Μισό αιώνα μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια στρατιά Γαλατών σφάζεται απ’ τους ντόπιους στους ορεινούς όγκους της νότιας Ελλάδας. Τι δουλειά είχαν οι Γαλάτες σ’ εκείνες τις ερημιές και ποιοι άφησαν 20.000 νεκρούς άταφους στις άγριες πλαγιές.
Πάνω στα καταπράσινα βουνά της Ευρυτανίας, στον δρόμο που συνεχίζει από τις Ράχες Τυμφρηστού προς τη Δομνίστα όπου ο Άρης Βελουχιώτης ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα κατά των Γερμανών, υπάρχει μια μικρή παράκαμψη με μια ταμπέλα που γράφει «προς μνημείο μάχης στα Κοκκάλια». Είναι τόσο δύσβατη και ερημική η περιοχή, που ακόμα και σήμερα με τους δρόμους και τα αυτοκίνητα, σπάνια συναντά κανείς άνθρωπο εκεί, εκτός κι αν πρόκειται για κανέναν παράτολμο κυνηγό ή ορειβάτη.
Ακόμα πιο έκπληκτος θα μείνει ο επισκέπτης, όταν δει στο πλάτωμα τον πανύψηλο τύμβο και διαβάσει ότι σ’ εκείνο το απρόσιτο σημείο, το 279 π.Χ. οι Αιτωλοί και οι Ευρυτάνες κατάσφαξαν ένα στρατό Γαλατών που είχε εισβάλλει στην Ελλάδα. Μοιάζει τρελό να βρέθηκαν Γαλάτες στην Ευρυτανία, σαράντα τέσσερα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κι όμως βρέθηκαν. Και δεν ήταν τίποτα μικρές αδέσποτες μονάδες ληστών ή φυλών που έψαχναν μέρος να εγκατασταθούν, αλλά ένας πελώριος στρατός 213.000 ανθρώπων, 155.000 από τους οποίους ήταν πεζοί και οι υπόλοιποι καβαλάρηδες.
Ακόμα πιο τρελό μοιάζει στα σημερινά μας μάτια το ερημικό σημείο που έγινε η μάχη. Δε μπορούμε να μην αναρωτηθούμε τι ζητούσε ένας στρατός Γαλατών εισβολέων σ’ ένα τόσο απομακρυσμένο και ερημικό ορεινό μέρος, μακριά από οποιαδήποτε πόλη ή πλουτοπαραγωγική πηγή. Εκεί πάνω δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, μόνο βουνά και δάση. Είναι κι αυτή μια ένδειξη πόσο έχουν αλλάξει οι δρόμοι των ανθρώπων από την αρχαιότητα ως σήμερα, με αποτέλεσμα ορισμένα ιστορικά δεδομένα σήμερα να μας φαίνονται εντελώς ακατανόητα.
Και όμως, όλα εξηγούνται για τον προσεκτικό μελετητή. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Γαλάτες όλους τους υπερβόρειους για τα δικά μας μέτρα λαούς. Αυτοί που βρέθηκαν στην Ελλάδα τότε, ήταν ένα συνονθύλευμα Κελτών και Ακουιτανών, που κατοικούσαν στις αχανείς περιοχές μεταξύ των Πυρηναίων και του Ρήνου. Τον 3ο π.Χ. αιώνα με αρχηγό τον Βρέννο 2ο, κατέβηκαν προς νότο, λεηλάτησαν τη Σερβία και έφθασαν στη Μακεδονία. Ο στρατηγός των Μακεδόνων Σωσθένης τους μπλόκαρε με τις λεγεώνες του τον δρόμο προς την ανατολή, οπότε αυτοί έστριψαν προς το νότο. Η Θεσσαλία και η Στερεά Ελλάδα βρέθηκαν στο έλεος τους.
Οι νότιοι Έλληνες συνασπίστηκαν και με αρχηγό τον Αθηναίο στρατηγό Κάλλιπο του Μοιροκλέους, τους περίμεναν με 26.000 στρατιώτες στις Θερμοπύλες. Αυτή τη φορά οι Γαλάτες δεν πέρασαν, όπως παλιότερα οι Πέρσες με τον Εφιάλτη. Ο Βρέννος όμως είχε έναν στόχο. Να φθάσει και να ρημάξει το μαντείο των Δελφών, του οποίου οι θησαυροί ήταν ξακουστοί σ’ όλο τον κόσμο. Έστειλε λοιπόν σαράντα χιλιάδες από τους στρατιώτες του να κάνουν μια κυκλωτική κίνηση μέσα απ’ τα βουνά και να φθάσουν στο μαντείο από το αρχαίο μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν όσοι πήγαιναν στους Δελφούς από τη βόρεια Ελλάδα.
Ήταν ένα μονοπάτι μέσα από τις Ράχες Τυμφρηστού, τα όρη Οξιά και τα Βαρδούσια. Μ’ αυτό τον τρόπο βρέθηκαν οι Γαλάτες σ’ εκείνες τις ερημιές. Ούτε αυτοί κατάφεραν να φθάσουν στο μαντείο, απλώς ρήμαξαν όσα χωριουδάκια βρέθηκαν στον δρόμο τους. Σ’ εκείνο το ορεινό πλάτωμα τους την είχαν στημένη εξαγριωμένοι κάτοικοι της περιοχής μαζί με κάποιες δυνάμεις που είχαν φύγει από τις Θερμοπύλες, που είχαν μαζευτεί μετά από έκκληση των ιερέων του Μαντείου. Γνώστες της κακοτράχαλης περιοχής τους, περικύκλωσαν τους εισβολείς και τους κατασφάξανε μέσα στις κατάφυτες ρεματιές και στις κατάφυτες πλαγιές.
Πάνω από 20.000 Γαλάτες άφησαν εκεί τα κόκκαλα τους. Για δεκαετίες τα οστά των ηττημένων που απόμειναν άταφοι μέσα στις ερημιές σκέπαζαν την περιοχή, με αποτέλεσμα η περιοχή να αποκτήσει την ονομασία Κοκκάλια. Οι υπόλοιποι κατηφόρισαν έντρομοι προς την πεδιάδα, αλλά ούτε αυτοί σώθηκαν. Ολόκληρο το στράτευμα του Βρέννου αποδεκατίστηκε στον γυρισμό και ο ίδιος αυτοκτόνησε. Ο θεός των Δελφών τον οποίο πήγαινε να ληστέψει, ο Απόλλωνας, δεν του επεφύλαξε καλή τύχη.