Το έργο, προϋπολογισμού 800.000 ευρώ, αφορά την αποκατάσταση τμήματος του τείχους από τον προμαχώνα Α έως και τον προμαχώνα Γ’, του πιο προβεβλημένου δηλαδή τμήματος του μνημείου, άμεσα ορατού από το λιμάνι της πόλης αλλά και από το εμπορικό κέντρο της.
Πρόκειται για εργασίες σε ένα μνημείο, που σύμφωνα με την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων του νησιού Όλγα Βάσση «είναι το σημαντικότερο μνημείο της πόλης της Χίου και το σπουδαιότερο οχυρωματικό μνημείο του νησιού». Σύμφωνα δε με την ίδια, «οι εργασίες σε αυτό περιλαμβάνουν ήπιες αρχιτεκτονικά επεμβάσεις, όπως καθαρισμούς, στερεώσεις, αρμολογήματα, πληρώσεις ρωγμών και τοπικές ανακτήσεις, οι οποίες θα καταστήσουν το μνημείο ασφαλές και προσβάσιμο στο κοινό. Επιπλέον, θα συντηρηθεί και θα αναδειχθεί η κεντρική πύλη του Κάστρου, η γνωστή και σαν Πόρτα Ματζόρε».
Δυο χρόνια τώρα, μια αρχαιολόγος, μια αρχιτεκτόνισσα, μια πολιτική μηχανικός, 10 εργατοτεχνίτες και μια λογίστρια εργάζονται πυρετωδώς για την αποκατάσταση της εικόνας του μνημείου. Μια πραγματικά δύσκολη δουλειά σε ένα μνημείο φτιαγμένο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους από διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικών πολιτισμών, όπου η κάθε στιγμή του έπρεπε να αποκατασταθεί σύμφωνα με τον μακρινό εκείνο τεχνίτη και τις ανάγκες που επέβαλαν τα έργα εκείνη τη στιγμή.
«Η αποκατάσταση, ένα διεπιστημονικό έργο, έγινε σύμφωνα με τους κανόνες της αναστήλωσης» λέει η αρχιτεκτόνισσα του έργου Τερέζα Γαλάτουλα. Και η αρχαιολόγος Σαπφώ Τάνου συμπληρώνει πως «έγινε σύμφωνα με το τι βρέθηκε σε κάθε τμήμα του μνημείου, που χτίστηκε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ιδιαίτερα η αρμολόγηση της λιθοδομής έχει το δικό της ύφος. Και γίνεται στη βάση του ό,τι βρέθηκε αλλά και αποτυπώθηκε».
Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η αποκατάσταση του 90% περίπου του «κορδονιού», της επίστεψης δηλαδή του κάστρου πριν αρχίσουν οι πολεμίστρες, το οποίο και χρησίμευε ως εμπόδιο στην αναρρίχηση στα τείχη. Το «κορδόνι» λοιπόν ήταν κατασκευασμένο από λίθους ερυθρών, προερχόμενους δηλαδή από την απέναντι μικρασιατική ακτή της χερσονήσου των Ερυθρών. Οι συμπληρώσεις τους και η αποκατάστασή τους σε ποσοστό που φτάνει το 90% έγινε με όμοιο υλικό από τις αποθήκες της αρχαιολογικής υπηρεσίας που περιλάμβαναν δομικά στοιχεία από τη συγκεκριμένα πέτρα.
«Από τα σημαντικότερα προβλήματα του κάστρου υπήρξαν τα φυτά (καπαριές, βρωμοκαρυδιές και καλαμιές) που με τις ρίζες τους στους αρμούς είχαν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα που έχρηζαν μάλιστα και ειδικής αντιμετώπισης, για την οποία απευθυνθήκαμε σε ειδικούς γεωπόνους», λέει η πολιτική μηχανικός του έργου Βασιλική Πάτσιου.
Η ιστορία του κάστρου της Χίου
Το Κάστρο της Χίου έχει έκταση 180 στρέμματα. Η κατοίκηση στο χώρο του μαρτυρείται τουλάχιστον από τους ελληνιστικούς χρόνους. Ευρήματα ανασκαφών πιστοποιούν τη συνέχιση της κατοίκησης στους ρωμαϊκούς και στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Ναοί των μεσοβυζαντινών χρόνων μαρτυρούνται από τις πηγές (10ου αι.) και από ευρήματα ανασκαφών (11ου αι.). Το σημερινό Κάστρο της Χίου ταυτίζεται με το γνωστό από τις πηγές οχυρό, που άρχισε να οικοδομεί το 1328 ο Γενουάτης ηγεμόνας της Χίου, Martino Zaccaria. Το 1329 το κάστρο καταλήφθηκε για λογαριασμό του βυζαντινού αυτοκράτορα από τον Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο και παρέμεινε στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας έως το 1346, οπότε η Χίος περιήλθε οριστικά ως κτήση στη Δημοκρατία της Γένουας. Από τη χρονιά εκείνη που ο Γενουάτης Simone Vignoso κατέλαβε το νησί, αρχίζει η περίοδος της Γενουατοκρατίας στη Χίο η οποία διήρκεσε δύο αιώνες, από το 1346 έως το 1566. Στους μεσαιωνικούς χρόνους το Κάστρο της πόλης (η Civitas Chii) ήταν το κέντρο της πολιτικής και της στρατιωτικής διοίκησης της Χίου. Έξω από τα τείχη του εκτεινόταν η πόλη, το borgo. Τη διακυβέρνηση του νησιού είχε αναλάβει μια εμπορική εταιρεία, η Μαόνα, της οποίας τα μέλη από το 1362 και εξής ανήκαν στη φατρία (των Ιουστινιάνι (Giustiniani) στη Γένουα και από τότε έφεραν το επώνυμο Ιουστινιάνι.
Το 1566 ο Πιαλή πασάς κατέλαβε το Κάστρο αμαχητί εκ μέρους του Οθωμανού Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Το 1694 το Κάστρο το κατέλαβαν για ένα εξάμηνο οι Ενετοί, που πραγματοποίησαν εκτεταμένες εργασίες στις οχυρώσεις παρά το μικρό διάστημα της κυριαρχίας τους. Έκτοτε το Κάστρο παρέμεινε αδιάλειπτα στα χέρια των Οθωμανών έως το 1912, όταν η Χίος απελευθερώθηκε και προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος.
Σύμφωνα με την κ. Βάσση, «η ελληνική Πολιτεία έλαβε από το 1924 μέτρα προστασίας του μνημείου και με Προεδρικό Διάταγμα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς χαρακτήρισε το Κάστρο ως διατηρητέο αρχαιολογικό και ιστορικό χώρο. Παρόλα αυτά το μνημείο απειλήθηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα όταν μερίδα της κοινωνίας της Χίου ζητούσε επιτακτικά την κατεδάφισή του, αίτημα που αναζωπυρωνόταν κατά καιρούς, στη δεκαετία του 1930 αρχικά, και κατόπιν στη δεκαετία του 1950 και του 1970. Καθοριστικές για την απαξίωση και την κακή κατάσταση διατήρησης του μνημείου στους νεότερους χρόνους ήταν οι φυσικές καταστροφές (σεισμοί) του 1881 και του 1949, η κατασκευή της νέας προκυμαίας το 1896 που αλλοίωσε δραματικά το επιλιμένιο τείχος, η μαζική εγκατάσταση στο Κάστρο των Ελλήνων προσφύγων που κατέφυγαν στη Χίο μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922, η γερμανική κατοχή, όταν προμαχώνες και οικοδομικό υλικό του Κάστρου χρησιμοποιήθηκαν για το άλεσμα των σιτηρών.
Ακόμη, μετά την απελευθέρωση της Χίου από τους Οθωμανούς το 1912 τα τείχη λιθολογήθηκαν συστηματικά, καταστράφηκαν μερικώς δύο προμαχώνες και η δυτική Πύλη («Επάνω Πορτέλο»), καθώς και τμήματα του επιθαλάσσιου τείχους με τη χρήση εκρηκτικών».
Συνέχεια του έργου
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στο συγκεκριμένο τμήμα, το έργο θα συνεχιστεί. Σύμφωνα με την περιφερειάρχη Βορείου Αιγαίου, Χριστιάνα Καλογήρου, η μελέτη για τη συνέχιση των εργασιών θα συνεχιστεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για τα κάστρα του βορείου Αιγαίου (για το Κάστρο της Χίου έχει προγραμματισθεί ποσό ύψους 1,2 εκατομμυρίων ευρώ). «Αντιλαμβανόμαστε την αξία του μνημείου και τη σημασία του έργου. Η Περιφέρεια έχει δεσμευτεί για τη συνέχιση των εργασιών ώστε το μοναδικό αυτό μνημείο να συνεχίσει να υπάρχει και να σηματοδοτεί την ιστορία της πόλης και του νησιού» είπε η κ. Καλογήρου.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ