Τον Ιανουάριο του 1949, με την Ελλάδα που είχε βγει πριν λίγο από την κατοχή να καίγεται στην δίνη του εμφυλίου πολέμου, ένας νεαρός συνθέτης 24 χρονών, κάνει μια μνημειώδη διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης, που άλλαξε την πορεία της ελληνικής μουσικής. Η καλή κοινωνία της εποχής γέμισε την αίθουσα για ν’ ακούσει έκπληκτη τον Μάνο Χατζηδάκη να της εξηγεί ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ένας μουσικός και πολιτιστικός θησαυρός της Ελλάδας. Η άποψη του Χατζηδάκη που παρά το νεαρό της ηλικίας του έχαιρε γενικής εκτίμησης, έσκασε σαν βόμβα.
Το ρεμπέτικο, η μουσική έκφραση των περιθωριακών αστικών στρωμάτων, βαλλόταν αμείλικτα και απ’ τα δύο στρατόπεδα της σπαρασσόμενης Ελλάδας. Η δεξιά το είχε κυνηγήσει αμείλικτα από τον καιρό του Μπαϊρακτάρη ακόμα, με τον Μεταξά να έχει απαγορεύσει εντελώς και την ηχογράφηση του και το παίξιμο του σε μαγαζιά. Το θεωρούσε τραγούδι των καταγωγίων, των αλητών και των ναρκομανών, που έπρεπε να σβήσει. Το καθεστώς της περιόδου αναγνώριζε μόνο την εξελληνισμένη απόδοση των ευρωπαϊκών τραγουδιών, το περιβόητο ελαφρό. Αντιστοίχως, η αριστερά αναγνώριζε μόνο τα αγωνιστικά και εργατικά τραγούδια, θεωρώντας το ρεμπέτικο αποπροσανατολιστικό και επικίνδυνο για τη νεολαία.
Οι διανοούμενοι του 1949 λοιπόν, άκουσαν εμβρόντητοι τον Μάνο Χατζηδάκη να λέει ότι το μουσικό αυτό είδος δεν ήταν ούτε φτηνό, ούτε χυδαίο, ούτε αγοραίο, αλλά «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική» που πηγή της ήταν η «αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία». Εκείνη τη σημαδιακή μέρα, το κυνηγημένο από τη δεξιά και συκοφαντημένο από την αριστερά ρεμπέτικο τραγούδι, μπήκε στον επίσημο μουσικό χάρτη της χώρας και έγινε δυνατή η ευρύτερη διάδοση και η ενδελεχής μελέτη του.
Κατά τη διάρκεια της διάλεξης, ο Χατζηδάκης παρουσίασε τους Μάρκο Βαμβακάρη και Σωτηρία Μπέλλου. Είπαν πέντε τραγούδια, τα οποία ο Χατζηδάκης εξηγούσε στους θεατές, που ως εκείνη την μέρα περιφρονούσαν βαθύτατα το ρεμπέτικο χωρίς να το έχουν ακούσει ποτέ. Επειδή μάλιστα τόσο η δεξιά με τα ελαφρά όσο και η αριστερά με τα αγωνιστικά τραγούδια (πολλά από τα οποία ήταν αντιγραφή ρώσικων), διατυμπάνιζαν την αφοσίωση τους στο δημοτικό τραγούδι, ο Χατζηδάκης υποστήριξε την καινοφανή άποψη πως σε όποιον δεν αρέσει το ρεμπέτικο δεν αρέσει ούτε το δημοτικό, απλώς δεν τολμά να το ομολογήσει.
Επρόκειτο για μια ηρωική πράξη του νεαρού συνθέτη. Ήταν ολομόναχος και ήρθε αντιμέτωπος με το σύνολο των κατεστημένων αντιλήψεων σε μια επικίνδυνη εποχή, όπου τα βίαια πολιτικά πάθη παράσερναν στην δίνη τους και τις αισθητικές αντιλήψεις. Ο Χατζηδάκης το έκανε, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να καταστραφεί. Η διάλεξη παραμέρισε μια βαριά κουρτίνα σκοταδισμού και προκαταλήψεων, αλλά δημιούργησε και εντονότατες αντιδράσεις που τελικά δεν επικράτησαν. Η αστυνομία πάντως ενημέρωσε τη μητέρα του ότι ο 24χρονος γιος της έπρεπε να προσέχει όταν κυκλοφορούσε στον δρόμο του κέντρου και ειδικά του Παγκρατίου όπου ήταν τότε το σπίτι τους.
Μία σταγόνα ιστορία – Διαβάστε επίσης
Γραμμή Μαζινό: Το μεγαλύτερο αμυντικό φιάσκο
Ένας Κολοκοτρώνης που (επίτηδες) ξεχάσαμε
Ο πρώτος νεκρός της ελλην
Γαλέρες, τα πλωτά κολαστήρια
Μοναχοί, άρρωστοι, κομπογιαννίτες