Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται τα νοσοκομεία όλη της χώρας λόγω του κορονοϊού, ωστόσο ένα άλλο περιστατικό στο Παπαγεωργίου έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στη Θεσσαλονίκη.
Συγκεκριμένα σε επιφυλακή βρίσκονται γιατροί, νοσηλευτές και η διοίκηση του νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης, έπειτα από τη διάγνωση περιστατικού κεχροειδούς φυματίωσης σε ασθενή την προηγούμενη Παρασκευή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο ασθενής που χειρουργήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες της Voria.gr, για διαφορετικό περιστατικό, διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι έπασχε από μια επικίνδυνη μορφή φυματίωσης, την κεχροειδή, με αποτέλεσμα σήμερα να νοσηλεύεται σε μονόκλινο δωμάτιο απομονωμένος και να του χορηγείται η δέουσα αγωγή. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ευτυχώς ο ασθενής ανταποκρίνεται καλά στην αντιβίωση.
Ωστόσο, το κρούσμα φυματίωσης, που ως ιογενής λοίμωξη μεταδίδεται εύκολα, θορύβησε γιατρούς και ασθενείς που ήρθαν σε επαφή με τον ασθενή και τη διοίκηση του νοσοκομείου, που παρακολουθεί στενά την εξέλιξη, ώστε να μην υπάρξει διασπορά.
Πληροφορίες από το νοσοκομείο αναφέρουν ότι η μετάδοση της φυματίωσης δεν μπορεί εύκολα να εντοπιστεί, παρά με την παρέλευση κάποιων εβδομάδων, κι αυτό είναι που έχει ανησυχήσει όσους ήρθαν σε επαφή με τον ασθενή και τη διοίκηση του «Παπαγεωργίου».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Γιατροί ωστόσο τόνιζαν στη Voria.gr ότι η συγκεκριμένη μορφή φυματίωσης δεν είναι μεταδοτική, αλλά πολύ σοβαρή για τον ίδιο τον ασθενή και δεν συντρέχουν λόγοι μεγάλης ανησυχίας για όσους ήρθαν σε επαφή με το κρούσμα. Σε κάθε περίπτωση το επιβεβαιωμένο κρούσμα κεχροειδούς φυματίωσης έχει ανησυχήσει το νοσοκομείο, όπου λαμβάνονται προστατευτικά μέτρα και ο ασθενής είναι απομονωμένος, για αποφυγή κάθε περίπτωσης διασποράς. Η επικινδυνότητα της κεχροειδούς φυματίωσης είναι πολύ μεγάλη, αφού μολύνει πολλά όργανα του σώματος και ιατρικά θεωρείται ότι αποτελεί το 2% όλων των περιστατικών φυματίωσης και αναλογεί στο 20% του συνόλου των περιπτώσεων εκτός της πνευμονικής φυματίωσης.
Στην Ελλάδα η φυματίωση επί δεκαετίες είχε σχεδόν εξαλειφθεί και τα κρούσματα ήταν σπάνια, όμως τα τελευταία χρόνια επανεμφανίστηκε και καταγράφονται κρούσματα τόσο στον ντόπιο πληθυσμό, όσο και σε μετανάστες και πρόσφυγες.