Έρευνα υψηλού επιπέδου παράγεται στο Πρότυπο Κέντρο Κτηνοτροφίας και Εκπαίδευσης στη Βλάστη, που εκτός του σημαντικού ζωικού κεφαλαίου διαθέτει -μεταξύ άλλων- και δύο μετεωρολογικούς σταθμούς.
Μάλιστα, οι υπεύθυνοι του Κέντρου έλαβαν πρόσφατα τη δέσμευση του υπουργού Ανάπτυξης και Τροφίμων Αθανάσιου Τσαυτάρη για επέκταση και ενίσχυση της λειτουργίας του, μια είδηση που ο επί 23 χρόνια προϊστάμενός της υποδομής Γιάννης Τσιόκας υποδέχθηκε με ανακούφιση. Όπως λέει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ “πραγματικά είναι ευτύχημα που ακόμα και σε χαλεπούς καιρούς καταφέρνουμε και λαμβάνουμε την επιδότηση των 110.000 ευρώ ετησίως για τη λειτουργία του”.
Επειδή, όμως, “ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο”, ο κ. Τσιόκας ζητά από τους αρμόδιους να ανάψουν το “πράσινο φως” προκειμένου να αποκτήσει το Κέντρο ικανούς ερευνητές που θα εξελίξουν στο 100% τα χαρακτηριστικά της ορεινής φυλής προβάτων που διαθέτουν (από το 70% που είναι σήμερα) αφήνοντας στους Έλληνες κτηνοτρόφους ένα μοναδικό γενετικό υλικό που θα τους βοηθήσει να οδηγήσουν την παραγωγή τους στα ύψη- τόσο σε γάλα όσο και σε κρέας.
Η έλλειψη προσωπικού στερεί από τον κλάδο της κτηνοτροφίας στη χώρα μας πολύτιμο υλικό για να διαπρέψει, λέει χαρακτηριστικά.
“Αντί οι Έλληνες κτηνοτρόφοι να εισάγουν από το εξωτερικό αμφιβόλου ποιότητας ζωικό κεφάλαιο, μπορούμε να αναπτύξουμε εντός της χώρας μας το γενετικό υλικό εκείνο, της μοναδικής ορεινής φυλής προβάτων, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να εξοπλίσουν τις μονάδες τους με ένα από τα καλύτερα στην ΕΕ” εξηγεί ο κ. Τσιόκας.
Στο Κέντρο υπάρχουν 400 ζώα της ορεινής φυλής προβάτων, με τη μονάδα να ανανεώνεται κάθε χρόνο με 80 επιπλέον ζώα, τα οποία και δίνουν συνολικά 30 τόνους γάλακτος ετησίως και σε κρέας, περίπου 4 τόνους και 200 κιλά ζωικό βάρος. Στην πρόσφατη δημοπρασία που έγινε (13 Μαρτίου), η αναφερόμενη ποσότητα πωλήθηκε έναντι 3,18 λεπτά/κιλό και στη διαδικασία συμμετείχαν κρεοπώλες από όλη την Ελλάδα, “αφού είναι γνωστό ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δικού μας κρέατος είναι σαφώς ανώτερα έναντι των άλλων”, όπως λέει ο κ. Τσιόκας.
Μόνο ίσως αυτοί που απασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα θα μπορούσαν να αντιληφθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη χρησιμότητα της ύπαρξης μετεωρολογικού σταθμού σε μια αγροτική μονάδα και το Κέντρο έχει την τύχη να διαθέτει δύο.
Ο ένας, σύμφωνα με τον κ. Τσιόκα είναι χειροκίνητος και τον τοποθέτησαν οι εργαζόμενοι το 1991, ενώ ο δεύτερος, πλήρως αυτοματοποιημένος, τοποθετήθηκε με κονδύλια του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και στέλνει απευθείας στην Αθήνα τις μετρήσεις.
Η εγκατάσταση του χειροκίνητου μετεωρολογικού σταθμού το 1991 -ουσιαστικά πρόκειται για έναν μετεωρολογικό κλωβό που δίνει στοιχεία για τη μέγιστη και χαμηλότερη θερμοκρασία και τα ποσοστά ξηρασία και υγρασίας- κρίθηκε απαραίτητη, λόγω της χρησιμότητας των παρεχόμενων στοιχείων. Όπως εξηγεί ο κ. Τσιόκας, βάσει των συγκεκριμένων στοιχείων, ακολουθείται και το πρόγραμμα για τα ζώα, π.χ. είτε πρόκειται για τον περίπατό τους να βοσκήσουν, είτε να γίνει το άρμεγμα.
Αναφορικά με τον αυτοματοποιημένο μετεωρολογικό σταθμό στο Κέντρο, ο κ. Τσιόκας μας είπε ότι φροντίζουν για την “υγιεινή του” και μόνο, αφού δεν έχουν επαφή με κανέναν απ’ αυτούς που λαμβάνουν τις μετρήσεις του, ούτε και κανείς τα τελευταία δύο χρόνια έχει κάνει την οποιαδήποτε ερώτηση για τη λειτουργία του.
Το Κέντρο διαθέτει επιπλέον τρία ποιμνιοστάσια, συνολικής δυναμικότητας 600 προβατίνων, αίθουσα μηχανικής άμελξης, παρασκευαστήριο ζωοτροφών και εργαστηριακούς και βοηθητικούς χώρους. Για τη φιλοξενία ερευνητών ή εκπαιδευόμενων ανεγέρθηκε πλήρως εξοπλισμένος ξενώνας 26 κλινών.
Ο στόχος του Κέντρου, σύμφωνα με τον προϊστάμενό του, είναι διττός και αφορά αφενός μεν την έρευνα υψηλού επιπέδου σε θέματα ορεινής κτηνοτροφίας, αφετέρου δε την εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα.
Ωστόσο, ενώ πολλοί φοιτητές έχουν κάνει μεταπτυχιακές, εργασίες, διδακτορικά και μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων, αξιοποιώντας την εμπειρία των ανθρώπων του Κέντρου, αλλά και την υποδομή του, τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφηκε στασιμότητα. Μια κατάσταση που ο ίδιος ο κ. Τσιόκας εκτιμά πως θα αλλάξει το προσεχές διάστημα με την έλευση της νέας γ.γ. Διοίκησης Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας Βασιλικής Ευταξά, η οποία και δεσμεύτηκε ότι θα φροντίσει να ενεργοποιηθεί εκ νέου η Επιστημονική Επιτροπή που είχε συσταθεί (με ερευνητές πλαισιωμένους και από το ΑΠΘ) και η οποία τα τελευταία δύο χρόνια δεν παράγει κανένα έργο.
Στον τομέα της έρευνας, οι προσπάθειες εστιάζουν στη μελέτη της ορεινής φυλής προβάτων, στη σταδιακή εισαγωγή στη σημερινή παραδοσιακή εκτροφή νέων μεθόδων και τεχνικών για της αύξηση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, εστιάζει στη μελέτη της αλληλεπίδρασης ζώου και βοσκοτόπου, με στόχο την άριστη χρησιμοποίηση των λιβαδικών εκτάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, στη μελέτη της δυνατότητας παραγωγής παραδοσιακών γαλακτοκομικών προϊόντων ποιότητας και στην εφαρμογή νέων εναλλακτικών μεθόδων εκτροφής.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, ο κ. Τσιόκας υπογραμμίζει ότι η παροχή γνώσης σε θέματα αναπαραγωγής, γενετικής βελτίωσης, διατροφής και εκτροφής αιγοπροβάτων, καθώς και διαχείρισης βοσκοτόπων μπορεί να δοθεί όχι μόνο σε κτηνοτρόφους, αλλά ακόμα και σε μαθητές Επαγγελματικών Γεωργικών Σχολών και Λυκείων και σε τεχνικού του κλάδου της κτηνοτροφίας.
Η πραγματοποίηση του Κέντρου πέρασε από πολλά στάδια, με αφετηρία τη διάθεση από τον Χριστόδουλο Γαλανό (1880-1957) μεγάλου μέρους της περιουσίας που είχε αποκτήσει στην Αφρική, αρχικά με δωρητήριο, την 15η Ιουνίου 1953, και με διαθήκη στη συνέχεια τον Μάιο του 1956. Αρχικά, ο δωρητής επιθυμούσε την ίδρυση νοσοκομείου και γεωργικής σχολής και αφού στο πέρασμα των χρόνων φάνηκε ξεκάθαρα το όφελος για την περιοχή, ιδρύθηκε το Κέντρο, η θεμελίωση του οποίου έγινε τον Ιούνιο του 1987 και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1991.
Η απόφαση για την ίδρυση του κέντρου στην Βλάστη, όπως μας εξήγησε ο κ. Τσιόκας δεν ήταν τυχαία. Η περιοχή, που σύμφωνα με στοιχεία ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα ,γνώρισε μια παρατεταμένη περίοδο ακμής, ακόμη και ως αστικό κέντρο, κυρίως το 19ο αιώνα, αλλά και στις αρχές του 20ου. Όπως και άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, ανέπτυξε κατά την περίοδο αυτή εμπορικές σχέσεις και επαφές με την Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, την ανάδειξη και λαμπρή σταδιοδρόμηση σε χώρες του εξωτερικού μεγάλου αριθμού Βλατσιωτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Κωνσταντίνος Βέλλιος (1772-1838), ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βιέννη και στον οποίο απονεμήθηκε το 1818 ο τίτλος του Βαρώνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, Η Βλάστη αποτέλεσε, μέχρι την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, κτηνοτροφικό κέντρο, γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Η ακμή της γίνεται φανερή από δύο και μόνο αριθμούς. Πληθυσμός 5000 κάτοικοι στο τέλος του 19ου αιώνα αρχές του 20ου, πληθυσμός αιγοπροβάτων μεταξύ 1900 και 1925: 120.000 κεφαλές.
Η παρακμή της Βλάστης, σύμφωνα με τον κ. Τσιόκα οφείλεται στις πολεμικές περιπέτειες της δεκαετίας του ’40, κατά την οποία το χωριό καταστράφηκε εντελώς, καθώς και στην αστυφιλία και τη μετανάστευση στο εξωτερικό, φαινόμενα που εκδηλώθηκαν στη συνέχεια σε έντονο βαθμό.
Πάντως, όπως επισημαίνει ο προϊστάμενος του Πρότυπου Κέντρου Κτηνοτροφίας και Εκπαίδευσης, μέχρι και σήμερα υφίστανται οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην έναρξη της λειτουργίας του σε ό,τι αφορά την έλλειψη προσωπικού, με αποτέλεσμα οι λιγοστοί υπάλληλοί του να καταθέτουν “ψυχή τε και σώματι” προκειμένου το “στολίδι της περιοχής”, όπως το αποκαλούν, όχι μόνο να μην εμφανίζει σημάδια παρακμής, αλλά να αποτελεί “λόγο υπερηφάνειας” για τους κατοίκους της Βλάστης.
Μάλιστα, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τσιόκας, εξακολουθεί να μένει ζωντανή η ελπίδα τους να εξελιχθεί το Κέντρο σε Ίδρυμα Ευρωπαϊκής Εμβέλειας.
Διαβάστε επίσης:
Αλχημείες Στουρνάρα: ”Νέους φόρους δεν βάζουμε” – Διατηρεί όμως τους έκτακτους!