Η απαγωγή της ανήλικης στη Θεσσαλονίκη συντάραξε ολόκληρη τη χώρα. Δεκαοκτώ μέρες πριν να εκπνεύσει το ανώτατο όριο των 18 μηνών της προσωρινής κράτησης, ξεκινάει σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο η δίκη της 34χρονης…
κατηγορούμενης για την απαγωγή και σεξουαλική κακοποίηση, ύστερα από χορήγηση ψυχοτρόπων ουσιών, της 10χρονης μαθήτριας από την Τούμπα Θεσσαλονίκης, υπόθεση που είχε συγκλονίσει τον Ιούνιο του 2020 την κοινή γνώμη. Εκτός από την 34χρονη -προσωρινά κρατούμενη στις Γυναικείες Φυλακές Ελαιώνα Θηβών- στο εδώλιο του ίδιου δικαστηρίου θα καθίσει ο 41ος ετών φερόμενος ως συνεργός της, η εμπλοκή του οποίου προέκυψε έναν χρόνο μετά την αρπαγή της ανήλικης. Σε αντίθεση όμως με την 34χρονη, ο φερόμενος ως συνεργός της είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την απολογία του στον Ανακριτή, με επιβολή περιοριστικών όρων και χρηματικής εγγύησης.
Το κατηγορητήριο αποδίδει βαρύτατες κατηγορίες στην 34χρονη, η οποία διώκεται με τις εξής πράξεις: αρπαγή ανηλίκου με σκοπό να το μεταχειριστεί ο δράστης σε ανήθικες ασχολίες, βιασμό, γενετήσια πράξη με ανήλικο, προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών για αποκλειστικά ιδία χρήση, έκθεση, όπως επίσης διακεκριμένη περίπτωση διακίνησης ναρκωτικών με τη μορφή της ανάμειξής τους σε ποτό με σκοπό τη διάθεσή τους (σ.σ. για την αρχικώς αποδοθείσα κατηγορία της πορνογραφίας απηλλάγη από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο). Από την πλευρά του, ο 41ος ετών κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τα αδικήματα της συνέργειας στις πράξεις της αρπαγής ανηλίκου και της έκθεσης.
Το χρονικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, τα ίχνη της 10χρονης μαθήτριας είχαν χαθεί το μεσημέρι της 11ης Ιουνίου, όταν μετά το πέρας του σχολείου δεν επέστρεψε σπίτι. Εξεταζόμενη αργότερα από ειδικούς, η ανήλικη, η οποία ζει σήμερα σε δομή ανηλίκων, κατονόμασε την 34χρονη ως τη γυναίκα που την άρπαξε, με το πρόσχημα ότι την έστειλε η μητέρα της να την παραλάβει. Το θύμα γνώριζε την απαγωγέα της, καθώς διέμεναν στο παρελθόν στην ίδια πολυκατοικία στην Τούμπα και είχαν οικογενειακές σχέσεις.
Όπως περιγράφεται στο ίδιο βούλευμα, η κατηγορούμενη μετέφερε την ανήλικη στο διαμέρισμά της, στην Καλαμαριά, όπου τής πρόσφερε χυμό φρούτων στον οποίο είχε διαλύσει χάπια Ζάναξ, με συνέπεια η παθούσα να περιέλθει σε κατάσταση υπνηλίας και σωματικής αδυναμίας. Εκμεταλλευόμενη την κατάσταση αυτή, η 34χρονη προέβη στη συνέχεια στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση το μήνυμα εξαφάνισης της 10χρονης (Amber Alert) και την έκταση που είχε πάρει το θέμα, το επόμενο 24ωρο, η κατηγορούμενη φαίνεται πως κυριεύτηκε από πανικό, οπότε αποφάσισε να την αφήσει ελεύθερη. Το επόμενο πρωί (13η Ιουνίου), τής έδωσε χρήματα για ταξί, περπάτησαν λίγο μαζί και μετά την άφησε απροειδοποίητα μόνη της, στη συμβολή των οδών Καθηγητή Ρωσίδου και Θεμιστοκλή Σοφούλη, στην Καλαμαριά, όπου εντοπίσθηκε από περιοίκους και μεταφέρθηκε στην Παιδιατρική Κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου.
Στη συνέχεια η 34χρονη επέστρεψε στο σπίτι της, κάλεσε ραδιοταξί και κατευθύνθηκε στην Παραλία Κατερίνης, όπου είχε ήδη μισθώσει διαμέρισμα για να κρυφτεί. Κατά την παραμονή της εκεί, έκοψε τα μαλλιά της κοντά και αντικατέστησε το κινητό της τηλέφωνο. Τελικά εντοπίστηκε τέσσερις μέρες αργότερα, στις 17 Ιουνίου, από ειδική ομάδα ερευνών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.
Τι ισχυρίστηκε η 34χρονη
Στην προανακριτική της απολογία, η κατηγορούμενη είχε παραδεχθεί ότι διακατέχεται από ερωτική διάθεση για μικρά κορίτσια, θέση την οποία όμως ανασκεύασε στην απολογία της ενώπιον της Ανακρίτριας, όπου φέρεται να είπε ότι ενήργησε ωθούμενη από αισθήματα μητρικής στοργής προς το κοριτσάκι λόγω «παραμέλησης και κακοποίησης» που, όπως ισχυρίστηκε, «υφίστατο από το οικογενειακό του περιβάλλον». Αρνήθηκε δε τις συνδεόμενες κατηγορίες με τη σεξουαλική κακοποίηση και τη χορήγηση ναρκωτικών.
Η εμπλοκή του φερόμενου ως συνεργού
Ο συγκατηγορούμενός της μπήκε στο «κάδρο» των διωκτικών αρχών, έναν χρόνο αργότερα, όταν η Υποδιεύθυνση Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων Θεσσαλονίκης της ΕΛ.ΑΣ., ερευνώντας δύο άλλες πράξεις βιασμού σε βάρος ενηλίκων με φερόμενη ως δράστιδα την 34χρονη, αξιοποίησαν ευρήματα από άρσεις απορρήτου τηλεπικοινωνιών και επικοινωνιών (μέσω διαδικτύου).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της αστυνομικής έρευνας και όπως αναφέρεται στο βούλευμα, ο 41 ετών άνδρας «επισκέφθηκε επανειλημμένα το σπίτι της συγκατηγορούμενής του κατά το διάστημα της παράνομης κράτησης της ανήλικης και ήταν παρών κατά την απελευθέρωσή της». Τις επόμενες μέρες δε, ο ίδιος φέρεται να αντάλλαξε e-mail με την 34χρονη, από τα οποία προκύπτει ότι «γνώριζε, πριν από τη σύλληψή της, ότι ήταν η δράστις της αρπαγής, καθώς και ότι της παρείχε υλική υποστήριξη διαβεβαιώνοντάς την ότι θα της συμπαρασταθεί και προτείνοντάς της να συναντηθούν ή να της στείλει ό,τι χρειάζεται με άλλο έμπιστο πρόσωπο».
Απολογούμενος αρνήθηκε κάθε εμπλοκή στην υπόθεση αρπαγής και, όπως φαίνεται να προκύπτει, ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε επί πληρωμή ερωτικές επαφές με την 34χρονη.