Στην τωρινή επιστολή του από τις φυλακές, ο Lesi δηλώνει μετανιωμένος. “Έχω μετανιώσει πραγματικά και δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα πως εγώ, που όλη μου η ζωή ήταν υποδειγματική, έφτασα να κάνω αυτή την πράξη, την οποία ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ πως ακριβώς έγινε…”
Αφού πέριγράφει τα δύσκολα χρόνια που έζησε όταν πρωτοήρθε στη χώρα μας από την Αλβανία, ο Lesi γράφει για τη γνωριμία του, με την σύζυγό του. “Το καλοκαίρι του 2008 στη δουλεία μου γνωρίστηκα με την μετέπειτα γυναίκα μου, την Λέλα. Ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες σχέσεις μου, πιο ευγενική, με χαμόγελο και εμπιστοσύνη. Η σχέση μας άρχισε χωρίς διαφωνίες. Όλα πήγαιναν καλά. Αφού έμεινε έγκυος, πήγαμε στη γυναικολόγο να το βεβαιώσουμε. Με χαρά και οι δύο θέλαμε το παιδί”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με τον ίδιο, “αγκάθι” στη σχέση του ζευγαριού ήταν πάντα οι γονείς της συζύγου του, οι οποίοι δεν ενέκριναν αυτή τη σχέση. Όπως περιγράφει ο Lesi, μέχρι και το 2010 που παντρεύτηκε τη γυναίκα του και εκείνη, κρατούσε αποστάσεις απο τους γονείς της. “Ξαφνικά η Λέλα άρχισε να βάζει νερό στο κρασί της και εκεί που δεν ήθελε καμία σχέση, άλλαξε γνώμη και άρχισαν να μιλάνε τηλεφωνικά. Το 2011 ήρθε στη ζωή μας το δεύτερο παιδί μας, ο Φοίβος, και για αυτό το λόγο άρχισε να έρχεται στο σπίτι μας η μητέρα της Λέλας για να την βοηθάει με τα μωρά όσο εγώ έλειπα στη δουλειά…Αφού άρχισε η μητέρα της να έρχεται στο σπίτι, η Λέλα άλλαξε εντελώς συμπεριφορά… Δεν ξέρω τι έλεγαν, πάντως το φθινόπωρο μου ζήτησε να παρατήσω τις δουλειές μου και να πάω να δουλέψω ξανά στη δουλειά του πατέρα της. Το 2011 γύρισα πίσω στη δουλειά των γονιών της… Από την ώρα που μετακομίσαμε στους γονείς της η συμπεριφορά της άλλαξε και συνέχεια παρεξηγιόταν χωρίς λόγο. Από τότε που μετακομίσαμε και η πεθερά μου στη δουλειά μου μιλούσε άσχημα μπροστά στον κόσμο. Φώναζε και με έφτανε στα άκρα με το να μου φωνάζει χωρίς λόγο. Πολλές φορές είπα στη Λέλα ότι βαρέθηκα, ότι δε μπορώ να έχω φωνές χωρίς λόγο, και καλά θα ήταν να πάω και να δουλέψω αλλού. Όλο μου έλεγε ότι η μάνα της δεν είναι καλά…”
Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για το ζευγάρι το 2015…”Το καλοκαίρι του 2015 πήγαμε οικογενειακά στην Αλβανία, κοντά στην περιοχή που μεγάλωσα, σε μέρη παραθαλάσσια. Τα παιδιά τρελάθηκαν από τη χαρά τους, τους άρεσε πάρα πολύ… Την Πέμπτη ημέρα πήρε τηλέφωνο η μάνα της Λέλας για να γυρίσουμε πίσω. Η Λέλα επέμενε να γυρίσουμε, εγώ την παρακαλούσα να μείνουμε, αφού ούτως ή άλλως σε 2 μέρες θα γυρίζαμε. Μου είπε «εγώ και τα παιδιά θα γυρίσουμε τώρα», και οι παρεξηγήσεις ξεκίνησαν. Της λέω «ήρθαμε όλοι μαζί και θα γυρίσουμε όλοι μαζί». Μαλώσαμε και γυρίσαμε όλοι μαζί στην Ελλάδα. Τι είπαν με τη μάνα της δεν ξέρω, τι ήταν τόσο επείγον δεν ξέρω. Κάποια στιγμή μου είπε «τα μαζεύεις τα πράγματα σου από το σπίτι μου και φεύγεις». Δεν είχα που να μείνω. Πήρα τηλέφωνο τον ξάδελφο μου τον Astrit στην Ιταλία και τον ρώτησα αν μπορεί να μου βρει κάπου να μείνω. Αυτός μου λέει «έλα από δω και θα δούμε. Αν μπορεί να μείνεις, κάτσε όσο καιρό θέλεις. Θα δούμε να βρεις και δουλειά»… Η ζωή μακριά από τα παιδιά μου ήταν βάσανο. Στην Ιταλία κάθισα περίπου δύο μήνες και με αφορμή την άδεια του κυνηγετικού όπλου γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Ζήτησα από ένα φίλο μου να μου βρει κάπου να νοικιάσω Δεν βρήκα και μου είπε «έχω χώρο εγώ, έλα κάτσε όσο θέλεις μέχρι να βρεις αλλού να νοικιάσεις». Έτυχε και ήταν και κοντά στα παιδιά μου το διαμέρισμα. Η σχέση με τη Λέλα ήταν καλή, έβλεπα τα παιδιά. Καθημερινά τους έπαιρνα από το σχολείο”…
“Την Πρωτοχρονιά του 2016 την περάσαμε μαζί με το Φοίβο, το πρωί μιλήσαμε μαζί με τη Λέλα και μου ζήτησε να τον πάω πίσω. Την 5η Ιανουαρίου το βράδυ ο Φοίβος έμεινε σε μένα. Ενώ είχαμε συμφωνήσει να μείνει δύο μέρες σε μένα, το πρωί της 6ης Ιανουαρίου η Λέλα με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να της πάω το Φοίβο για να πάνε στα Ψακούδια για τα Θεοφάνεια. Μου είπε ότι θα μου τον επέστρεφε το απόγευμα όπως είχαμε συμφωνήσει”.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Όπως λέει ο ίδιος ο Lesi στην επιστολή του, περιμένοντας να του επιστρέψει το παιδί η σύζυγός του, εκείνος κατανάλωσε ποσότητα αλκοόλ. “Περίμενα να μου τηλεφωνήσει η Λέλα για να πάρω το Φοίβο. Περίμενα. Περίμενα για να μου στείλει το μικρό. Άρχισα να πίνω κι άλλο τσίπουρο, όταν τηλεφωνικά μίλησα με τη Λέλα και μαλώσαμε. Με απειλούσε πως κανόνισε με τους καλύτερους δικηγόρους για να μην ξαναδώ τα παιδιά μου. Έφυγα από το σπίτι με σκοπό να λύσουμε το πρόβλημα, όχι με σκοπό να καταστρέψω τα πάντα. Θόλωσα, δε θυμάμαι τι έγινε και πώς έγινε. Βρέθηκα σε ένα χωματόδρομο με το μηχανάκι και το Φοίβο μπροστά μου. Το μηχανάκι είχε βλάβη με τα φώτα. Ήταν γνωστή η βλάβη, σταμάτησα και φτιάχνοντας το φως είδα τα χέρια μου λερωμένα με αίμα. Έψαξα το Φοίβο για κανένα χτύπημα, μετά έψαξα και τον εαυτό μου. Εγώ μόνο είχα χτύπημα, στο δεξί μου μάτι. Δε μπορούσα να δω από αυτό για τις δύο επόμενες μέρες, δάκρυζε χωρίς να σταματάει. Άρχισα να πηγαίνω προς τα Ψακούδια τρομαγμένος. Σταμάτησα και έκανα κάποια τηλέφωνα. Ξαφνικά το τηλέφωνο μου σταμάτησε να λειτουργεί χωρίς να ξέρω για ποιον λόγο. Άρχισα να πηγαίνω προς τη Γερακινή. Στο δρόμο είδα πολλά αυτοκίνητα της αστυνομίας, φοβήθηκα από μέσα μου και αισθάνθηκα ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Την πρώτη βραδιά πήγα στην περιοχή Γερακινής κάτω στη παραλία. Εκεί στο κάμπινγκ βρήκα τροφές, νερό, ρούχα, κουβέρτες, μία τσάντα και ένα μαχαίρι. Το μαχαίρι το χρειαζόμουν για τροφές. Από τη Γερακινή τη δεύτερη μέρα πήγα προς τις Καλύβες. Παντού είχε αστυνομία και γύρισα πίσω προς Ορμύλια (Ψακούδια) με σκοπό να αφήσω το μικρό στη θεία της Λέλας και να πάω στην αστυνομία. Δεν τη βρήκαμε και δε ξέραμε τι γίνεται. Γυρίσαμε πίσω προς Θεσσαλονίκη, Γερακινή, Καλύβες, Μουδανιά. Στα Μουδανιά ζήτησα ταξί για Θεσσαλονίκη, ο σκοπός μου ήταν να πάω σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα στη Θεσσαλονίκη. Έτσι άρχισα τη διαδρομή Διονυσίου – Νέα Πλάγια. Στη περιοχή κοντά στο Μεσημέρι διαπίστωσα ότι είχε παντού αστυνομία. Παντού είχε αστυνομία και φοβόμουνα να μην τρομάξει το παιδί και έτσι γύρισα πίσω προς Ορμύλια”
“Την πρώτη ημέρα που πήρα τον Φοίβο μαζί μου αυτός είχε ήδη πυρετό, τον οποίο φρόντισα και έπεσε, παρά τις όποιες κακουχίες μπορεί να περάσαμε εγώ και το παιδί. Φρόντιζα καθημερινά να έχει νερό και φαγητό, ακόμα και σε βάρος της δικής μου διατροφής, καθώς από τα πουλιά και κουνέλι που έβρισκα και έψηνα, έδινα στο παιδί κρέας, ενώ εγώ έγλυφα και ρουφούσα τα κόκκαλα.
Μάλιστα όταν το παιδί κάποια στιγμή μου ζήτησε να δει τηλεόραση, φρόντισα και βρήκα τηλεόραση για να παρακολουθήσει παιδικά. Την ημέρα της σύλληψης, ήρθαν δύο Αλβανοί, τους ζήτησα να μου φέρουν λίγο ψωμί, δε δέχτηκαν. Εγώ αν ήθελα να φύγω θα έφευγα, δε με σταματούσαν αυτοί ούτε με σφαίρα. Ο Φοίβος θα έπρεπε να επιστρέψει στην οικογένεια και εγώ στο τμήμα”.
“Μετανιώνω για τη πράξη που κατηγορούμαι, αλλά δε θυμάμαι να την έχω κάνει. Ζητώ συγγνώμη από τους γονείς της γυναίκας μου, από τα παιδιά που έμειναν ορφανά και από μάνα και από πατέρα, αλλά και από την κοινωνία. Την οικογένειά μου πάντα την αγαπούσα και δε θα έκανα κάτι κακό. Από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκα στην Ορμύλια για μια καλύτερη ζωή προσπάθησα να είμαι εργατικός, συνεπής στις υποχρεώσεις μου, συνεπής με το Νόμο, καλός οικογενειάρχης και αξιοπρεπής. Αυτή την προσπάθεια την έκανα γιατί επιθυμούσα να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία και αντίστοιχα και η ελληνική κοινωνία να με αποδεχθεί πλήρως, με αποτέλεσμα μέχρι την ημέρα που έκανα το κακό δεν είχα δώσει το παραμικρό δικαίωμα σε κανέναν για να έχει την παραμικρή αρνητική άποψη για μένα. Αντίθετα, όλοι με αγαπούσαν, μου πρόσφεραν δουλειές, μου εμπιστεύθηκαν τα σπίτια τους, με αγάπησαν, και ποτέ δε μου συμπεριφέρθηκε κανείς από το χωριό σαν έναν ξένο. Έχω υποχρέωση σε όλους τους κατοίκους της Ορμύλιας να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγκαλιά που άνοιξαν και με δέχθηκαν με τόση αγάπη και εμπιστοσύνη”.