Μεγάλωσε σε ντισκοτέκ και πέρασε νύχτες που θυμάται ακόμα. Ήταν τα χρόνια που η Θεσσαλονίκη διασκέδαζε στους ρυθμούς μιας μουσικής νεοφερμένης…
Οι δείκτες στο ρολόι της διασκέδασης γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω και «σκαλώνουν» στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ξημερώματα, δυνατή μουσική, χορός και λίκνισμα στους ρυθμούς της νεοφερμένης μουσικής, της ντίσκο. Κάτω από την τεράστια ασημένια ντισκομπάλα, την εναλλαγή φωτισμού εν ριπή οφθαλμού και υπό τους ήχους των μουσικών επιλογών του dj, οι νύχτες της εποχής εκείνης είχαν τη σφραγίδα μιας διασκέδασης που άφησε εποχή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η μουσική ντίσκο με κυρίευσε όπως και όλους τους άλλους, από την πρώτη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας, γιατί μας έβαλε να ζήσουμε με ένταση παρέα με μια νέα συνήθεια» εξηγεί, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Λευτέρης Κογκαλίδης, δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός, που η συλλογή του με δίσκους και cd’s ξεπερνά σήμερα τις 50.000!
«Αγαπήσαμε να πηγαίνουμε τα βράδια στις ντισκοτέκ και να ακούμε τη νέα μουσική. Ήμουν ένας από αυτούς που σχεδόν κάθε βράδυ, λόγω της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας, πήγαινα πολύ στα μαγαζιά αυτά. Θυμάμαι τη Lavalbone, από τις πιο διάσημες ντίσκο της εποχής, την οποία επέλεγαν για τη διασκέδαση τους και τα πιο γνωστά αστέρια του τραγουδιού, του θεάτρου και του κινηματογράφου» θυμάται ο κ. Κογκαλίδης.
Η ντίσκο ήταν σαν να άνθισε μέσα στα επόμενα χρόνια. Μετά το ’73, όπως λέει ο Λευτέρης Κογκαλίδης, τα συγκεκριμένα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν με ταχύτατους ρυθμούς σε εκατομμύρια σε όλον τον πλανήτη και πολύ γρήγορα και η Θεσσαλονίκη πλημμύρισε από ντισκοτέκ. Τη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε ούτε μια περιοχή που να μην είχε έστω κι έναν ανάλογο χώρο διασκέδασης με τα… ντεσιμπέλ στα πάνω τους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Από τις ντίσκο έχουν περάσει σχεδόν όλοι. Μαθητικοί χοροί, πάρτι, μέχρι και διαγωνισμοί χορού με κριτική επιτροπή, μεταξύ των οποίων ήταν συχνά ο γνωστός μουσικός παραγωγός της Θεσσαλονίκης. Οι διαγωνιζόμενοι, όπως θυμάται, «τα έδιναν όλα» στις πίστες, με χορευτικές αυτοσχέδιες -και όχι μόνο- φιγούρες, υπό τους ήχους των εισαγόμενων επιτυχιών, που γίνονταν γνωστές μέσα σε ελάχιστες ώρες.
«Όχι μόνο στις πιο κοσμικές ντίσκο αλλά και σε αυτές της γειτονιάς γίνονταν συχνά διαγωνισμοί, στους οποίους καλούσαν δημοσιογράφους, ηθοποιούς για κριτική επιτροπή. Βλέπαμε τα ζευγάρια που χόρευαν με στόχο τη νίκη και έπαθλο μια φιάλη ουίσκι ή κρασί, αλλά κυρίως χόρευαν για τη διάκριση. Τινάζονταν στον αέρα και προσγειώνονταν στην πίστα μέχρι να ξαναρχίσει η μουσική. Ήταν κυρίως στα καινούρια κομμάτια, τα χορευτικά, η στιγμή που ανέβαιναν όλοι στην πίστα, όπου και άφηναν έναν κουβά ιδρώτα προτού ξανακαθίσουν, και κάπως έτσι κυλούσε η βραδιά» περιγράφει.
Πώς «έσβησε» η ντισκομπάλα
Το περιοδικό «Billboard», το οποίο κυκλοφορεί εβδομαδιαίως στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, είχε από το 1974 καθιερώσει τις μεγαλύτερες επιτυχίες σε όλες τις πολιτείες και το κομμάτι που ήταν στα πρώτα, το ακολουθούσαν και τα ραδιόφωνα, που τότε έπαιζαν σχεδόν αποκλειστικά ντίσκο.
«Οι καλλιτέχνες ήταν καινούρια πρόσωπα, δεν τους ξέραμε τους περισσοτέρους και βέβαια υπήρχαν και οι παλιότεροι που τραγούδησαν κομμάτια ντίσκο χορευτικά και, μάλιστα, πολλά από αυτούς ήταν της μιας επιτυχίας. Ένα τραγούδι που ξεπηδούσε ξαφνικά, γινόταν τεράστια επιτυχία, τη χόρευε όλος ο πλανήτης και μετά εξαφανιζόταν.
Ο Λευτέρης Κογκαλίδης, ανταποκριτής του «Billboard» στην Ελλάδα, είχε ελεύθερη πρόσβαση παντού, άνοιγαν οι πόρτες στα πιο γνωστά κλαμπ σε Ευρώπη και Αμερική και είχε βρεθεί στο πιο δύσκολο σε πρόσβαση μαγαζί της Νέας Υόρκης, το «Στούντιο 54», εκεί όπου σχεδόν κάθε μέρα βρίσκονταν αστέρες του Χόλιγουντ και ο Γουόρχολντ σε διπλανό σταντ, την τελευταία φορά που βρέθηκε στο κοσμικό στέκι.
«Το 2000 είχαμε ακόμη ντίσκο αλλά σιγά σιγά έσβηνε, δίνοντας τη θέση της σε άλλα ήδη χορευτικής μουσικής. Σήμερα ο κόσμος χορεύει όπου να ‘ναι, σηκώνεται στη θέση του και απλώς κουνιέται» λέει ο κ. Κογκαλίδης, αλλά η αγάπη και των νέων για τα τραγούδια φάνηκε και από την εκδήλωση «Γιορτή της πανσελήνου του καλοκαιριού», την οποία ο ίδιος διοργανώνει από το 2017. Φέτος, ο χώρος στην παραλία πλημμύρισε από κόσμο και μάλιστα πολύ νεότερης ηλικίας.
Μια ζωή μέσα στους δίσκους
Στο σπίτι του Λευτέρη Κογκαλίδη, η μουσική όλων των ειδών έχει βρει το καταφύγιό της. Οι δίσκοι του είναι χιλιάδες και το υλικό του ανεκτίμητης -συναισθηματικής κυρίως- αξίας.
«Προσπαθούσα να μετρήσω τους δίσκους μου αλλά ήταν τόσες χιλιάδες που θα έπρεπε να έχω συνεργείο είκοσι ατόμων για να τους μετράνε μέρες! Σχεδόν ό,τι έχει κυκλοφορήσει στη Θεσσαλονίκη και στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’60 και μετά βρίσκεται στο σπίτι μου. Όταν βγήκαν τα cd’s έγινα μανιώδης συλλέκτης και τώρα μπορείτε να βρείτε δυο πολύ σπάνιους- τους καθάρισα τα σκρατς για να είναι καθαροί. Τους περισσότερους, ειδικά τα άλμπουμ, τα έχω με κατηγορίες: άντρες, γυναίκες, συγκρότημα, ειδικές κατηγορίες, ταινίες» περιγράφει ο Λευτέρης Κογκαλίδης.
Το αρχείο του δημοσιογράφου μετρά πάνω από 50.000 και υπάρχουν παντού στο σπίτι του, σε όλα τα δωμάτια: στο σαλόνι, το γραφείο μέχρι και στην κρεβατοκάμαρα.