Σε δημοσκόπηση που διενήργησε το ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο Levada-Centr, διαπιστώθηκε πως το 66% των πολιτών θεωρεί λυπηρή εξέλιξη το ότι ανετράπη η Σοβιετική Ένωση, και είναι το μεγαλύτερο ποσοστό που καταγράφηκε την τελευταία δεκαετία.
Το 2017 το ποσοστό των Ρώσων που εξέφραζαν την λύπη τους για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφθανε το 58% , ενώ επί δέκα συνεχή χρόνια δεν είχε υπερβεί το 61%. Το μεγαλύτερο ρεκόρ είχε καταγραφεί το 2000, όταν το 75% των Ρώσων εξέφραζε την λύπη του για την διάλυση της ΕΣΣΔ. Ήταν ακριβώς η χρονιά που ανελάμβανε τα ηνία της εξουσίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η πρόσφατη αυτή δημοσκόπηση του Levada-Centr έδειξε επίσης ότι το 60% των Ρώσων, πιστεύουν ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί (αυτό το ποσοστό είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 13 ετών). Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία αυτών που νοσταλγούν την Σοβιετική Ένωση είναι άτομα ηλικίας 55 ετών και άνω, παρότι τα τελευταία δύο χρόνια αυξάνονται αυτού του τύπου οι διαθέσεις και μεταξύ των νέων ηλικίας 18-24 ετών.
Οι βασικοί λόγοι, σύμφωνα με την έρευνα που εκτρέφουν αυτή την νοσταλγία, την έλλειψη της Σοβιετικής Ένωσης που νοιώθουν οι Ρώσοι, είναι όπως πιστεύει το 52% η καταστροφή του ενιαίου οικονομικού συστήματος, η απώλεια τους αισθήματος ότι είναι πολίτες μιας μεγάλης δύναμης (36%) και η αύξηση της αμοιβαίας δυσπιστίας και της σκληρότητας που επικρατεί στην κοινωνία (31%) .
Η αύξηση των ορίων ηλικία έπαιξε τον ρόλο της
Η τάση της αυξανόμενης νοσταλγίας για την Σοβιετική Ένωση είναι όλο και πιο αισθητή, δηλώνει η κοινωνιολόγος Καρίνα Πιπία του Levada-Centr, η οποία επισημαίνει ότι αφορμή για την ενίσχυση αυτών των διαθέσεων, υπήρξε η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ανακοίνωσε πέρυσι η ρωσική κυβέρνηση και η οποία προβλέπει την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
«Ο κόσμος εξηγεί την νοσταλγία του για την Σοβιετική Ένωση επικαλούμενος κυρίως ανορθολογικές αντιλήψεις που έχει για την ισχυρή οικονομία και την ευημερία της εποχής εκείνης, ξεχνώντας τις ελλείψεις και τα κουπόνια που υπήρχαν, και με βάση τις αυξανόμενες ανησυχίες που έχει σήμερα για τα ζητήματα της ευημερίας» λέει η Καρίνα Πιπία. Η ίδια επισημαίνει ότι μετά την κρίση της Κριμαίας (προσάρτηση της Κριμαίας) οι νοσταλγικές διαθέσεις για την Σοβιετική Ένωση και για μεγάλη δύναμη, είναι λιγότερο έντονες επειδή η Κριμαία και η αντιπαράθεση με την Δύση υποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για την ύπαρξη μιας μεγάλης δύναμης όπως η Σοβιετική Ένωση.
«Η ενίσχυση των συναισθημάτων λύπης για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ρομαντικές διαθέσεις για κάθε τι το σοβιετικό, ιδιαίτερα μεταξύ της νεολαίας, η οποία δεν γνωρίζει καλά την ιστορία, μπορεί να οδηγήσει στην επανεκτίμηση είτε στην αποκατάσταση ζητημάτων που ήταν ανεκτά ή μη αποδεκτά στη μετασοβιετική Ρωσία, όπως η δικαίωση των σταλινικών διώξεων, το ξαναγράψιμο της Ιστορίας, η πλήρης υποτίμηση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1990 κτλ», επισημαίνει η Ρωσίδα κοινωνιολόγος.
Ωστόσο οι αριθμοί λένε άλλα και για την αλήθεια σχετικά με τις “σταλινικές διώξεις” και για το κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 ήταν “δημοκρατικές”.
“Αποσυντίθεται το κοινωνικό κράτος, το οποίο συνδέεται με την Σοβιετική Ένωση
Ο πολιτειολόγος Αλεξέι Μακάρκιν, δηλώνει ότι όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, πίστευαν ότι η οικονομία θα έπαιζε με την μία ή την άλλη μορφή σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της, γι αυτό και αντιμετώπιζαν την διάλυση της με ηρεμία, «αλλά τώρα έχουν πεισθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί» Ο Μακάρκιν εντοπίζει δύο παράγοντες, που συνέβαλλαν στην ενίσχυση των νοσταλγικών διαθέσεων για την Σοβιετική Ένωση και των συναισθημάτων λύπης για την διάλυση της. «Αρχικά υπήρξε η αίσθηση ότι οι διαμαρτυρίες στην πλατεία Μαϊντάν είναι ένα προσωρινό φαινόμενο, μετά εμφανίσθηκαν τα γεγονότα της Νοβορωσίας (ανατολική Ουκρανία), αλλά τώρα έχουν αντιληφθεί ότι η Ουκρανία δεν θα επιστρέψει και αφού δεν θα επιτρέψει, δεν θα υπάρξει επιστροφή και για τα υπόλοιπα.
Όλα αυτά εκτρέφουν τις νοσταλγικές διαθέσεις για την Σοβιετική Ένωση. Ο δεύτερος παράγοντας εμφανίστηκε φέτος. Εξαιτίας τη μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό, ο κόσμος άρχισε και πάλι να εξιδανικεύει την Σοβιετική Ένωση όπου έβγαιναν νωρίς σε σύνταξη και με τα λεφτά εκείνα μπορούσαν κάπως να ζήσουν». Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν ήταν τόσο ένα σοκ για τον κόσμο, όσο μια ένδειξη αποσύνθεσης του κοινωνικού κράτους, με το οποίο συνδέεται η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, επισημαίνει ο Μακάρκιν, ο οποίος συμπεραίνει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αξιοποιήσει αυτές τις διαθέσεις. Τι να κάνει διερωτάται:«Να εφαρμόσει διαφορετική κοινωνική πολιτική; Δεν υπάρχουν τα χρήματα. Να ενισχύσει την καταστολή; Έτσι λοιπόν μέσα σ’ αυτά τα μυθολογήματα η Σοβιετική Ένωση εκλαμβάνεται ως η χώρα στην οποία όλα ήταν καλά».