Το 1975, λίγους μήνες μετά την πτώση της χούντας, ξεσπά από τις σελίδες των ελληνικών εφημερίδων μια διαμάχη ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και τον πασίγνωστο λογοτέχνη Μενέλαο Λουντέμη. Ο εβδομηντάχρονος τότε Λουντέμης είχε αυτοεξοριστεί στη Ρουμανία επί χούντας, αφού είχε περάσει ολόκληρη την μετεμφυλιακή εικοσαετία σε φυλακές και ξερονήσια λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Ήταν ασυμβίβαστος κομμουνιστής από τον καιρό ήταν μαθητής, γι αυτό άλλωστε ήταν και ο μοναδικός πολυδιαβασμένος Έλληνας λογοτέχνης που δεν είχε βγάλει το σχολείο. Στην τετάρτη γυμνασίου είχε αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας επειδή έκανε ανοικτή προπαγάνδα υπέρ του ΚΚΕ, σε μια εποχή που το ιδιώνυμο ήταν σε πλήρη εφαρμογή και σάρωνε όποιον δήλωνε αριστερός.
Έκτοτε, ο Δημήτριος Μπαλάσογλου όπως ήταν το κανονικό του όνομα, βρισκόταν σε συνεχή διωγμό. Έκανε όποια δουλειά υπήρχε, λούστρος, λαντζέρης, ψάλτης, δάσκαλος, ηθοποιός σε μπουλούκια, βιβλιοθηκάριος, ενώ διάβαζε και μορφωνόταν μοναχός του. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1927, αλλά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, γράφοντας μέσα σε φυλακές και ερημονήσια εξορίας, πολλά απ’ τα έργα του όπως «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν πάλι», «ένα παιδί μετράει τα’ άστρα» και άλλα, έγιναν τεράστια best sellers στην ελληνική αγορά. Ήταν γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ στην κατοχή και καταδικάστηκε σε θάνατο την περίοδο του εμφυλίου. Η ποινή δεν εκτελέστηκε βέβαια.
Ο επαναπατρισμός του το 1975, αν και εντασσόταν πλήρως στην μεγάλη υπόθεση της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου και της χούντας, πήρε μεγάλες διαστάσεις διότι ο Λουντέμης ήταν πια διάσημος, ένας από τους πιο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς. Όσοι είχαν φύγει προς τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού κυρίως την περίοδο 1946-49 αλλά και μετά, είχαν χάσει την ελληνική ιθαγένεια ως έχοντες «αντεθνικήν δράση στο εξωτερικό». Το Σύνταγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή του 1975 έλυσε το πρόβλημα καθώς πρόβλεπε πρώτα επαναπατρισμό τους με αίτηση και στην συνέχεια απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας μετά από μια τυπική κατάθεση τους σε επιτροπή δικαστικών.
Ο Μενέλαος Λουντέμης αρνήθηκε. «Είμαι Έλληνας, θέλω την ιθαγένεια μου» έγραφε σε εφημερίδες και σε όσους τον καλούσαν να κάνει μια τυπική αίτηση και να επιστρέψει. «Γιατί να ‘ρθω στην Ελλάδα; Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα; Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος, παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος. Δεν θα επαναπατριστώ για να ζητιανεύω πατρίδα».
Αυτά έγραφε, με το ίδιο πείσμα που είχε απαντήσει το 1958 στον δικαστή που τον ρώτησε γιατί δεν υπογράφει μια δήλωση μετάνοιας για να γλυτώσει αυτός και το παιδί του από τις ταλαιπωρίες και κακουχίες της εξορίας. «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ», είχε απαντήσει.
Η κυβέρνηση Καραμανλή μέσω του υπουργού δημόσιας τάξης Σόλωνα Γκίκα, έλεγε ότι δεν επρόκειτο να κάνει καμιά εξαίρεση από το νόμο. Το πράγμα ήταν πράγματι πολύπλοκο και λύθηκε οριστικά το 1982 από τον Παπανδρέου που επέστρεψε αυτομάτως την ιθαγένεια σε όσους Έλληνες το γένος την είχαν χάσει. Τελικά υπήρξε κάποιος συμβιβασμός, ο Λουντέμης έκανε αίτηση και η πολιτεία του χορήγηση αμέσως ιθαγένεια δίχως κατάθεση σε επιτροπή δικαστικών, οπότε ο μεγάλος λογοτέχνης επέστρεψε στην πατρίδα του το 1976. Τον είχαν πείσει οι δικοί του, καθώς η υγεία του χειροτέρευε από τα βάσανα που είχε περάσει. Του έγινε μεγάλη υποδοχή στο αεροδρόμιο. Έναν χρόνο αργότερα, ο Λουντέμης πέθανε από καρδιακή προσβολή την ώρα που οδηγούσε.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.