Το 1967, είκοσι και παραπάνω χρόνια από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, μετά από πολύχρονους δικαστικούς αγώνες, η κολοσσιαίων διαστάσεων Αμερικανική εταιρεία ΙΤΤ, παραγωγός επικοινωνιακού υλικού, κέρδισε και εισέπραξε από το Αμερικανικό κράτος αποζημίωση είκοσι επτά εκατομμυρίων δολαρίων. Τα χρήματα πληρώθηκαν για ζημιές που είχαν υποστεί τα εργοστάσια της ΙΤΤ στη Γερμανία, από λάθη Αμερικανών κρατικών υπαλλήλων. Άλλα πέντε εκατομμύρια πήρε η ΙΤΤ για ζημιές που είχαν υποστεί αντίστοιχα θυγατρικά της εργοστάσια στην Αυστρία.
Την ίδια χρονιά, η Τζένεραλ Μότορς εισέπραξε τριάντα τρία εκατομμύρια δολάρια αποζημίωση, για παρόμοιες ζημιές που είχαν πάθει εργοστάσια της στη Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία και Κίνα. Στα χνάρια των ίδιων δικαστικών αποφάσεων, η Φόρντ εισέπραξε ένα εκατομμύριο δολάρια για ζημιές που είχε πάθει ένα εργοστάσιο της στη Κολωνία, ενώ είχε εισπράξει άλλα τριάντα τρία εκατομμύρια για ζημιές ενός εργοστασίου της στη νότια Γαλλία. Μην συγχέετε τα τότε εκατομμύρια με τα σημερινά. Τα ποσά για την εποχή ήταν τεράστια.
Τι ήταν όμως όλες αυτές οι αποζημιώσεις που τσέπωσαν οι Αμερικανικοί κολοσσοί απ’ το Αμερικανικό δημόσιο; Και ποια ήταν τα λάθη που έκαναν Αμερικανοί κρατικοί υπάλληλοι (ποιοι άραγε;) με αποτέλεσμα να πάθουν τόσο μεγάλες ζημιές οι βιομηχανίες της πατρίδας τους;
Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αποθέωση του παραλογισμού. Στην πραγματικότητα, ήταν απλώς η αποθέωση του πιο απόλυτου και απροκάλυπτου καπιταλισμού, διανθισμένου με αφόρητες δόσεις διαπλοκής και αναισχυντίας. Αυτά δεν είναι λόγια ιστορικών, αλλά μελών του ίδιου του Αμερικάνικου Κογκρέσου και του Αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, που δεν άντεξαν αυτή τη ντροπιαστική ιστορία. Κανένας δεν έδωσε σημασία στους λίγους έντιμους που ύψωσαν τη φωνή τους, τα λεφτά ήταν πολλά και τα συμφέροντα μεγάλα. Για να δούμε τι είχε συμβεί:
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, πολλές μεγάλες Αμερικανικές εταιρείες έκαναν οικονομική απόβαση στην κατεστραμμένη Ευρώπη. Εξαγόρασαν τις πάμφθηνες μετοχές ευρωπαϊκών εταιρειών ή έχτισαν από την αρχή μεγάλα εργοστάσια κάθε είδους. Μεταλλουργικά προϊόντα, χημικά, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, σιδηροδρομικό και στρατιωτικό υλικό, άρματα μάχης, επικοινωνιακά εξαρτήματα και ότι άλλο ήταν κερδοφόρο άρχισε να παράγεται σ’ όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο από τα Αμερικανικά κεφάλαια.
Ειδικά στην ηττημένη Γερμανία του Α’ μεγάλου πολέμου αλλά και στην κατεστραμμένη Γαλλία επενδύθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Φυσικά, πελάτες των εταιρειών αυτών ήταν οι ευρωπαίοι καταναλωτές, αλλά κυρίως οι κυβερνήσεις τους. Όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, οι βιομηχανίες αυτές συνέχισαν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους. Μάλιστα, από την ανοικοδομητική πολιτική του Αδόλφου τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του, είχαν θηριώδη κέρδη. Τόνοι από μελάνι έχει καταναλωθεί σε καταγγελίες ότι η Γερμανία του Χίτλερ κατέλαβε την Ευρώπη αγοράζοντας πολεμικό υλικό από τους Αμερικανούς.
Λιγότερο γνωστό είναι ότι οι εταιρείες αυτές συνέχισαν να το κάνουν κι απ’ τη στιγμή που οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Με δυο λόγια, Αμερικανικές θυγατρικές προμήθευαν στον Χίτλερ αεροπλάνα, βόμβες και σφαίρες για να σκοτώνει τους Αμερικανούς στρατιώτες ως την ώρα που καταλήφθηκε το Βερολίνο. Κι όμως, το Αμερικάνικο σύστημα ελεύθερης οικονομίας δεν θεώρησε ποτέ αυτή την πρακτική καταδικαστέα. Μετά το τέλος του πολέμου, διερευνήθηκαν απ’ το Κογκρέσο τέτοιες καταγγελίες και όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες απαλλάχτηκαν. Business is business.
Δεν τους έφθανε όμως αυτό. Η ΙΤΤ, η Τζένεραλ Μότορς, η Φόρντ και αρκετές μικρότερες εταιρείες, μετά την ήττα του Άξονα κατέθεσαν αγωγές στα αμερικανικά δικαστήρια ζητώντας αποζημιώσεις για ζημιές που είχαν κάνει οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στα εργοστάσια τους στην κατεχόμενη Ευρώπη και στην ίδια τη Γερμανία κατά την διάρκεια του πολέμου. Μπροστά στους δικαστές, οι δικηγόροι του Αμερικανικού δημοσίου αντέτειναν ότι επρόκειτο για πολεμικούς στόχους, αφού κατασκεύαζαν πολεμικό υλικό για τον εχθρό και συνεπώς ήταν φυσικό να βομβαρδιστούν, είτε από αέρος είτε από το πυροβολικό.
Αδιάφορο. Οι Αμερικανοί δικαστές, μ’ ένα σκεπτικό που αποτελούσε πρόκληση στους νεκρούς Αμερικανούς στρατιώτες του Β’ παγκοσμίου πολέμου, θεώρησαν τους βομβαρδισμούς «πρακτική που κατέστρεψε Αμερικανικές ιδιοκτησίες» και επιδίκασε θηριώδεις αποζημιώσεις στις εταιρείες αυτές. Ο Αμερικανός φορολογούμενος τις πλήρωσε κανονικά, για να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ποιος πραγματικά κυβερνά τον πλανήτη. Οι εταιρείες, όχι οι κυβερνήσεις.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.