Η Μύρτις γεννήθηκε γύρω στο 440 π.Χ. Εκείνη την εποχή είχε ολοκληρωθεί η ανέγερση του Παρθενώνα και το μικρό
κορίτσι μεγάλωσε κάτω από τη σκιά του λαμπρού ναού της θεάς της πόλης. Όμως η θεά Αθηνά δεν προστάτευσε τη Μύρτιδα. Σε ηλικία 11 χρόνων, η Μύρτις υπήρξε ένα από τα θύματα του λοιμού που έπληξε την πόλη.
Το κρανίο της βρέθηκε το 1995 σε έναν ομαδικό τάφο στον Κεραμεικό, μαζί με 150 άλλους νεκρούς. Μέσα από μια πρωτοποριακή διεθνώς επιστημονική προσπάθεια έγινε ανάπλαση του προσώπου της. Η Μύρτις είναι η κεντρική φιγούρα της έκθεσης «Μύρτις – Πρόσωπο με πρόσωπο με το παρελθόν», που εγκαινιάστηκε στις 15 Απριλίου στο Κέντρο Γαία του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, αλλά είναι και μια αφορμή να σκαλίσουμε τις γνώσεις μας για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ξέσπασε το 431 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι το 404 π.Χ. Αντίπαλοι ήταν οι πόλεις της Αθηναϊκής συμμαχίας από τη μία πλευρά και της Σπάρτης με τους συμμάχους της από την άλλη. Ο πόλεμος είχε πρωτοφανή ένταση με αποτέλεσμα ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην πολιτικο-οικονομική και κοινωνική ζωή της Αθήνας.
Η Αθήνα έπαψε να αποτελεί τη σημαντικότερη οικονομική δύναμη της εποχής· η ύπαιθρος ερήμωσε, τα μεταλλεία του Λαυρίου έπαψαν να λειτουργούν, η εμπορική κίνηση του Πειραιά ελαττώθηκε σημαντικά. Οι αποτυχίες στον πόλεμο κλόνισαν το δημοκρατικό πολίτευμα και οδήγησαν σε ολιγαρχική μεταρρύθμιση το 411/0 π.Χ. και σε προσωρινή κατάλυσή του το 404/3 π.Χ.
Δεν ήταν όμως μόνον οι πολεμικές αποτυχίες που κλόνισαν την αθηναϊκή κοινωνία. Το δεύτερο χρόνο του πολέμου ξέσπασε φοβερός λοιμός στην πόλη, που είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού ατόμων, μεταξύ των οποίων και ο Περικλής. Ας δούμε τι γράφει ο Θουκυδίδης, η κατεξοχήν πηγή μας για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σχετικά με το λοιμό (Θουκ. Β 49-50):
«49. Η χρονιά εκείνη, όπως παραδέχονταν όλοι, τύχαινε να ‘ναι ασυνήθιστα απαλλαγμένη από άλλες αρρώστιες. Αλλά αν κανένας έπασχε πρωτύτερα από καμιάν αρρώστια, όλες καταλήγανε στο κακό αυτό. Τους άλλους πάλι, που ήταν ως τότε υγιείς, χωρίς καμιά φανερή αιτία, αλλά ξαφνικά, τους έπιανε δυνατός πυρετός στο κεφάλι και φλόγωση και κοκκίνισμα των ματιών, τα μέσα, ο φάρυγγας κι η γλώσσα, γίνονταν αιματώδικα κι η αναπνοή τους έβγαινε αφύσικα και βρομούσε. Ύστερα απ’ αυτά ακολουθούσε φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο ο πόνος κατέβαινε στο στήθος και προκαλούσε δυνατό βήχα. Όταν έφτανε στην καρδιά, την αναστάτωνε κι επακολουθούσαν εμετοί χολής —απ’ όλα τα είδη που έχουν ονοματίσει οι γιατροί— οι οποίοι ταλαιπωρούσαν τον άρρωστο πολύ. Στους περισσότερους παρουσιάστηκε και λόξιγκας χωρίς εμετό, που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς, και που σ’ άλλους σταματούσε ύστερα από λίγο και σ’ άλλους πολύ αργότερα. Το σώμα, όταν το άγγιζε κανείς εξωτερικά, δεν ήταν ούτε ζεστό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, σκεπασμένο από μικρές φουσκάλες και πληγές. Από μέσα όμως φλογιζόταν τόσο πολύ, ώστε οι άρρωστοι δεν ανέχονταν πάνω τους ούτε τα πιο λεπτά ρούχα και σεντόνια ούτε τίποτε άλλο, παρά ήθελαν να είναι γυμνοί, κι ένιωθαν μεγάλη ευχαρίστηση αν ρίχνονταν σε κρύο νερό. Και πολλοί από τους παραμελημένους αρρώστους το έκαμαν αυτό, έπεσαν δηλαδή σε πηγάδια ή στέρνες, επειδή βασανίζονταν από δίψα άσβηστη. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. Δεν μπορούσαν επίσης να βρουν καμιά ησυχία, κι η αϋπνία τούς βασάνιζε μέρα και νύχτα. Το σώμα, όσο η αρρώστια ήταν στην έξαρση της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε εκπληκτικά στην ταλαιπωρία, ώστε οι πολλοί ή πέθαιναν την έβδομη ή την ένατη μέρα από τον μέσα τους πυρετό, ενώ είχαν ακόμη κάπως τις δυνάμεις τους, ή αν ξέφευγαν το θάνατο, όταν η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά και προκαλούνταν σ’ αυτή μεγάλο πλήγιασμα κι επακολουθούσε ακατάσχετη διάρροια, οι περισσότεροι εξαιτίας της, πέθαιναν κατόπιν απ’ την εξάντληση. Γιατί το κακό, που θρόνιαζε πρώτα στο κεφάλι, περνούσε από όλο το σώμα, αρχίζοντας από πάνω, κι αν κανείς σωζόταν από τις ισχυρότατες προσβολές, χτυπούσε τα άκρα όπου άφηνε τα σημάδια του. Γιατί πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, και πολλοί ξέφευγαν το θάνατο χάνοντας τα, ενώ μερικοί άλλοι έχαναν τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, μόλις έγιναν χαλά, έπαθαν καθολική αμνησία και δε γνώριζαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τους οίκους τους.
50. Το είδος της αρρώστιας αυτής ήταν τέτοιο που ξεπερνά κάθε περιγραφή και χτυπούσε τον καθένα βαρύτερα απ’ ό,τι μπορεί ν’ αντέξει η ανθρώπινη φύση. Εκτός απ’ αλλά, κι από το εξής φάνηκε καθαρά ότι η αρρώστια δεν ήταν μια από τις συνηθισμένες: τα όρνια και τα τετράποδα, όσα αγγίζουν ανθρώπινο κρέας, μόλο που πολλοί έμεναν άταφοι, ή δεν τους ζύγωναν ή αν τους γεύονταν ψοφούσαν. Κι απόδειξη τούτου είναι ότι τα τέτοιου είδους πουλιά χάθηκαν ολότελα και δεν τα ‘βλεπε κανείς, ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού πουθενά. Οι σκύλοι, επειδή ζουν μαζί με τον άνθρωπο, έκαναν ακόμη πιο φανερό το αποτέλεσμα αυτό». (Μετάφρ. Α. Γεωργοπαπαδάκος, ΚΑΚΤΟΣ 1994).
Όμως ο Θουκυδίδης επισημαίνει ότι ο λοιμός είχε και άλλες προεκτάσεις: Χαλάρωση ηθικής, έλλειψη σεβασμού απέναντι στους νόμους και τους θεούς. Η ευχαρίστηση της στιγμής και ο εύκολος τρόπος ζωής αποτελούσαν πλέον την αρχή στην αντιμετώπιση της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Αυτό σε συνδυασμό με τις πολεμικές αποτυχίες οδήγησαν την Αθήνα σε κατάπτωση.