Μία παραλία γεμάτη με ιστορία και αναμνήσεις είναι ο Άναυρος, μία πλαζ που το ξεκίνημά της, μας γυρίζει στα τέλη του 19ου αιώνα, λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και την ένταξη του Βόλου στην ελληνική επικράτεια. Ήταν τα χρόνια που τα ήθη ήταν εξαιρετικά συντηρητικά.
Ο Άναυρος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι, η πιο «αστική πλαζ» σε μία μεγάλη πόλη, κυριολεκτικά μέσα στην καρδιά της. Εξακολουθεί να σφύζει από ζωή, να αποτελεί αγαπημένο σημείο συνάντησης των Βολιωτών και να την προτιμούν άνθρωποι κάθε ηλικίας για να κολυμπήσουν, να αθληθούν, να δροσιστούν, να διασκεδάσουν, ακόμη απλώς και για να ξαποστάσουν.
Κάποτε γύρω από την παραλία υπήρχαν χαμηλές μονοκατοικίες, λουσμένες στα γιασεμιά και τα πολύχρωμα καλοκαιρινά λουλούδια, ενώ σήμερα γύρω από τον Άναυρο υπάρχουν πολυκατοικίες-μεγαθήρια, «προνομιούχα διαμερίσματα» με απέραντη θέα στον Παγασητικό. Από το μπαλκόνι τους «αγγίζεις» το γαλάζιο και εισπνέεις τη θαλασσινή αύρα ανεμπόδιστα .
Κάποτε έφθαναν οι Βολιώτες με το αστικό τραμ που έκανε τέρμα στη συγκεκριμένη παραλία ή με τον θρυλικό «Μουτζούρη» που συνέχιζε ως την Αγριά, τα Λεχώνια ή ανηφόριζε μέχρι τις Μηλιές.
Αυτή η θρυλική για τους Βολιώτες παραλία, ήταν το «must» του καλοκαιριού και τα μαγαζιά που μεσουράνησαν, ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, διατηρούνται ως σήμερα κρύβοντας μεγαλεία και μοναδικές στιγμές που μόνο στις μνήμες των μεγαλύτερων σε ηλικία έχουν καταγραφεί. Στον Άναυρο διοργανώνονταν ανεπανάληπτες βραδιές με κρασί και τσιπουράκια, με μουσικές και διασκέδαση μέχρι τα ξημερώματα.
Η πλαζ του Αναύρου που έφθασε στο απόγειο της δόξας της, αμέσως μετά τον πόλεμο, και όταν η φτωχή Ελλάδα έβγαινε «βαριά τραυματισμένη» από τις εσωτερικές περιπέτειές της, αποτελούσε μία όαση ξεγνοιασιάς και αλλαγής εικόνων, χωρίς αυτοκίνητα και θορύβους.
Οι τοπικές εφημερίδες της εποχής διαφήμιζαν τα τρία παραλιακά κέντρα διασκέδασης που υπήρχαν «πάνω στο κύμα», το ένα καλύτερο από το άλλο. Πρώτη ήταν η «Καλλιθέα» του Ζαχείλα με ωραία παραλία μπροστά της, αμέσως μετά ήταν το «Ακταίον» και στη συνέχεια με μεγάλη άπλα μπροστά της και βαθιά αμμουδιά η θρυλική «Αύρα» της οικογένειας Νικοβιώτη που συνεχίζει ως και σήμερα να δημιουργεί ιστορία, 140 χρόνια από το ξεκίνημά της το 1883.
Πολύ κοντά στην καθαυτή παραλία του Αναύρου και αμέσως μετά τον ομώνυμο χείμαρρο, υπήρχε και εξακολουθεί να υφίσταται ως σήμερα και η «Ακτή ΝΟΒ» του Ναυτικού Ομίλου Βόλου με τις ονειρικές μουσικές της επιλογές σε έναν χώρο που αποτέλεσε για δεκαετίες σημείο συνάντησης για την ελίτ της πόλης.
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που οργανώθηκαν οι Αστικές Συγκοινωνίες στον Βόλο, είχαν σαν κατάληξη τον Άναυρο τρεις αστικές λεωφορειακές γραμμές που διαπερνούσαν όλο τον Βόλο απ άκρου εις άκρον και έφερναν χιλιάδες Βολιώτες από κάθε γωνιά. Ήταν τα χρόνια εκείνα που μανάδες, παπούδες και γιαγιάδες έπαιρναν τα πιτσιρίκια και μέσα σε ένα ατελείωτο πανζουρλισμό από παιδικές φωνές κατέφθαναν στην παραλία για να δροσιστούν και να παίξουν ανέμελα. Ήταν οι εποχές που οι άνθρωποι εφορμούσαν στα λεωφορεία για να εξασφαλίσουν μία θέση στα καυτά πλαστικά καθίσματα, που οι μικροί κατέφθαναν με φουσκωμένες τις σαμπρέλες στην παραλία και οι πιο μεγάλοι-«υποψήφιοι γαμπροί» δεν δίσταζαν να τσακωθούν για μια λοξή ματιά προς τα κορίτσια της εποχής.
Στον Άναυρο γράφτηκαν ιστορίες έρωτα και αγάπης για χιλιάδες νέους του Βόλου, που έδιναν το ραντεβού τους για συνάντηση και φλερτ και η Σωτηρία Νικοβιώτη, τρίτη γενιά της οικογένειας που δημιούργησε την «Αύρα» θυμάται και περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «γινόταν χαμός τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 από τα γυμνασιόπαιδα. Ο τόπος γέμιζε και από τις ημερήσιες σχολικές εκδρομές.
Πολλοί άλλοι έκαναν σκασιαρχείο και έδιναν ραντεβού εδώ. Οι καρδιές σκιρτούσαν τότε και τα ρομαντικά ραντεβού έδιναν και έπαιρναν. Και ξαφνικά έκαναν έφοδο ο γυμνασιάρχης με καθηγητές και τότε γινόταν το έλα να δεις. Το έβαζαν στα πόδια και κρύβονταν τα παιδιά μέσα στο μαγαζί και ο πατέρας μου τους φυγάδευε όλους από την πίσω πόρτα και μέσα από τις καλαμιές ή έμπαινε μπροστά και απαγόρευε την έρευνα μέσα στο μαγαζί του. Απίστευτες εικόνες πλημμυρισμένες από νιάτα και ανέμελες φωνές».
Η «Αύρα» είναι συνώνυμη με την οικογένεια Νικοβιώτη. Τέσσερις γενιές από το 1883 ως τις μέρες μας και ο Νίκος Νικοβιώτης μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον θρύλο της «Αύρας» αναφέρει: «Ο προπάππος μου Νίκος Νικοβιώτης ήταν εκείνος που έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξει το κέντρο διασκέδασης.
Ήταν το 1883.Ακολούθησαν ο Χρήστος, ο Δημήτρης, η Σωτηρία και σήμερα πάλι ο Νίκος, δηλαδή εγώ. Μεγαλώσαμε όλοι δίπλα στο Jukebox ακούγοντας τα τραγούδια της εποχής και στην πίστα χορού που υπάρχει ως και σήμερα και που φιλοξένησε μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου.
Πέρασαν από εδώ ο Πάνος Γαβαλάς, η Ρία Κούρτη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Ανθούλα Αλιφραγκή και πολλοί ακόμα. Εδώ κατά καιρούς με τα συγκροτήματά τους, έδωσαν το παρόν οι δικοί μας Βαγγέλης Παπαθανασίου και Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και τα νιάτα της εποχής τους αποθέωναν πριν ξεκινήσουν τις μεγάλες καριερες τους. Πολλές φορές ο Τάσος Μητρογώγος, επική φωνή της ΕΡΤ, με σπουδαία φωνή έπαιρνε το μικρόφωνο και ξεσήκωνε τον κόσμο».
Στον Άναυρο εμφανίσθηκε και το πρώτο Juke Box στον Βόλο, στα μαγαζιά της εποχής ο ανταγωνισμός είχε φτάσει στα ύψη και ο Γιώργος Καφενταράκης έγραφε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» τον Ιούλιο του 1959 ότι «τότε ακούστηκαν στον Βόλο τα καινούργια τραγούδια του Κώστα Καπλάνη “Ζωή σερέτισσα” ,”Άδικο”, “Άπιστη ξεμυαλισμένη” και φυσικά ο θρύλος “Βολιώτισσα” με την Ανθούλα Αλιφραγκή μαζί με πολλά άλλα, ενώ από το “ηλεκτρόφωνο” (τζούκ – μπόξ) του “Ακταίου” και του διπλανού κέντρου “Αύρα”, η νεολαία του ΄60 ρίχνοντας τις δραχμές τους στο μηχάνημα, ακούγανε το “Apache” από τους Shadows, το “Διαβατήριο” του Καζαντζίδη, το “Oh Carol” του Neil Sedaka και άλλα. Τώρα ας πάμε λίγα χρόνια πίσω. Ας βρεθούμε στη χρονιά 1946 μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, τους καλοκαιρινούς μήνες η παραλία γέμιζε με πασατεμπάδες, καραμελατζίδες, (μαλλί της γριάς) φωτογράφους και αρκετούς άλλους πλανόδιους επαγγελματίες».
Στην ακτή του Αναύρου σύμφωνα με το αρχείο του μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών Γρηγόρη Καρταπάνη, αλλά και από δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου αναφέρεται ότι «Στο κέντρο “Ακταίον” του Αναύρου, τραγούδησε ο Πάνος Γαβαλάς, με παρτενέρ τη νεαρή τότε Δούκισσα και μπουζούκι τον βιρτουόζο Χ. Λεμονόπουλο».
Τον περασμένο αιώνα, στη θάλασσα ίσχυαν «σκληροί περιορισμοί» ιδίως για τους κολυμβητές και τις κολυμβήτριες. Πριν από εκατό χρόνια, γύρω στη δεκαετία του ’20 υπήρχαν τα περίφημα λουτρά θαλάσσης του Αναύρου. Υπήρχαν δύο σειρές από καμπίνες αυστηρά διαχωρισμένες σε ανδρών και γυναικών, μία ξύλινη σκάλα που έμπαινε μέσα στη θάλασσα και στην άκρη ήταν στημένο ένα φυλάκιο-παρατηρητήριο που επιτηρούσε τους λουόμενους να μην πλησιάζουν οι μεν τους δε. Όταν κάποιος πλησίαζε «επικίνδυνα» την άλλη πλευρά, ο ήχος της σφυρίχτρας των επιτηρούντων έσκιζε τον αέρα και ακουγόταν ως απέναντι στα Πευκάκια, ενώ μία βάρκα με τους επιτηρητές, πλησίαζε και έδιωχνε τους παραβάτες.
Άναυρος, όμως, εκτός από αμμουδερή και εκτεταμένη παραλία, σημαίνει και μυθολογία για τον τόπο. Δίπλα ακριβώς από την «Αύρα», περνά ο χείμαρρος Άναυρος, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ιάσονας, επιστρέφοντας από το Πήλιο στην Ιωλκό, έχασε στον ποταμό το σανδάλι του, την ώρα που μετέφερε την Ήρα στην πλάτη του, μεταμφιεσμένη σε γριά. Από το σημάδι αυτό, τον αναγνώρισε ο παππούς του Πελίας, τον οποίο ο νέος συνάντησε την ώρα που εκείνος θυσίαζε στον Ποσειδώνα.
Σήμερα, ο Άναυρος είναι η αγαπημένη παραλία για τους Βολιώτες. Έχει μεγάλη ακτή, αμμουδερή, με ρηχά νερά, προστατευμένη, οργανωμένη και εύκολα προσβάσιμη. Για όσους δεν έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο είναι μία εξαιρετική λύση για να δροσιστούν. Εκεί φτάνει κάποιος με το ποδήλατό του ή ακόμη και με τα πόδια. Απολαμβάνει το τσιπουράκι του, τους θαλασσινούς μεζέδες, δροσίζεται και παρά το ατελείωτο τσιμέντο της μεγαλούπολης αισθάνεται σαν να επισκέφθηκε τον παράδεισό του. Μια παραλία στην καρδιά της πόλης.