Με τέσσερις πρεμιέρες και δύο επανεκδόσεις ταινιών τα σινεμά ελπίζουν από σήμερα να κάνουν καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι αθλητικές μεταδόσεις των τελευταίων ημερών κράτησαν το κοινό μακριά από τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Οι τελευταίες ταινίες, όπως οι «Ιστορίες Καλοσύνης» του Γιώργου Λάνθιμου και ειδικά το τελευταίο «Mad Max» του Τζορτζ Μίλερ, δεν έφεραν τα αναμενόμενα στα ταμεία των σινεμά την προηγούμενη εβδομάδα.
Το ενδιαφέρον της έχει η σουρεαλιστική ταινία «Ντααααλί!», ενώ είναι άγνωστο αν θα τραβήξει το νεανικό κοινό το εμπορικό φραντσάιζ «Βad Boys: Ride or Die». Επίσης, προβάλλεται για πρώτη φορά στη χώρα μας το «Crocodile», η ταινία με την οποία έκανε το ντεμπούτο του πριν από 28 χρόνια ο φημισμένος νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Κιμ Κι – Ντουκ, ενώ σε επανέκδοση και το εξαιρετικό «Σαμουράι» του Τζιμ Τζάρμους.
Ντααααλί!
(“Daaaaaali!”) Κωμωδία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κουεντίν Ντουπιέ, με τους Ζιλ Λελούς, Εντουάρ Μπερ, Αλέν Σαμπά, Αναΐς Ντεμουστιέ, Πιο Μαρμαΐ, Ρομέν Ντουρίς, Ζαν Ντιζαρντέν κα.
Πριν από έξι μήνες είχαμε δει στην Ελλάδα το βιογραφικό και ιδιαιτέρως άνισο «Dalíland», με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ. Τώρα, σε μια ταινία που δεν έχει καμία σχέση με βιογραφία, στα χέρια του οπαδού του σουρεαλισμού Κουεντίν Ντουπιέ, το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο, αναδεικνύοντας το πνεύμα και τον χαρακτήρα του Ισπανού υπερρεαλιστή, ενώ διαθέτει και πραγματικά απολαυστικές στιγμές.
Ο Ντουπιέ («Rubber»), που διαθέτει μία ξεχωριστή ματιά στο ευρωπαϊκό σινεμά και πέρσι έκανε τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη Γαλλία με το «Yannick», εκμεταλλευόμενος ένα έξοχο και πολυπρόσωπο καστ, χρησιμοποιεί έξι διαφορετικούς ηθοποιούς για τον ρόλο του Νταλί, ενώ η προσέγγισή του για το παράλογο και την πραγματικότητα είναι απολύτως ταιριαστή με την εκκεντρική προσωπικότητα του Γάλλου σκηνοθέτη, αλλά και την αλλόκοτη και στα όρια της τρέλας, φυσιογνωμία του φημισμένου εικαστικού.
Το στόρι ξεκινά όταν μια νεαρή δημοσιογράφος προγραμματίζει μια συνέντευξη με τον διάσημο ζωγράφο, αλλά αυτός, εγωπαθής και αλαζόνας αρνείται πεισματικά να της μιλήσει, βρίσκοντας συνεχώς διάφορες αφορμές για να της ξεφύγει. Αργότερα, όταν θέλουν να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ για τον Νταλί, αυτός θα δείξει τις διαθέσεις του αχρηστεύοντας την κάμερα, με την Ρολς Ρόις του, πριν από την έναρξη των γυρισμάτων.
Οι γκροτέσκο σκηνές εναλλάσσονται με τη φαντασία του καλλιτέχνη, η λογική πάει περίπατο, ενώ η φαντασία του οργιάζει και όλα μοιάζουν με όνειρο, χωρίς αυτό να είναι σίγουρο. Τα αστεία κυριαρχούν από τα δραματικά και ενδιαφέροντα της ιστορίας, η λογική αναμετράται με την πολύπλευρη ιδιοφυΐα του ζωγράφου, ενώ αξιοσημείωτο είναι το παιχνιδιάρικο σύμπαν που δημιουργεί ο σκηνοθέτης.
Μέσα σε 75 λεπτά, βλέπουμε στην οθόνη και μέσα στην υπερβολή έξι διαφορετικούς ηθοποιούς – Νταλί να προκαλούν το γέλιο, μιμούμενοι τον ζωγράφο, παραδίδοντας κεφάτες ερμηνείες. Το φιλμ άλλωστε βασίζεται στην υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών, αλλά και στο ιδιοσυγκρασιακό ύφος του Ντουπιέ. Όμως, η ταινία είναι κάτι περισσότερο από μία απλή κωμωδία, είναι μια δήλωση για τη δημιουργία και την πρόσληψή της, ένα ακόμη βήμα του Ντουπιέ προς το παράλογο.
Τίποτα δεν είναι προβλέψιμο, το συμβατικό έχει πεθάνει, όλα είναι ρευστά, όπως και η ψυχολογία και τα εμβληματικά έργα του Νταλί. Εάν δεχθεί κάποιος να μπει στο σύμπαν και το σουρεαλιστικό κλίμα του Ντουπιέ, τότε θα απολαύσει μία ταινία διαφορετική και αρκούντως σπαρταριστή.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Τζουντίθ, μια Γαλλίδα δημοσιογράφος, συναντά τον Σαλβαντόρ Νταλί αρκετές φορές, σχετικά με μια πιθανή συνέντευξη, την οποία ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης πεισματικά αρνείται.
Βad Boys: Ride or Die
(“Βad Boys: Ride or Die”) Αστυνομική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Αντίλ Eλ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ, με τους Γουιίλ Σμιθ, Μάρτιν Λόρενς, Βανέσα Χάτζενς, Τίφανι Χάντις κα.
Το δίδυμο των ντετέκτιβ Μάικ και Μάρκους της αστυνομίας του Μαϊάμι, επιστρέφουν με ακόμη μια καταιγιστική φασαριόζικη περιπέτεια, στο γνωστό μάτσο και χαβαλετζίδικο πνεύμα του εισπρακτικά πετυχημένου κινηματογραφικού φραντσάιζ.
Τη σκηνοθεσία υπογράφουν και πάλι οι δυο υποσχόμενοι σκηνοθέτες, μαροκινής καταγωγής από το Βέλγιο, οι Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ, αλλά το φιλμ υποφέρει από όλες τις συνταγές της προηγούμενης ταινίας του 2020, καθώς ακόμη και οι χιουμοριστικές στιγμές της μοιάζουν πιο μπαγιάτικες από τις φάτσες των πρωταγωνιστών.
Οι δυο συνεργάτες, φίλοι και βετεράνοι ντετέκτιβ Μάικ Λάουρι και Μάρκους Μπάρνετ ερευνούν μια υπόθεση διαφθοράς εντός του αστυνομικού τμήματος του Μαϊάμι, όταν ο εκλιπών αρχιφύλακας Κόνραντ Χάουαρντ κατηγορείται για την εμπλοκή του με ένα καρτέλ ναρκωτικών. Χωρίς να το καταλάβουν, οι δυο ντετέκτιβ βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά του νόμου, και ως φυγάδες πλέον πρέπει να παλέψουν για την ίδια τους τη ζωή, αφού δεν είναι μόνο ο νόμος που τους κυνηγάει, αλλά ολόκληρη η εγκληματική πλευρά της πόλης.
Έπειτα από την απρόσμενη εισπρακτική επιτυχία της προηγούμενης ταινίας, η Sony αποφάσισε για ακόμη μία συνέχεια, θέλοντας να εξαργυρώσει το γκελ που κάνει ακόμη το πρωταγωνιστικό δίδυμο στο νεανικό κοινό.
Η ταινία επαναλαμβάνει μονότονα, σχεδόν μηχανικά, όλα τα χαρακτηριστικά του φραντσάιζ, με κυνηγητά, φλεγόμενα αυτοκίνητα, πολύ ξύλο, κραυγές και παλιομοδίτικα ματσό αστεία και όλα αυτά με τα ντεσιμπέλ να φτάνουν στα ύψη. Στα μείον και η αχρείαστη μεγάλη διάρκεια, το προσχηματικό πομπώδες σενάριο, που φαίνεται να έχει γραφτεί στο γόνατο, οι κιτς καταστάσεις και φυσικά οι ερμηνείες, μία σύνοψη από μανιέρες των Σμιθ και Λόρενς, οι οποίοι δείχνουν πιο κουρασμένοι από ποτέ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οι ντετέκτιβ Μάικ και Μάρκους επιστρέφουν, μόνο που αυτή τη φορά, ερευνώντας μία υπόθεση διαφθοράς στο αστυνομικό τους τμήμα, θα βρεθούν από διώκτες κυνηγημένοι.
Οι Παρατηρητές
(“The Watchers”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ισάνα Σιάμαλαν, με τους Ντακότα Φάνινγκ, Τζοτρτζίνα Κάμπελ, Άλιστερ Μπράμερ, Χάνα Χόουλαντ, Όλιβερ Φίνεγκαν κα.
Ατμοσφαιρική και με ορισμένες αρκετά τρομαχτικές σκηνές, που διαθέτουν και μια πρωτοτυπία, μεταφυσική ταινία τρόμου, με την οποία κάνει το ντεμπούτο της η Ισάνα Σιάμαλαν, κόρη του διάσημου σκηνοθέτη Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, ο οποίος έχει και την ευθύνη της παραγωγής και κατάφερε να εξασφαλίσει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο την Ντακότα Φάνιγκ.
Το φιλμ, γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ιρλανδία, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Α.Μ. Σάιν και δεν ξεφεύγει από το κινηματογραφικό σύμπαν του Σιάμαλαν.
Η Μίνα, μια 28χρονη καλλιτέχνιδα, βρίσκεται χαμένη σε ένα αχανές, αχαρτογράφητο δάσος στη δυτική Ιρλανδία. Όταν βρίσκει ένα καταφύγιο, καταλήγει αιχμάλωτη μαζί με τρεις άγνωστους, τους οποίους κάθε νύχτα παρακολουθούν μυστηριώδη πλάσματα. Μπορεί να μην τα βλέπεις, αλλά εκείνα βλέπουν τα πάντα και διψούν για αίμα.
Αν και στην αρχή, η ταινία δείχνει να έχει ενδιαφέρον και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία καλή περίπτωση του είδους, εκμεταλλευόμενη και τα άγρια τοπία της Ιρλανδίας, σιγά σιγά διαψεύδει τις υποσχέσεις που έχει δώσει, η αφήγηση, όπως και στις τελευταίες του Σιάμαλαν, αρχίζει να χάνει στροφές και να μοιάζει χαοτική. Τα ανεξήγητα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο και βεβαίως στο τέλος έρχονται και τα κλισέ, από τη φιλμογραφία του Σιάμαλαν, καθώς η έμπνευση της 22χρονης πρωτόβγαλτης σκηνοθέτιδας παρότι φαίνεται να έχει περιθώρια, ξεμένει από σκηνοθετική εμπειρία, για να βάλει σε τάξη όλες τις ιδέες της.
Έτσι, εκτός από την έναρξη, τα υποβλητικά τοπία και ορισμένες σκηνές, που δεν χρειάζονται αιματοκυλίσματα ή το αποτρόπαιο, για να τρομάξουν και να προκαλέσουν ανατριχίλες, το φιλμ μπορεί να μπει στη λίστα του κινηματογραφικού τρόμου, που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους φαν του είδους.
Το καστ, του οποίου ηγείται η Ντακότα Φάνιγκ, δεν είναι αδιάφορο και συμβάλει ως ένα σημείο στο σασπένς της ταινίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Νεαρή βρίσκεται παγιδευμένη μαζί με τρεις ξένους σε ένα καταφύγιο στη δυτική Ιρλανδία, όπου το βράδυ καραδοκούν μυστηριώδη πλάσματα.
Crocodile
(“Crocodile”) Κοινωνικό, αισθηματικό δράμα, νοτιοκορεάτικης παραγωγής του 1996, σε σκηνοθεσία Κιμ Κι – Ντουκ, με τους Τσο Τζάε-Χιουν, Τζέον Μου-Σονγκ, Αν Τζάε-χονγκ, Γου Γιουν-Κιέονγκ κα.
Το ντεμπούτο ενός από τους κορυφαίους του σύγχρονου ασιατικού σινεμά, του Κιμ Κι-Ντουκ, που πέθανε πρόωρα σε ηλικία 59 ετών το 2020. Στη σύντομη διάρκεια της ζωής του ο παραγωγικότατος Κιμ Κι – Ντουκ, με 24 ταινίες στο ενεργητικό του («Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας… και Άνοιξη», «Το Νησί», «Pieta», «Το Δίχτυ»), θα αφήσει πίσω του ένα ιδιότυπο έργο, που καλύπτεται από τον ωμό ρεαλισμό μέχρι και τον εύθραυστο αιθεροβάμονα λυρισμό. Ένα έργο, το οποίο αναγνωρίστηκε κυρίως σε φεστιβάλ, αλλά απέκτησε και φανατικούς θαυμαστές.
Εδώ, στην πρώτη χαμηλού προϋπολογισμού ταινία του (1996), θα φανερώσει ορισμένες από τις σκηνοθετικές του αρετές, καθώς και σαφές δείγμα των προβληματισμών του, για αυτά που θέλει να πει.
Ένας παρίας, με το παρατσούκλι Κροκόδειλος, επιβιώνει κάτω από μια γέφυρα μαζί με έναν παππού και τον εγγονό του. Οι τρεις τους καταφέρνουν να βγάζουν τα προς το ζην με διαφορετικούς τρόπους. Ο Κροκόδειλος εκμεταλλεύεται τις ικανότητές του στο κολύμπι, καθώς μαζεύει πορτοφόλια ανθρώπων που αυτοκτονούν πηδώντας από τη γέφυρα, ο παππούς έχει φυσικό ταλέντο στη μηχανική και το αγόρι πουλάει τσίχλες. Η ζωή τους θα αλλάξει όταν ο Κροκόδειλος σώζει μια όμορφη γυναίκα που κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Ο πάντα προκλητικός Κιμ Κι – Ντουκ, θα γυρίσει μία νεορεαλιστικού ύφους ταινία, με αρκετές επώδυνες σκηνές ωμής βίας, για να αναδείξει την άγρια πλευρά του κορεατικού «οικονομικού θαύματος», βάζοντας ως συνήθως τους αγαπημένους του παρακατιανούς ήρωες στο επίκεντρο. Το τραχύ κινηματογραφικό του βλέμμα θα συνδυαστεί με απόκοσμες εικόνες, αυτές της υδάτινης πραγματικότητας του Κροκόδειλου, ενώ οι ασταμάτητοι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί και η συνεχής υποβόσκουσα βία τοποθετούν τον θεατή στη θέση της άτυχης ηρωίδας.
Η ταινία, όπως είναι λογικό, έχει αδυναμίες, αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά του σινεμά του Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη. Ταυτόχρονα λυρικός και σκοτεινός, ταπεινός και αλαζόνας, κάνει εμφανές το ξεχωριστό ταλέντο του, παραδίδοντας ορισμένες εξαιρετικές σκηνές άγριας ομορφιάς, που σε κερδίζουν με την απλότητα και την αμεσότητά τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας παρίας, με το παρατσούκλι Κροκόδειλος, ζει κάτω από μία γέφυρα, μαζί με έναν παππού και τον εγγονό του. Η ζωή τους θα αλλάξει όταν ο Κροκόδειλος σώζει μια γυναίκα που κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Σαμουράι
(“Ghost Dog: The Way of the Samurai”) Η εξαιρετική ταινία του Τζιμ Τζάρμους σε επανέκδοση και αποκαταστημένη κόπια, 25 χρόνια έπειτα από την πρώτη προβολή. Επηρεασμένος από το ομότιτλο αριστούργημα του Ζαν Πιέρ Μελβίλ, ο Τζάρμους θα μεταφέρει το σαμουράι ήρωά του – έναν ορεξάτο Φόρεστ Γουίτακερ – στο Νιου Τζέρσεϊ και θα τον τυλίξει στους ρυθμούς της ραπ. Θα δέσει δεξιοτεχνικά τον μύθο της γκανγκστερικής φιλμογραφίας με την ιαπωνική φιλοσοφία, ενώ συγχρόνως θα αναδείξει έναν κόσμο που έχει πάρει τον στραβό το δρόμο.
Ο Γουίτακερ, υποδυόμενος έναν πληρωμένο εκτελεστή, που ζει σε έναν περιστερώνα και δουλεύει για έναν μικροκακοποιό, μέχρι να μπει η δική του ζωή σε κίνδυνο, θαυμάζει την κουλτούρα της φεουδαρχικής Ιαπωνίας και περνά τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζοντας συνεχώς το «Χαγκακούρε», τον Μυστικό Κώδικα των Σαμουράι.
Βινιέτες με αποσπάσματα από το βιβλίο εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, ενώ σε μία απ’ αυτές διαβάζουμε ότι «τα μεγάλα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα και τα μικρότερα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα», μια φράση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το κινηματογραφικό έργο του Τζιμ Τζάρμους.
Εκτός από τον Γουίτακερ, εμφανίζονται σε χαρακτηριστικούς και απολαυστικούς ρόλους και οι Τζον Τόρμεϊ, Κλιγ Γκόρμαν, Χένρι Σίλβα κα.
Θεέ μου, τι σου Κάναμε;
(“Qu’est-ce qu’on a fait au Bon Dieu?”) Η τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία, που είχε ακόμη δυο συνέχειες, σε επανέκδοση μετά από δέκα χρόνια από την πρεμιέρα της. Οι διασκεδαστικές περιπέτειες μιας οικογένειας λευκών καθολικών μεγαλοαστών που πρέπει να δεχθεί τη διαφορετικότητα στους κόλπους της. Η κωμωδία του Φιλίπ ντε Σοβερόν, βρίθει φαρσικών καταστάσεων κι ενός προβλέψιμου χιούμορ, που στοχεύει στο απενοχοποιημένο γέλιο και στηρίζεται εν πολλοίς στον πρωταγωνιστή Κριστιάν Κλαβιέ, τον πάτερ φαμίλια, που είχε άλλα σχέδια για τις πέντε κόρες του.