο τρυπάνι. Εν’ τέλει ο Χάιντς Κούνιο απελευθερώθηκε στον Μάιο του 1945 με το βάρος του να φτάνει τα 34 κιλά!”. 

Όσο για την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη; “Έγινε μέσα από τα κανάλια του Ερυθρού Σταυρού κι αφού πρώτα, παππούς και πατέρας βοήθησαν τους Αμερικανούς να καταγράψουν τους Έλληνες Εβραίους στα στρατόπεδα της Αυστρίας εκείνη τη στιγμή. Αργότερα οι δυο τους βρέθηκαν σε μια ομάδα στην οποία άνηκαν και Έλληνες κομμουνιστές, δύο εκ των οποίων, έγιναν καλοί φίλοι του πατέρα μου. Οδικώς, έφτασαν στην Ιταλία και από το Μπάρι στη συνέχεια πέρασαν στην Ελλάδα και την Αθήνα. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα ήρθαν και στη Θεσσαλονίκη” λέει η κ. Κούνιο στο GRtimes.gr. 

Ποτέ ξανά! 

Ο Χάιντς Κούνιο έχει συγχωρέσει; Θα νιώσει ποτέ έτοιμος να συγχωρέσει; “Θα σας το πω όπως το λέει ο ίδιος. Δεν μπορεί να συγχωρέσει, αλλά ούτε και είναι σε θέση να συγχωρέσει. Ο μόνος που μπορεί να το κάνει, είναι ο Θεός. Το μήνυμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ένα: “Ποτέ Ξανά”. Ποτέ ξανά απολυταρχικά καθεστώτα, ποτέ ξανά φασισμός”. 

Τοπικά Νέα Τελευταίες ειδήσεις