Το 399 π.Χ. καταπνίχτηκε την τελευταία στιγμή στη Σπάρτη, μια απόπειρα αλλαγής του καθεστώτος που αν είχε πετύχει, η πορεία της ηρωικής πόλης θα ήταν τελείως διαφορετική. Επρόκειτο για την περίφημη συνομωσία του Κινάδωνα, ενός νεαρού Σπαρτιάτη που διέκρινε τα εσωτερικά σημάδια παρακμής της πόλης του και σχεδίασε να τα αλλάξει με βίαιο τρόπο. Δεν πρόλαβε. Προδόθηκε και εκτελέστηκε μαζί με τους συνεργούς του.
Είχαν ήδη περάσει ογδόντα ολόκληρα χρόνια από τις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές και πέντε από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, από τον οποίον οι Λακεδαιμόνιοι είχαν βγει νικητές. Ήταν πια κυρίαρχοι, αλλά απάνω σε μια ρημαγμένη Ελλάδα. Κανονικά η πόλη, μέσα στην παντοκρατορία της θα έπρεπε να ακμάζει, όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Αντί να ανοίγεται στον κόσμο κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της, αντί να διευρύνει τους εσωτερικούς της θεσμούς τους περιόριζε συνεχώς, αντί να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα γινόταν όλο και συντηρητικότερη. Είχαν περάσει πια αιώνες από την υιοθέτηση της νομοθεσίας του Λυκούργου που ήταν ούτως ή άλλως βαθιά ολιγαρχική, αλλά όσο περνούσαν οι δεκαετίες ο έλεγχος της εξουσίας, της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής περνούσε σε όλο και λιγότερους.
Οι Σπαρτιάτες ζούσαν μέσα σ’ έναν ωκεανό από σκλάβους είλωτες (άνω των 100.000 υπολογίζονται), μ’ αυτούς που είχαν πολιτικά δικαιώματα να μην έχουν ποτέ ξεπεράσει τις 8.000 κατά τη διάρκεια της Σπαρτιατικής ιστορίας. Όσο περνούσαν μάλιστα τα χρόνια, με διάφορους οικονομικούς κυρίως περιορισμούς, αυτοί που είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στα όργανα αποφάσεων είχαν ελαχιστοποιηθεί. Την εποχή της συνωμοσίας του Κινάδωνα δεν ήταν περισσότεροι από 1.200 και ονομάζονταν «Όμοιοι». Ήταν φανερό πως ένα τέτοιο σύστημα δε μπορούσε να πάει μακριά, καθώς συσσώρευε εσωτερική οργή όχι μόνο από τους σκλάβους αλλά κι από τους ίδιους τους αποκλεισμένους πολίτες του. Οι πέντε γέροντες έφοροι ήταν οι άγρυπνοι φρουροί αυτής της περιορισμένης και αυταρχικής κοινωνικής πυραμίδας.
Ο Κινάδωνας, πολίτης Λακεδαίμων αλλά όχι μέλος των «Ομοίων» λόγω φτώχειας, σχεδίασε την κατάλυση του καθεστώτος αυτού και την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης. Αυτοί ήταν οι «υπομείοντες» (πολίτες που είχαν χάσει για διάφορους λόγους όλα τους τα πολιτικά δικαιώματα), οι «νεοδαμώδεις» (πρώην είλωτες που είχαν απελευθερωθεί) και οι «μόθακες» ή μόθωνες (παιδιά ενός Σπαρτιάτη και ενός μη Σπαρτιάτη). Ο Κινάδωνας όμως προδόθηκε από έναν φίλο του, ο οποίος πήγε και τον κάρφωσε στους εφόρους.
Όπως είπε ο καταδότης, ο Κινάδωνας τον πήγε σε μια δημόσια γιορτή και του είπε να μετρήσει πόσους «όμοιους» βλέπει και πόσους άλλους. Όταν μέτρησε σαράντα «όμοιους» που είχαν δικαίωμα εξουσίας και 4.000 άλλους, ο Κινάδωνας του είπε ότι οι 4000 ήταν οι σύμμαχοι του που κανένας δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει. Οι γέροι έφοροι φοβήθηκαν να πιάσουν τον Κινάδωνα μέσα στην πόλη μήπως και ξεσπάσει μια ώρα αρχύτερα η στάση, οπότε τον έστειλαν δήθεν με αποστολή στην Ηλεία. Στον δρόμο τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν, συνέλαβαν μετά και τα υπόλοιπα μέλη της συνωμοσίας και τους εκτέλεσαν όλους
Η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος οδήγησε σε παγίωση του αριστοκρατικού πολιτεύματος στη Σπάρτη και στην σταδιακή παρακμή της πόλης, αφού οι πολίτες της δεν είχαν κανένα πολιτικό ή οικονομικό κίνητρο να προκόψουν. Και η περίφημη αυτή πόλη, της οποίας η φάλαγγα πεζικού θεωρήθηκε το πιο φονικό και ανίκητο όπλο της κλασσικής αρχαιότητας, άρχισε σιγά-σιγά να νικιέται. Ηττήθηκε από τους Θηβαίους του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα, ηττήθηκε και από τον Φίλιππο. Και το χείριστο όλων, όταν ο Αλέξανδρος εκστράτευσε στην Περσία, οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί του, διότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν έμπαιναν ποτέ κάτω από τις διαταγές ενός ξένου.
Οι γέροι έφοροι, δίχως να βλέπουν την παρακμή που οδήγησαν την πόλη τους, συνέχισαν να ζουν με τις δάφνες ενός παρελθόντος που οι ίδιοι είχαν υπονομεύσει.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.