Έχω γράψει στην καριέρα μου δεκάδες κείμενα για το «Πολυτεχνείο», την επέτειο του ή την γενιά του (η δικιά μου είναι)…. Δεν είναι ευκολο…ούτε καν δημιουργικό…να γραφεις συνεχώς για το ίδιο θέμα…ή θα υπερβάλεις ή θα το υποτιμήσεις…
Ειχα αποφασίσει λοιπόν φέτος να μην γράψω τίποτα.
Χθες Κυριακή (16 Νοεμβρίου) μιλούσα στι τηλέφωνο με μια κολλητή μου φίλη την Μάρω Στεφανάτου (γιατρός-νευρολόγος)… αναμεσα στα διαφορα που λέγαμε, μου είπε ότι μόλις ειχε επιστρέψει από το Πολυτεχνείο όπου πήγε τον 4χρονο γιό της…
Ουψ! Αυτό ήταν μια άλλη προσεγγιση.
Ηξερα ότι γραφει καλά… τα ενδιαφέροντα της δεν σταματούν στην Ιατρική… αγαπά πολύ την Τέχνη.
-Θα μου το γράψεις;
-Ποιο;
-Την επίσκεψη σου στο Πολυτεχνείο με τον γιόκα σου…
-….
-Με ενδιαφέρει αυτή οπτική γωνία… θα μου το γράψεις;
-Εντάξει.
Η αλήθεια είναι ότι το ξέχασα. Δεν θα’γραφα τίποτα για το Πολυτεχνείο.
Όταν στο inbox μου στο FB ήρθε αυτό:
«Από τότε που έγινα μαμά, δεν ξανακατέβηκα στο Πολυτεχνείο στην επέτειο της Εξέγερσης. Ισχυρό άλλοθι για να πω την αλήθεια, μια κι είχα αρκετά χρόνια να περάσω την πύλη της Πατησίων. Προτιμούσα να κλείνομαι σπίτι βλέποντας και ξαναβλέποντας τα ντοκουμέντα, λογαριάζοντας το μέγεθος του φόβου, του πόνου και του μεγαλείου, το μέγεθος της συγκλονιστικής αναμέτρησης της ζωής με το θάνατο. Χθες το πρωί όμως ήρθα αντιμέτωπη με την ερώτηση του άντρα μου: «Δε θα πάμε το παιδί στο Πολυτεχνείο;» Χιλιάδες πράγματα πέρασαν από το μυαλό μου μέχρι να απαντήσω, φόβοι, ερωτηματικά, θυμός, απογοήτευση.. Τελικά, έβαλα ζεστό καφέ σε μια κούπα κι έγνεψα σιωπηλά «Ας πάμε». Σταματήσαμε το αυτοκίνητο στη Στουρνάρη. Κόσμος κατέβαινε από τα Εξάρχεια, οι νεολαίοι σε ομάδες κάπνιζαν σε πηγαδάκια. Στα πεζοδρόμια, αυτοσχέδια βιβλιοπωλεία με κατακόκκινα βιβλία, σημαίες με σφυροδρέπανα και μπερέδες του Τσε. Και δίπλα οι κουβάδες με τα γαρύφαλα: «ένα ευρώ το ένα…». Μπήκαμε από την πλαϊνή πόρτα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι του γιου μου, ο οποίος χάζευε τη φασαρία. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν μέσα στο προαύλιο, φοιτητές, ηλικιωμένοι, οικογένειες με παιδιά… Πολλά παιδιά… Πανό, αφίσες, φυλλάδια, φωνές.. Τα μεγάφωνα διέκοπταν τα επαναστατικά τραγούδια για να αναγγείλουν τις καταθέσεις στεφάνων. Φτάσαμε στο μνημείο πεσόντων.. Και δίπλα η Πύλη, η διάσημη Πύλη-οδηγός στο θάνατο και την αιωνιότητα. Σκεπασμένα με κατακόκκινα γαρύφαλα, ζωγραφιές παιδιών από σχολεία, στεφάνια. «Κοίτα μαμά μου, πόσα λουλούδια…» Γονάτισα δίπλα στο γιο μου. Παρέμεινα σιωπηλή. Μια σιωπή γεμάτη πίκρα. Γι’ αυτούς που χάθηκαν και γι’ αυτούς που έζησαν. Για τα όνειρα που πουλήθηκαν με εκπτωτικά κουπόνια. Για το βόλεμα, την εκμετάλλευση, την κοροϊδία, τη λεηλασία, την καπήλευση. Ένας λαός που γονάτισε. Που έμαθε να κοροϊδεύει και να κοροϊδεύεται. Δίκαιη συμφωνία. Ή όχι; Τι να πω στο παιδί μου; Και τότε ξαφνικά μπροστά μου είδα ένα μπαμπά που έφερνε τις δυο του κόρες να προσκυνήσουν. Πίσω από τα γυαλιά μυωπίας του, δάκρυα τρέχανε στα μάγουλά του. Καμιά προσπάθεια να τα σκουπίσει ή να τα κρύψει. Και ξαφνικά κατάλαβα: τη Θυσία δεν μπορούν να την εξαφανίσουν. Κι αφού δεν μπορούν να εξαφανίσουν τη Θυσία, δεν μπορούν να εξαφανίσουν και το Όνειρο. Τα υπόλοιπα ήρθαν αυθόρμητα: «Αγάπη μου, εδώ είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο. Και πριν από μερικά χρόνια, κάποια παιδιά κλείστηκαν πίσω από αυτήν την πόρτα και πάλεψαν για την ελευθερία τους…»