Αχρείαστους φόρους σχεδόν 14 δισ ευρώ έχει επιβάλει το ελληνικό δημόσιο στους συνεπείς φορολογούμενους, μόνο για το 2017, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.
Στην Ελλάδα της κρίσης, όπως φαίνεται, το πλέον ακριβό «επάγγελμα» είναι να είσαι συνεπής φορολογούμενος και αυτό διότι καλείσαι να καλύψεις τις τρύπες αυτών που είτε δεν μπορούν, είτε δεν θέλουν να πληρώσουν τους φόρους, αλλά και το επίσημο κράτος που θέλοντας να δείξει στους δανειστές ότι είναι «καλό παιδί», αλλά για να χρηματοδοτήσει το όποιο κοινωνικό του προφίλ – μέσω του κοινωνικού μερίσματος – επιβάλλει φόρους κατά συρροή.
Ακόμη και το ΔΝΤ, τον πλέον σκληρό δανειστή, διαφώνησε ανοικτά, με την πολιτική των φόρων.
Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Μόνο το 2017, οι φορολογούμενοι άφησαν απλήρωτους φόρους άνω των 12,5 δισ ευρώ. Αυτό το ποσό καλούνται να το καλύψουν πληρώνοντας περισσότερο από όσο τους αναλογεί, όχι οι έχοντες και οι πλούσιοι, αλλά αυτοί που θέλουν να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις του και πληρώνουν κανονικά τους φόρους, που τους επιβάλλονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον καλύτερο φόρο (από πλευράς εισπραξιμότητας), τον ΕΝΦΙΑ το ελληνικό δημόσιο εισπράττει περίπου 2,65 δισ, ενώ πιστοποιεί φόρους άνω των 3,3 δισ ευρώ.
Παράλληλα το ελληνικό δημόσιο είχε αναλάβει να εμφανίσει για το 2017, πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,75% του ΑΕΠ. Αντί αυτού, με δική του πρωτοβουλία ανέβασε το πλεόνασμα στο 4,2% του ΑΕΠ σε όρους Μνημονίου, κάτι που σημαίνει περίπου 4,5 δισ επιπλέον φόρους, χωρίς να χρειάζεται και χωρίς βέβαια κανείς να το ζητήσει.
Πλεόνασμα ρεκόρ
Τα στοιχεία που έδωσαν χθες στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή και η Eurostat για τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδος το 2017 επιβεβαιώνουν πλήρως τα παραπάνω.
Το 2017 η Ελλάδα σημείωσε πρωτογενές πλεόνασμα 7,08 δισ. ευρώ ή 4% του ΑΕΠ, όταν βάσει προγράμματος είχε την υποχρέωση να καταγράψει πλεόνασμα 1,75% ή 3,09 δισ. ευρώ! Ουσιαστικά τα 4 δισ. ευρώ αυτής της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης ήταν χρήματα που στερήθηκε η πραγματική οικονομία, τα νοικοκυριά , οι συνταξιούχοι και οι επιχειρήσεις, χωρίς να υπάρχει λόγος. Πιο απλά ήταν δημοσιονομικός χώρος που καλύφθηκε από μέτρα.
Μάλιστα σε επίπεδο διετίας (2016-2017) η εικόνα είναι ακόμη πιο επιβαρυντική για την κυβέρνηση. Ενώ το πρόγραμμα του ESM προέβλεπε πως αθροιστικά έπρεπε να καταγραφούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,25% του ΑΕΠ (0,5% +1,75%) ή 4 δισ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα, τελικά η κυβέρνηση μέσα από τα μέτρα που επέβαλε, κατέγραψε πρωτογενή πλεονάσματα 7,9% του ΑΕΠ περίπου μέσα σε 24 μήνες, ήτοι συνολικά πλεονάσματα 13,7 δισ. ευρώ, υπερτριπλάσια του στόχου.
Αυτή η επιλογή της κυβέρνησης είχε επιπτώσεις και ένα ακριβό τίμημα. Τα υπερβολικά μέτρα φρέναραν την ανάπτυξη και έκοψαν τη δυναμική της οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο πως το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μόλις 1,4% το 2017, όταν ο αρχικός στόχος του προγράμματος έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,7%, επίδοση που κατά το ΔΝΤ χάθηκε και δεν θα πιαστεί ούτε εφέτος ούτε το 2019, αλλά ούτε και στο ορατό μέλλον.
Στάση πληρωμών
Μπορεί η κυβέρνηση να έχει αναλάβει την υποχρέωση να εξοφλήσει μέχρι το τέλος Αυγούστου το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ωστόσο στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες το υπουργείο Οικονομικών δείχνουν πως στο μέτωπο αυτό δεν καταγράφεται πρόοδος.
Συγκεκριμένα, το Φεβρουάριο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν αντί να μειωθούν, με τις αποπληρωμές των υποχρεώσεων του Δημοσίου να γίνονται με το σταγονόμετρο. Η εικόνα αυτή είναι συναφής με τις καταγγελίες της Νέας Δημοκρατίας σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε εσωτερική στάση πληρωμών.
Είναι ενδεικτικό πως στα τέλη Φεβρουαρίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν στα 2,6 δισ. ευρώ, από 2,443 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2018. Οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 84 εκατ. ευρώ και ανήλθαν στα 776 εκατ. ευρώ, από 691,9 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο.
Η ροή των πληρωμών των «φεσιών» του Δημοσίου είναι ενδεικτική του αυστηρού ελέγχου πιστώσεων που ακολουθεί το υπουργείο Οικονομικών, αλλά και της αδυναμίας πολλών φορέων να καταβάλουν εγκαίρως τα χρήματα στους προμηθευτές τους. Αυτή η δεύτερη περίπτωση αφορά κυρίως στα νοσοκομεία που αν και λαμβάνουν πιστώσεις για πληρωμές χρεών τελικά δεν τα εξοφλούν λόγω εσωτερικών αδυναμιών (π.χ. έλλειψη παραστατικών, κ.α.).
Το Φεβρουάριο οι πληρωμές για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των φορέων της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν σε 30,4 εκατ. ευρώ, από 20,9 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο. Οι πληρωμές για εκκρεμείς επιστροφές φόρων ανήλθαν σε 4,7 εκατ. ευρώ, από 7 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο, ενώ οι πληρωμές εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης ανήλθαν σε 49,8 εκατ. ευρώ, από 34,1 εκατ. ευρώ ένα μήνα πριν.
Σημειώνεται πως η Ελλάδα έλαβε στα τέλη Μαρτίου 500 εκατ. ευρώ από την υπό- δόση των 5,7 δισ. ευρώ του ESM για την αποπληρωμή ληξιπροθέσμων χρεών. Παράλληλα, ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέσει, άλλα 500 εκατ. ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε έως το τέλος Απριλίου να εξοφλήσει προς τους ιδιώτες συνολικά 1 δισ. ευρώ.
Του Θανάση Παπαδή