Η φόλα και ο πόλεμος αστυνομικής διευθύνσεων και δήμου Αθηναίων ποιος θα θανατώνει τα αδέσποτα. Στρέφη, Λυκαβηττός και η οδός Χαριλάου Τρικούπη, το βασίλειο των κοπαδιών. Τα σύλληπτρα, το οικόπεδο στην οδό Διδότου που τα συγκέντρωναν και ο Σουρής που διακωμωδούσε την άθλια κατάσταση.
Το 1896, παραμονή των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων που έγιναν στην Αθήνα, οι εφημερίδες είχαν ξεσαλώσει εναντίον του δημάρχου και των κρατικών αρχών, διότι δεν αντιμετώπιζαν το μέγα πρόβλημα των αδέσποτων σκυλιών. Το πρόβλημα ήταν προφανώς μεγάλο. Ιδιοκτήτες σκύλων αμολούσαν τα ζώα τους στους δρόμους, τα σκυλιά πολλαπλασιάζονταν, με αποτέλεσμα κοπάδια πεινασμένων αδέσποτων να περιφέρονται όχι μόνο στις συνοικίες, αλλά και στο κέντρο της μικρής τότε πρωτεύουσας.
Τα ζώα αυτά συμπλήρωναν μια -ούτως ή άλλως- άθλια εικόνα της Αθήνας. Δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα, οι νοικοκυρές πετούσαν τα νερά και το περιεχόμενο των δοχείων νυκτός στους χωματόδρομους κάτω απ’ τα παράθυρα τους, ενώ η υπηρεσία αποκομιδής σκουπιδιών ήταν υποτυπώδης. Το πρόβλημα των αδέσποτων ήταν ίδιο με σήμερα, αλλά η αντιμετώπιση του ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε φιλοζωία ή οικολογική ευαισθησία τότε δεν υπήρχε, ενώ οι φιλοζωικές οργανώσεις (που ήδη υπήρχαν στη δυτική Ευρώπη) κατέφθασαν στη χώρα πολύ αργότερα. Υπήρχε ένας μόνο κοινά αποδεκτός τρόπος απ’ τις αρχές και την κοινωνία, για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αδέσποτων. Η φόλα.
Οι εφημερίδες μάλιστα πίεζαν αφόρητα τις αρχές να ξεκινήσουν πρόγραμμα εξόντωσης των σκυλιών και ασκούσαν δριμύτατη κριτική διότι οι αρμόδιοι ολιγωρούσαν. Για τα αδέσποτα σκυλιά εκείνη την εποχή δεν ήταν υπεύθυνος ο δήμος, αλλά η αστυνομική διεύθυνση πρωτευούσης. Το υπουργείο ενέκρινε πίστωση για την αγορά στρυχνίνης και τα αστυνομικά τμήματα έφτιαχναν τις φόλες, με κομμάτια κρέας που δηλητηρίαζαν και πετούσαν στους δρόμους. Την προηγούμενη μέρα μάλιστα δημοσίευαν στις εφημερίδες και γραπτή ανακοίνωση, ώστε όσοι είχαν οικόσιτους σκύλους να τους περιμαζέψουν ή έστω να τους βάλουν φίμωτρο.
Το μόνιμη επωδός ήταν ότι η αστυνομία δεν διέθετε αρκετούς άνδρες για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χιλιάδων σκυλιών που τριγύριζαν μέσα ή στις παρυφές της πρωτεύουσας. Δεν διέθεταν ικανή δύναμη είτε να μαζέψουν ζωντανά όλα τα σκυλιά, είτε να τα θανατώσει στους δρόμους και στα χωράφια. Γι αυτό και ζητούνταν η συνδρομή των πολιτών. Δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην οδό Ακαδημίας, η αστυνομία είχε ένα περιφραγμένο οικόπεδο που είχε μετατρέψει σε τόπο συγκέντρωσης και θανάτωσης των άτυχων σκυλιών που συλλαμβάνονταν ζωντανά. Όποιος πολίτης παρέδιδε εκεί έναν σκύλο, λάμβανε ως «σύλληπτρα» 25 λεπτά.
Ομάδες εφήβων φαίνεται ότι έβγαζαν έτσι το χαρτζιλίκι τους, συλλαμβάνοντας με διάφορες παγίδες τα αδέσποτα και παραδίδοντας τα για να θανατωθούν με δηλητήριο. Η επιλογή της Αγίας Τριάδας δεν ήταν τυχαία. Από δημοσιεύματα της εποχής, ο λόφος του Στρέφη, ο Λυκαβηττός και η οδός Πινακωτών (σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) που περνούσε ανάμεσα τους, ήταν το βασίλειο των αδέσποτων.
Υπάρχει βέβαια μια ουσιαστική διαφορά εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Τότε η λύσσα θέριζε και ήταν θανατηφόρα, ενώ σήμερα είναι σπάνια και αντιμετωπίζεται. Οι αρμοδιότητες του δήμου Αθηναίων, αλλά και κάθε δήμου ανά την επικράτεια, άρχιζαν μετά το θάνατο των σκυλιών. Έπρεπε να περιμαζεύει και να θάβει κάπου τα πτώματα των αδέσποτων, αλλά ήταν συνηθέστατη η εικόνα πεθαμένων και σε αποσύνθεση ζώων στους δρόμους και τα χωράφια. Ο δήμος φώναζε ότι δεν έχει προσωπικό αφού εκτός από τα νεκρά σκυλιά έπρεπε να περιμαζεύει και δεκάδες άλλα νεκρά ζώα. Ο Σουρής περιγράφει μ’ ένα στιχούργημα του την κατάσταση αυτή με τον υπέροχο τρόπο του:
‘’Ο Δήμαρχος των Αθηνών με ύφος εξημμένον,
τας καλλονάς της πόλεως εξαίρει προς τον ξένον.
Ιδέτε το πτολίεθρον εκείνο των Πινδάρων,
ιδέτε πτώματα γαλών, σκύλων και γαϊδάρων.’’
Όπως καταλαβαίνετε, δίπλα στους σωρούς των σκουπιδιών και τα απόνερα των πλυσταριών και των δοχείων της νύχτας, ψόφιοι και τυμπανιαίοι σκύλοι, γάτες, κότες, γαλοπούλες, κουνέλια αλλά και γάιδαροι, κοσμούσαν το κλεινόν μας άστυ.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.