Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους στον χρόνο που περνάνε στο Ίντερνετ και οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν τις αιτίες. Συνήθως το online «κόλλημα» αντιμετωπίζεται με όρους ψυχοπαθολογίας ως μία ακόμη εξάρτηση. Όμως η νέα μελέτη έρχεται να προσθέσει και μια γενετική διάσταση στον όλο προβληματισμό.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του King’s College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή συμπεριφοριστικής γενετικής Ρόμπερτ Πλόμιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “PLoS One”, ανέλυσαν αντιπροσωπευτικά δειγματοληπτικά στοιχεία για τη χρήση των online μέσων από περίπου 8.500 ζεύγη 16χρονων διδύμων, τόσο πανομοιότυπων ή μονοζυγωτικών (δηλαδή με 100% κοινά γονίδια), όσο και μη πανομοιότυπων διδύμων (που μοιράζονται μόνο το 50% των γονιδίων).
Συσχετίζοντας το χρόνο που κάθε δίδυμος περνούσε σε ιστοσελίδες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εκπαιδευτικές, ψυχαγωγικές και τυχερών παιγνιδιών, οι ερευνητές συμπέραναν ότι τα γονίδια (η κληρονομικότητα) ευθυνόταν για πάνω από το ένα τρίτο των ατομικών διαφορών στη χρήση του διαδικτύου.
Η μεγαλύτερη επιρροή του γενετικού παράγοντα εκτιμήθηκε στον διαδικτυακό τζόγο (39%) και η μικρότερη στη χρήση του Facebook (24%), ενώ κάπου ανάμεσα βρίσκονται οι ψυχαγωγικές ιστοσελίδες (37%) και οι εκπαιδευτικές (34%). Τα ποσοστά αυτά αντιστοιχούν στο βαθμό που τα γονίδια εξηγούν τις προσωπικές αποκλίσεις μεταξύ των χρηστών, όσον αφορά το χρόνο που αφιερώνουν σε κάθε επιμέρους online δραστηριότητα, ανάλογα με τις γενετικές επιρροές που έχει ο καθένας.
«Τα ευρήματά μας έρχονται σε αντίθεση με τις δημοφιλείς θεωρίες, οι οποίες θεωρούν τα ηλεκτρονικά μέσα ως κάτι απολύτως εξωτερικό, που ασκεί κάποια καλή ή κακή επίδραση σε «αβοήθητους» καταναλωτές. Η διαπίστωση ότι οι διαφορές στο DNA επηρεάζουν σημαντικά το πώς οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτά τα μέσα, τοποθετεί πλέον τον χρήστη-καταναλωτή στην ενεργητική θέση του οδηγού, που επιλέγει πόσο θα τα χρησιμοποιήσει, ανάλογα με τις ανάγκες του», δήλωσε η κύρια ερευνήτρια Ζιάντα Αγιορέχ.
Όμως, σύμφωνα με την μελέτη, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (κυρίως η δυνατότητα πρόσβασης σε ηλεκτρονικά μέσα) παίζουν σαφώς μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι οι γενετικοί. Αν π.χ. οι γονείς έχουν απαγορεύσει την κατοχή «έξυπνου» κινητού τηλεφώνου από τον έφηβο, ή ελέγχουν πόσο χρόνο περνάει στο Facebook και σε άλλες ιστοσελίδες, τότε το DNA του νέου μικρό ρόλο παίζει.
Οι ερευνητές επεσήμαναν επίσης ότι η μελέτη τους διαπίστωσε μεν μια σχέση ανάμεσα στα γονίδια και στην online δραστηριότητα, αλλά δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει μια πραγματική σχέση αιτίου-αποτελέσματος ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Συνεπώς είναι ακόμη μακρύς ο δρόμος για να βεβαιωθεί επιστημονικά ότι όντως τα γονίδια έχουν «λόγο» στη χρήση του Facebook, ποια συγκεκριμένα γονίδια είναι αυτά και μέσω ποιού μηχανισμού ασκούν την υποθετική επιρροή τους. Από την άλλη, η νέα μελέτη δίνει ενδείξεις ότι το DNA με κάποιο τρόπο παίζει ένα ρόλο (και) στο online κόλλημα!
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ